Γράφει ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ
Όσο περιπετειωδώς μπήκε άλλο τόσο αλλοπρόσαλλα δεν έλεγε να… βγει από την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1965. Μια πορεία κρίσης, ανάμεσα στο Παλάτι και στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, που εκδηλώθηκε ανοικτά (υπέβοσκε από πολύ νωρίτερα) περί τα τέλη Ιουνίου και πήρε μορφή «καταιγίδας» από την 15η Ιουλίου κι έπειτα, είχε
διαπεράσει στο σύνολο του πληθυσμού.
Όσο περιπετειωδώς μπήκε άλλο τόσο αλλοπρόσαλλα δεν έλεγε να… βγει από την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1965. Μια πορεία κρίσης, ανάμεσα στο Παλάτι και στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, που εκδηλώθηκε ανοικτά (υπέβοσκε από πολύ νωρίτερα) περί τα τέλη Ιουνίου και πήρε μορφή «καταιγίδας» από την 15η Ιουλίου κι έπειτα, είχε
διαπεράσει στο σύνολο του πληθυσμού.
Η Αθήνα κυρίως αλλά και η υπόλοιπη χώρα βρίσκονταν καθημερινά «επί ποδός πολέμου» σε χειμαρρώδεις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για την πτώση της κυβέρνησης, στις οποίες πρωτοστατούσαν οι οπαδοί της Ενώσεως Κέντρου, του κόμματος του 52,71% καθώς κι εκείνοι της Αριστεράς, της ΕΔΑ.
Από την άλλη είχε σχηματιστεί μέτωπο από τους «αποστάτες» της Ενώσεως Κέντρου, οι οποίοι είχαν συγκροτήσει τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις, τη Δεξιά ΕΡΕ (κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μέχρι τα Ιουλιανά) και το μικρό Κόμμα Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη.
Εύκολα κατέπεσαν οι δύο πρώτες κυβερνήσεις των «αποστατών», αυτή του Γεωργίου Αθανασιάδη- Νόβα κι εκείνη του Ηλία Τσιριμώκου. Η τρίτη όμως, του Στέφανου Στεφανόπουλου κατάφερε (μετά τις τελευταίες αποχωρήσεις βουλευτών της Ε.Κ.) να πάρει, έστω οριακά, με 152 υπέρ και 148 κατά, ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Κι αυτό συνέβη, τα ξημερώματα της 25ης Σεπτεμβρίου, σε μια θυελλώδη συνεδρίαση με συνεχείς ύβρεις από βουλευτές κατά συναδέλφων τους και με διαρκείς διακοπές των ομιλητών.
Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων, λίγο πριν από την έναρξη της σχετικής ψηφοφορίας. Από βήματος ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ε.Κ. Νικόλαος Μπακόπουλος ερωτούσε την κυβέρνηση (των «αποστατών») αν όντως, όπως ακουγόταν, είχε αποφασίσει να απαγορεύσει τις συγκεντρώσεις. Τότε σηκώθηκαν από τα έδρανά τους να του απαντήσουν βουλευτές της ΕΡΕ, οπότε ο ομιλητής, δεινός ρήτορας, τους απηύθυνε το λόγο:
«Δεν ερωτώ τους κηδεμόνας, ερωτώ τον αρμόδιον υπουργόν»!
Αυτό ήταν. Επακολούθησε πανδαιμόνιο. Το πώς κατάφερε ο προεδρεύων του Σώματος να φτάσει στην ψηφοφορία ήταν ένας πραγματικός άθλος!