«...Το άγγελμα της μεγάλης σφαγής διαδίδεται τώρα τας πρώτας βραδυνάς ώρας στας Αθήνας... Τα θέατρα σήμερα την νύχτα είναι και πάλι ανοιχτά και παίζουν. Ο κόσμος στο θέατρο της Κυβέλης γελά και η μουσική χτυπά εύθυμα τραγουδάκια. Μπήκα μέσα να δω την ψυχαγωγία του κόσμου και έφυγα αηδιασμένος... Είναι λοιπόν και αι Αθήναι, η άτιμη και πουλημένη πόλις που προορίζεται να καταστραφεί αφού δεν αισθάνθηκε την συγκίνηση της καταστροφής (της Σμύρνης) και την σφαγήν και καταστροφήν όλου του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Η αηδία μου ήταν περισσότερο από μεγάλη...»
(Κ. Φαλτάιτς, «Ημερολόγιο», 14 Σεπτεμβρίου 1922)
(Κ. Φαλτάιτς, «Ημερολόγιο», 14 Σεπτεμβρίου 1922)
Η πολύτιμη αυτή μαρτυρία ενός φιλομοναρχικού δημοσιογράφου, την ημέρα της συνειδητής καταστροφής της Σμύρνης από τους Τούρκους εθνικιστές, αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο συναισθήματα και δομές που συναντιούνται έως και σήμερα και αποτελούν -όπως φαίνεται- τον πυρήνα της νεοελληνικής ιδεολογίας και το σημείο αναφοράς του βαθέος κράτους και παρακράτους.... Η εξάλειψη της προσφυγικής Μνήμης υπήρξε κοινός τόπος όλων των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων που διαχειρίστηκαν τη μοίρα αυτού του τόπου. Ο Ελ. Βενιζέλος ασκώντας μια κυνική διπλωματία ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το '30 -με κύριο θύμα τόσο τις περιουσίες που άφησαν στις πατρίδες τους οι πρόσφυγες όσοι και την προσφυγική Μνήμη- προτείνει συμβολικά τον Μουσταφά Κεμάλ για Νόμπελ Ειρήνης. Ο ακροδεξιός, εθνικιστής και αντικομμουνιστής δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, εκφράζοντας τα ειλικρινή του συναισθήματα το 1938, μετονομάζει την Οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ και χαρίζει το σπίτι που γεννήθηκε ο Τούρκος δικτάτορας στο τουρκικό κράτος (σημερινό τουρκικό προξενείο). Οι νικητές του Εμφυλίου, εθνικιστές και αντικομμουνιστές -όπως και η χούντα των Απριλιανών- θα σεβαστούν απολύτως τη γραμμή Μεταξά, ενώ το ΚΚΕ θα ανακηρύξει τον Μουσταφά Κεμάλ -έναν τυπικό φασίστα του Μεσοπολέμου- σε δημοκράτη, μεταρρυθμιστή και προοδευτικό.
Βέβαια, κύριος καθεστωτικός εκφραστής των αντιπροσφυγικών συναισθημάτων ιστορικά υπήρξε η παραδοσιακή Δεξιά και οι μηχανισμοί της. Μέχρι τη στιγμή που ήρθε πρόσφατα στο φως ο περίφημος «συνωστισμός», που της έδωσε τη δυνατότητα να ξεπλυθεί από τις αμαρτίες του παρελθόντος, να ενδυθεί έναν φιλοπροσφυγικό μανδύα και να αρχίσει να θρηνεί υποκριτικά για τη Γενοκτονία του ελληνισμού της Ανατολής.
Ποιοι φυλάττουν τας Θερμοπύλας;
Σε κεντρικό επίπεδο και συμβολικά, η σύγκρουση των προσφύγων του '22 με το ελληνικό κράτος και την παραδοσιακή αρνητική του στάση έλαβε τέλος τη δεκαετία του '90 με την αναγνώριση της Γενοκτονίας που συνέβη στην Ανατολή και τη μερική αποδοχή του δικαιώματος ενσωμάτωσης στο κοινό νεοελληνικό αφήγημα της ιστορίας των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ετσι λοιπόν απέμειναν να φυλάττουν τας Θερμοπύλας της παραδοσιακής αντιπροσφυγικής καθεστωτικής ιδεολογίας κάποιοι εκ της νεοφιλελεύθερης κοσμοπολίτικης Δεξιάς και της αντίστοιχης Αριστεράς. Εκφραση αυτής της στάσης υπήρξε η πρόσφατη απουσία των δημάρχων Αθηνών και Θεσσαλονίκης (Καμίνη και Μπουτάρη αντίστοιχα) από τις εκδηλώσεις Μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στο χώρο της Αριστεράς, το ρόλο αυτό τον ανέλαβε εργολαβικά από το 2000 -έως και σήμερα- η λεγόμενη «ανανεωτική Αριστερά» και η εφημερίδα της. Γενικά η τάση αυτή υιοθέτησε μια γραμμή η οποία σίγουρα δεν συμβάδιζε με τα συναισθήματα των εγγονών του Γιάννη Πασαλίδη, αλλά με αυτά των εγγονών του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη...
