Ντάτσα: Είναι ένα συνηθισμένο εξοχικό κατάλυμα των κατοίκων των πόλεων που περιβάλλεται από ένα μικρό κομμάτι γης ή από ένα μεγάλο κήπο. Αλλά για τους Ρώσους είναι επίσης μια ολόκληρη κουλτούρα για το πώς να περνάνε δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους. Η ευωδιά των ανθισμένων κερασιών, η απόλαυση μιας κούπας τσαγιού από το σαμοβάρ στη βεράντα, οι δροσερές φράουλες και τα φρεσκοκομμένα αγγουράκια απ’ τον κήπο, οι εξορμήσεις στο δάσος σε αναζήτηση … μανιταριών, είναι ορισμένα από τα αμετάβλητα χαρακτηριστικά της ρωσικής ζωής στην εξοχική ντάτσα.
«Ντάτσα» είναι «κάτι που δόθηκε». Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «davat’» - «δίνω». Οι πρώτες ντάτσες ήταν η ανταμοιβή της ευδόκιμου υπηρεσίας που έδιναν οι ρώσοι τσάροι στα μέλη της προσωπικής τους φρουράς, ήδη από τον 17ο αιώνα. Αυτό το «δώρο», μπορούσε να είναι ένα κομμάτι από ακριβό ύφασμα, χρήματα, ή ένα γεωτεμάχιο. Ωστόσο, αυτό το κομμάτι γης που «δίνονταν», δεν το αντιλαμβάνονταν τότε όλοι σαν ένα μέρος που θα μπορούσαν να περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Αυτή η συνήθεια ξεκίνησε από τον αυτοκράτορα Πιότρ Ι (Μεγάλο Πέτρο). Αιώνες μετά, η «ντάτσα» ήταν ένα μικρό εξοχικό σπίτι μέσα σε έναν κλήρο γης, που οι σοβιετικές αρχές πλέον, «έδιναν» σε εκπροσώπους της κρατικής και κομματικής ελίτ, σε ανθρώπους του Πολιτισμού και της Επιστήμης, αλλά και σε απλούς εργαζόμενους στους κρατικούς οργανισμούς και στα εργοστάσια.
Η παρακαταθήκη του Μεγάλου Πέτρου
Ας γυρίσουμε όμως πίσω στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου. Ο ρώσος τσάρος άρχισε να δωρίζει στους ευγενείς του περιβάλλοντός του μικρές εκτάσεις γης στα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης. Οι αυλικοί του Πιότρ, είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν για το καλοκαίρι στις πατρογονικές τους επαύλεις. Οι εξοχικές τους όμως κατοικίες βρίσκονταν συχνά σε απομακρυσμένες περιοχές της Ρωσίας. Η διαδρομή μέχρι τα κτήματα των ευγενών μπορούσε να διαρκέσει ένα μήνα ή ακόμα και περισσότερο.
Πηγή: ITAR-TASS
Με τη διανομή γης κοντά στην πρωτεύουσα, ο Μεγάλος Πέτρος έλυσε μονομιάς δύο προβλήματα: Αναβάθμισε, «στέριωσε» γεωγραφικά και κοινωνικά τη νέα ρωσική πρωτεύουσα και εξασφάλισε την παρουσία των αυλικών του σε κοντινή απόσταση. Επίσης, έτσι προσπάθησε να διδάξει τους αριστοκράτες πώς να περνάνε ρωσικές καλοκαιρινές διακοπές με ευρωπαϊκό τρόπο: Χωρίς δηλαδή να μένουν μακριά απ’ τις δουλειές τους (τις κρατικές υποθέσεις στη Ρωσική Αυτοκρατορία τις χειρίζονταν οι ισχυροί ευγενείς) για τρεις έως πέντε μήνες. Σαν αποτέλεσμα αυτής της «μεταρρύθμισης», οι πλούσιοι ευγενείς άρχισαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους με τις σικ βίλες-παλάτια που έχτιζαν στην εξοχή της Αγίας Πετρούπολης.
