| ||||||||||||||
Ἀνήκει στὴν ἱερὴ φάλαγγα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων.
Γεννήθηκε τὸ 270 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306 – 337) καὶ τοῦ γιοῦ του Κωνστάντιου (337 – 361).
Γενέθλια πατρίδα του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶχε ὄχι τὴν Τριμυθούντα τῆς Κύπρου, ὅπως γράφουν πολλοὶ καὶ ποὺ σήμερα εἶναι ἕνα μικρὸ χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Τρεμετουσία, ἀλλὰ τὴν γειτονική της κωμόπολη Ἄσσια.
Αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος, πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Λευκωσίας καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. «Οὗτος οὒν ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἀγροῖκος μὲν ἣν εἰπεῖν κατὰ τὴν ἀνατροφήν, ἐν χωρίῳ Ἀσκὶα καλουμένω γεννηθεῖς εἰς τὴν Κυπρίων ἐπαρχίαν». Τὸ χωριὸ Ἀσκὶα (πιὸ σωστὰ Ἄσκια) εἶναι ἡ γνωστὴ κωμόπολη τῆς Ἄσσιας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Τριμυθούντα. «Ἀγροῖκος» σημαίνει ἄνθρωπος ἁπλοϊκός, ἄνθρωπος ποὺ δὲν σπούδασε, δὲν ἔμαθε νὰ γράφει καὶ νὰ διαβάζει καλά.
Ἄνθρωπος, ὅπως λέμε ἐμεῖς σήμερα τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ κάμπου. Ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου· καὶ τέτοιος πραγματικὰ ἦταν ὁ Ἅγιός μας. Τέτοιοι ἦσαν καὶ οἱ γονεῖς του. Ἄνθρωποι ἀγρότες, φτωχοί, ἀλλὰ πολὺ ἐνάρετοι καὶ πιστοί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ παιδί τους τὸ ἀνέθρεψαν μὲ προσοχὴ καὶ φόβο θεοῦ. Τὸ ἀνέθρεψαν, ὅπως λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὸν μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι τὸν ἀνέθρεψε ἡ γιαγιά του Λωΐδα καὶ ἡ μητέρα του Εὐνίκη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».
Μόρφωση καὶ ζωὴ
Γράμματα ὁ Ἅγιος δὲν ἔμαθε πολλά. Οὔτε φοίτησε σὲ ἀνώτερες Σχολές, ὅπως οἱ ἄλλοι μεγάλοι ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως, τὸ βιβλίο τοῦ θεοῦ, ἦταν ὁ καθημερινὸς καὶ ἀχώριστος σύντροφός του. Ὅπου πήγαινε, μαζί του τὴν ἔπαιρνε. Μαζί του στὸ σπίτι. Μαζί του καὶ ὅταν ὁδηγοῦσε τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, γιατί ἦταν βοσκός. Μέσα στὸ σακίδιό του, τὴν γνωστὴ κυπριακὴ βούρκα στὴν ὁποία εἶχε βαλμένο τὸ λιτό του γεῦμα, εἶχε καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μὰ καὶ ἀξιομίμητη ἀλήθεια ἦταν τούτη ἡ συνήθειά του! Νὰ τὴν ἐξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τοῦτο προσθέτουμε:
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τὸν πλατύ, ὅταν τὰ πρόβατα βοσκᾶνε, ὁ Σπυρίδων καθισμένος κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο κάποιου δένδρου ἢ πάνω σὲ κάποιο ψήλωμα μελετοῦσε μ’ εὐφροσύνη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν τὸν Δαβὶδ ἔψαλλε καὶ δοξολογοῦσε τὰ μεγαλεῖα του. Πολλὲς φορὲς ἀκόμη καλοῦσε κοντά του τοὺς ἄλλους βοσκοὺς καὶ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη παραδειγματική τοὺς δίδασκε τοῦ Θεοῦ τὸν νόμο, καὶ ἀγωνιζόταν ὦρες νὰ ὁδηγήσει τὶς ψυχές τους στὰ χλοερὰ λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἀπὸ τὰ πρῶτά του βήματα τὸ λουλούδι αὐτὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φρόντιζε νὰ σκορπίσει παντοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ἀρώματα. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν γύρω του, μὰ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσή του, τὸν ἀνέβαζε καὶ σὲ ψηλότερες βαθμίδες ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς τελειώσεως. Καὶ γινόταν γιὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς ἐποχῆς του, ἐποχῆς σκληρῶν διωγμῶν καὶ εἰδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους καὶ χριστιανικῆς ὁμολογίας. Στὸν διωγμό, ποὺ ἐξαπέλυσε ἐνάντια στοὺς χριστιανοὺς ὁ Μαξιμίνος (308 – 313) συνελήφθη καὶ ὁ ἱερὸς Σπυρίδων. Ὁ φλογερὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ ἐπίσκοπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοηθεῖ. Τὰ βασανιστήρια πολλά. Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὅπως μᾶς λέγει κάποιος συναξαριστής, εἶχε ἐξαρθρωθεῖ καὶ τὸ πόδι του καὶ εἶχε βλαφθεῖ καὶ τὸ ἕνα του μάτι.
Τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἀγάπη του ὅμως στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν μπόρεσε νὰ μειώσει. Μιὰ εὐφροσύνη πλημμύριζε ὁλόκληρο τὸ εἶναι του, σὰν σκεφτόταν ὅτι ἔπασχε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Σωτήρα Χριστό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». (Ρωμ. η’ 18), ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε ἀπὸ μέσα του, σὰν δεχόταν τὰ ραπίσματα καὶ τοὺς ἄλλους ἐξευτελισμούς.