Στον αντίποδα αυτής της συμπεριφοράς κινήθηκε ο «Δρόμος της Αριστεράς», η άλλη σημαντική εφημερίδα, απηχώντας τις θέσεις της μη καθεστωτικής Αριστεράς. Ο «Δρόμος» δεν έμεινε στα παλιομοδίτικα αντιπροσφυγικά στερεότυπα, αλλά πήγε παραπέρα. Ανοιξε τον ουσιαστικό διάλογο και έκανε ένα πολύ σημαντικό αφιέρωμα με τίτλο «Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος. Η Γενοκτονία στην Ανατολή», βασισμένο σε κείμενα Τούρκων ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων, όπως οι Taner Akcam, Fikret Baskaya, Ahmet Oral, Dogan Akanli, Attila Tuygan, Pervin Erbil κ.ά.
Ιστορικοί (εσ.) και Ιστορικοί (εξ.)
Για τα θέματα που διχάζουν έχουν ήδη αναπτυχθεί οι σχετικές σπουδές και έχουν αποφέρει έως τώρα τόσο συνέδρια επιστημονικά όσο και εκδόσεις. Οχι όμως στο ιστοριογραφικό περιβάλλον της Ελλάδας, αλλά στο εξωτερικό.... Χαρακτηριστικό ήταν το συλλογικό έργο που εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη με τίτλο «The Genocide of the Ottoman Greeks: Studies on the State-Sponsored Campaign of Extermination of the Christians of Asia Minor (1912-1922) and Its Aftermath: History, Law, Memory,» με την επιμέλεια των ιστορικών Tessa Hofmann, Matthias Bjornlund και Βασίλειου Μεϊχανετσίδη. Συμμετείχαν ιστορικοί εξειδικευμένοι σ' εκείνη την περίοδο όπως: J. Μουρέλος, R. Ντόνεφ, Ν. Hlamides, Μ. Stewart, Τ. Σταυρίδης, Leonard Jacobs, Alfred de Zayas, R. Levitsky, Μ. Bruneau και Παπουλίδης Κ., Α. Καλαϊτζίδης και D. Wallace, Abr. Der Krikorian και Ε. Taylor.
Λίγο νωρίτερα (2007) ο «International Association of Genocide Studies» (Ι.Α.G.S.), ο μόνος διεθνής επιστημονικός οργανισμός που μελετά το έγκλημα της Γενοκτονίας, είχε αναγνωρίσει ότι στις μεγάλες γενοκτονίες του 20ού αιώνα εντάσσονται και οι γενοκτονίες που πραγματοποίησε ο τουρκικός εθνικισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία....
Ολα αυτά όμως παραμένουν άγνωστα στη νεοελληνική κοινότητα των ιστορικών, η οποία φαίνεται αποκομμένη εντελώς από τα δρώμενα στο διεθνή χώρο. Μια τάση της προσπάθησε να παρέμβει στο διάλογο που προηγήθηκε της ψήφισης του «αντιρατσιστικού νομοσχεδίου» με ένα κείμενο, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να υπογραφεί από την πλειονότητα των πολιτών -και όχι μόνο των ιστορικών- που αντιτίθενται στην ποινικοποίηση της διαφορετικής άποψης, έστω και αν αυτή είναι η προσπάθεια των θυτών να απαλλαγούν από τα βάρη της πράξης τους. Ομως υπήρχε ένα σημείο που αποκάλυπτε παράλληλα και αναθεωρητικές προθέσεις: «Θεωρούμε ότι ο χαρακτηρισμός και η προσέγγιση μαζικών εγκλημάτων ως γενοκτονιών, εθνοκαθάρσεων ή σφαγών πρέπει να είναι αντικείμενο επιστημονικού και νηφάλιου δημόσιου διαλόγου και όχι νομοθετικής ρύθμισης και ποινικής τιμωρίας, με κίνδυνο να φιμώνεται κάθε αντίθετη στην κυρίαρχη άποψη, ακόμα και αυτή η ιστορική έρευνα και διδασκαλία». Κατανοώντας ότι στην καθ' ημάς Ανατολή υπάρχει μια ιδιαίτερη αντίληψη για το χρόνο -που αποκλίνει αρκετά από αυτήν της ορθολογιστικής Δύσης-, θα έπρεπε κάπως να ξεκαθαρίσουμε ότι ο «επιστημονικός και νηφάλιος δημόσιος διαλόγος» έχει ήδη ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του '80...
Η θέση αυτή του κειμένου, αφ' ενός φανέρωνε ότι οι συντάκτες δεν ενδιαφέρονται για τις γενοκτονολογικές σπουδές και ότι, επιπλέον, δεν παρακολουθούν τις σχετικές έρευνες και συζητήσεις εντός της διεθνούς κοινότητας των ιστορικών. Φανέρωνε παράλληλα τον προβληματικό τρόπο διαμόρφωσης της κεντρικής γραμμής ενός πολύ σημαντικού κόμματος της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Μια γραμμή που μπορεί να επηρεάζεται από τον ανυπόφορο επαρχιωτισμό και τις έωλες θέσεις, που δεν προέρχονται από ιστορική έρευνα, αλλά από την προκατειλημμένη ιδεολογική ματιά, υπερασπίζοντας κεκαλυμμένα την αντιδραστική αντιπροσφυγική κληρονομιά.
* Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, http://kars1918.wordpress.com/