Εξοχικά για τους διανοούμενους
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, η ντάτσα έπαψε να αποτελεί προνόμιο της αριστοκρατίας. Οι κάτοικοι των πόλεων άρχισαν να νοικιάζουν από τους χωρικούς καλύβες και μικρά σπίτια για το καλοκαίρι. «Οι μουζίκοι συνήθισαν τόσο πολύ να ακούν από τους αστούς ενοικιαστές τους την ερώτηση: «Βεράντα έχει;», που άρχισαν να χτίζουν βεράντες όπου έβρισκαν. Ένα μπαλκόνι για δύο άτομα στον πρώτο όροφο που στηρίζεται από δύο δοκάρια καρφωμένα στον τοίχο, περνούσε σαν μια «αυθεντική χωριάτική βεράντα. Το πάτωμα σε αυτό το αίθριο έτριζε, στις ρωγμές ανάμεσα στις ξύλινες σανίδες σφηνώνονταν πόδια από καρέκλες, αλλά παρ’ όλα αυτά, το εξοχικό σπίτι νοικιαζόταν αμέσως», αναφέρεται σε χρονογράφημα της εποχής.
Ήδη, το 1803, ο ιστορικός Καραμζίν παρατηρούσε ότι το καλοκαίρι η Μόσχα αδειάζει. Οι κάτοικοι της μεγάλης πόλης έχουν μια τάση φυγής προς τα προάστια. Η ενοικίαση ντάτσας για κάθε σοβαρό αστό θεωρείται πλέον ζήτημα τιμής. Με αυτό τον τρόπο επεδείκνυαν τη φροντίδα για την υγεία της οικογένειας και την προθυμία τους να συμβαδίσουν με τη μόδα της εποχής. Αλλά η πραγματική έκρηξη της εξοχικής κατοικίας έγινε στα μέσα του 19ου αιώνα, με την έλευση των ρωσικών σιδηροδρόμων.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να μεταναστεύουν στις μεγάλες πόλεις για να βγάλουν περισσότερα χρήματα και να βελτιώσουν τη ζωή τους. Εμφανίστηκαν τα πρώτα προβλήματα στην εξεύρεση αξιοπρεπούς κατοικίας. Και η ντάτσα αποτελούσε πλέον μια διέξοδο. Μια ευκαιρία για να ζήσουν τουλάχιστον τρεις έως τέσσερις μήνες ελεύθερα, χωρίς να εγκλωβίζονται στα λίγα τετραγωνικά του μικρού δωματίου που έμεναν στην πόλη. Οι φοιτητές συχνά νοίκιαζαν ένα εξοχικό ομαδικά. Αλλά και οι οικογένειες των κρατικών αξιωματούχων, των εμπόρων και των εκπροσώπων της διανόησης, η αναδυόμενη μεσαία τάξη, από χρόνο σε χρόνο νοίκιαζαν τα ίδια εξοχικά σπίτια για τις διακοπές τους. Άρχισαν να αναπτύσσονται οι πρώτοι παραθεριστικοί οικισμοί. Εκεί, οι κατοικίες χτίζονταν ειδικά για ενοικίαση στους κατοίκους των αστικών κέντρων, και, έτσι, σιγά-σιγά εμφανίστηκε η έννοια «ντάτσνικ», ο ένοικος της παραθεριστικής ντάτσας.
«Ντάτσα»: Το δεύτερο σπίτι των σοβιετικών
Κατά τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου και ερήμωσης στη χώρα, η καλοκαιρινή ζωή στην εξοχή, φυσικά ξεχάστηκε. Όμως, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 άρχισαν να εμφανίζονται νέοι παραθεριστικοί συνεταιρισμοί: Η ντάτσα επανέκαμψε! Οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα συνδικάτα, άρχισαν που διανέμουν γη στους υψηλότερα αμειβόμενους εργαζομένους. Σε αυτές τις ντάτσες ξεκουράζονταν οι εκπαιδευτικοί, οι μηχανικοί, οι συγγραφείς και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Υπήρχαν, επίσης, και ειδικές κρατικές ντάτσες, που δίνονταν σε στελέχη του κρατικού μηχανισμού, και περνούσαν από το ένα στο άλλο.
Μέχρι το 1940 οι ντάτσες ήταν ένα σημάδι ότι κάποιος ανήκει στη νέα σοβιετική ελίτ. Όμως, μετά τον πόλεμο, η κατάσταση άλλαξε. Για πολλούς ανθρώπους, το γεωτεμάχιο στην εξοχή έγινε, εκτός από τόπο θερινής διαμονής και εκδρομικό προορισμό του σαββατοκύριακου, ένα μέσο επιβίωσης. Εδώ, η οικογένεια μπορούσε να καλλιεργήσει τα λαχανικά και τα φρούτα για το τραπέζι της. Κάτι που της επέτρεπε να αυτοσυντηρηθεί με κάποια σχετική άνεση. Οι απλοί πολίτες μπόρεσαν να αποκτήσουν τις δικές τους ντάτσες, μόνο την εποχή διακυβέρνησης του Νικήτα Χρουστσόφ (1953-1964). Τότε, άρχισαν να εμφανίζονται οι λεγόμενοι «κηπευτικοί συνεταιρισμοί». Στις μεγάλες επιχειρήσεις και οργανισμούς, το κράτος διέθεσε μεγάλες εκτάσεις γης, και οι φορείς, με τη σειρά τους, διαμοίρασαν τη γη ανάμεσα στους εργαζομένους τους. Όμως, λόγω του περιορισμένου αριθμού των κλήρων γης, τύχαινε καμιά φορά μια ντάτσα (με το «οικόπεδο» της) να έχει δοθεί σε ομάδα 10-15 ατόμων. Σε αυτή τη ντάτσα, οι «ιδιοκτήτες» ξεκουράζονταν στη διάρκεια του χρόνου με τη σειρά.
Μια ρωσική ιδιαιτερότητα
Η «ντάτσα» δεν ήταν μια απλή εξοχική κατοικία. Έγινε ταυτόχρονα, το παραθεριστικό και το αγροτικό σπίτι για τους κατοίκους των πόλεων. Στη ντάτσα πήγαιναν την άνοιξη οι αστοί για να φυτέψουν σειρές από καρότα και πατάτες, και το φθινόπωρο για να μαζέψουν τη μικρή, αλλά δική τους σοδειά. Ωστόσο, το κράτος, βλέποντας στις μικρές ιδιωτικές προσπάθειες στην καλλιέργεια οπωροκηπευτικών οικονομικό όφελος -μια δυνητική «απειλή» για το σοσιαλιστικό καθεστώς- επέβαλλε περιορισμούς στη διανομή αυτών των γεωτεμαχίων μέχρι τα 0,06 εκτάρια (600 τετρ. μέτρα), ή όπως έγιναν πιο ευρέως γνωστά στο λαό, τα «έξη κατοστάρικα» γης. Αλλά ακόμη και σε αυτό το κομμάτι γης, οι άνθρωποι της πόλης κατάφεραν να χωρέσουν όλα τους τα θερινά όνειρα: Σπίτι, ξεχωριστή εξωτερική κουζίνα, περιβόλια, θερμοκήπια, παρτέρια με λουλούδια... Οι παραδόσεις της ρωσικής ντάτσας παραμένουν αμετάβλητες μέχρι σήμερα: Αφήνουμε την οικογένεια στην εξοχή για όλο το καλοκαίρι, απολαμβάνουμε το τσάϊ μας στη βεράντα ή στο κιόσκι, αξίες διαχρονικές…
Η ιστορικός Όλγα Μαλινόβα-Ντζιαφέτα, εξηγεί τους λόγους αυτής της μεγάλης αγάπης των ρώσων για τις ντάτσες τους: Είναι η λαχτάρα να αποκτήσουν το δικό τους κομμάτι γη, είναι η συνέχεια μιας μακραίωνης αγροτικής παράδοσης στη Ρωσία που διακόπηκε απότομα από τη κολεκτιβοποίηση, που στέρησε άγαρμπα από τους ανθρώπους την ιδιωτική τους περιουσία, …. τη δική τους γη. Η ντάτσα, αν και σε απαιτεί συνεχή σωματική εργασία, διαθέτει ελάχιστες ανέσεις και οδηγεί σε ένα σχεδόν υποχρεωτικό αγώνα για τη συγκομιδή, είναι το ίδιο ρωσικό αρχέτυπο, όπως το γούνινο καπέλο σάπκα «ουσάνκα» (με αυτιά) και η μπαλαλάϊκα. Από το Μάϊο, κάθε Παρασκευή βράδυ, όταν η εργάσιμη εβδομάδα έχει τελειώσει, σε όλη τη Ρωσία εκατοντάδες χιλιάδες αυτοκίνητα εγκαταλείπουν τις πόλεις, με το σαλόνι φορτωμένο με φυτώρια τομάτας σε χάρτινες κούτες από γάλα και σε πλαστικά δοχεία από γιαούρτι «σμετάνα». Προορισμός, η ντάτσα!