Ὁ Ἅγιος δημιουργεῖ οἰκογένεια
Μὰ καὶ στὶς ἡμέρες τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς ποὺ ἀπολάμβανε μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ποὺ ἔγινε πιθανὸν ὕστερα ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ἡ φλόγα τῆς πίστεώς του στὸν Χριστὸ ἔμεινε ἀμείωτη καὶ ἡ ἀγάπη του πάντα ὑποδειγματική.
Εἶπα στὶς ἡμέρες τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, γιατί νέος ὁ Ἅγιός μας, κατόπιν πιέσεως τῶν γονιῶν του δημιούργησε οἰκογένεια. Δυστυχῶς ὅμως πολὺ νωρὶς ἔχασε τὴν προσφιλή του σύντροφο. Τὴν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι ὁ Σπυρίδων ἔμεινε μόνος μὲ συντροφιὰ τὴν χαριτωμένη κόρη του, τὴν Εἰρήνη του. Ὁ πόνος ὑπῆρξε μεγάλος. Ὅμως, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε. Τὰ λόγια του πολύαθλου Ἰῶβ ἦταν πάντα στὸ στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἰῶβ α’ 21). Παρηγοριὰ στὴν θλίψη του βρῆκε πάλι στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιατί μόνο τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ τὶς στιγμὲς αὐτὲς εἶναι ἱκανὰ νὰ ξεκουράσουν ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν σωτηρία.
Ἡ πανθομολογουμένη ἀπὸ ὅλους εὐσέβεια καὶ ἀρετή του κατέστησε τὸν Ἅγιο σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό, ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Σ’ αὐτὸν ἔβρισκαν καταφύγιο οἱ δυστυχισμένοι. Αὐτὸν εἶχαν προστάτη οἱ πονεμένοι. Αὐτὸν ἔβλεπαν πατέρα τὰ ὀρφανά. Σὲ κάθε ἀνάγκη σ’ αὐτὸν κατέφευγαν ὅλοι, γιατί στὸ πρόσωπό του ἦταν βέβαιοι πὼς θὰ βρίσκανε αὐτὸ ποὺ ἤθελαν, αὐτὸ ποὺ ποθοῦσαν. Τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση.
Ὁ Σπυρίδων ποιμένας ψυχῶν
Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ὁ ἱερέας τοῦ τόπου ἐκείνου, μικροὶ καὶ μεγάλοι μ’ ἕνα στόμα τὸν Σπυρίδωνα κάλεσαν καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ χειροτονηθεῖ ποιμένας τῶν ψυχῶν τους. Ἀργότερα κλῆρος καὶ λαὸς μὲ τὶς παρακλήσεις τους πάλι ἀνέδειξαν τὸν Ἅγιο πρῶτο Ἐπίσκοπό της Τριμυθοῦντος. Καὶ τὴν θέση αὐτὴ τίμησε καὶ δόξασε ὅσο κανένας ἄλλος ὁ ἁπλοϊκὸς βοσκός. Τὴν τίμησε καὶ τὴν δόξασε, γιατί ἦταν ὁ πράος καὶ ταπεινός. Τὰ λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἦταν γι’ αὐτὸν σύνθημα ζωῆς, ἦταν καθημερινὸ βίωμα.
Ὁ Σπυρίδων ἦταν ἀκόμη ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης καὶ καλοσύνης. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ἦταν πάντα ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε ξένο καὶ περαστικό, καὶ γιὰ κάθε ὁδοιπόρο. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «τὴν φιλοξενίαν διώκετε» ἦταν γι’ αὐτὸν τρόπος ζωῆς. Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος ἐρχόταν σπίτι του ἔπρεπε νὰ καθίσει νὰ ξεκουραστεῖ, νὰ διανυκτερεύσει, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ. Πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος μιμούμενος τὸν Κύριο ἔφερνε νερὸ καὶ ἔπλενε μὲ ἀγάπη τὰ πόδια τῶν κουρασμένων στρατοκόπων γιὰ νὰ τοὺς ξεκουράσει. Σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του ὁ ταπεινὸς καὶ πράος ἐκπρόσωπος τῆς νέας πίστεως ἦταν ὁ γνήσιος ἀκόλουθος Ἐκείνου, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ ἁγιότητά του ὑπῆρξε θαυμαστῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς πλούσια τὸν ἀντάμειψε ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή. Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Θαύματα μεγάλα, ἀναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωκε τὴν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ. Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα θὰ ἀναφερθοῦν καὶ ἐδῶ. Ἀξίζει νὰ δοῦμε καὶ νὰ γνωρίσουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ μὲ σταθερότητα καὶ εἰλικρίνεια ἀληθινὴ τοῦ δίδουν τὴν καρδιά τους.
Θαύματα
1. Κάποτε ἡ Κύπρος ὑπέφερε ἀπὸ ἀνομβρία. Πείνα μεγάλη καὶ ἀρρώστιες πολλὲς μάστιζαν κυριολεκτικὰ τὸν δυστυχισμένο τόπο. Πολλοὶ πέθαιναν κάθε μέρα. Ἡ κατάσταση ἦταν τραγική. Ἕνας Ἠλίας ἢ κάποιος ἄλλος ὅμοιός του χρειαζόταν τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες, γιὰ νὰ ἀνοίξει τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ Ἅγιός μας. Ὁ πόνος τοῦ λαοῦ του τὸν ἔσπρωξε σὲ βαθιὰ καὶ κατανυκτικὴ προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Βροχὲς πολλὲς καὶ εὐεργετικὲς ἄρχισαν νὰ πέφτουν σ’ ὅλο τὸν τόπο. Καὶ ὅταν αὐτὲς συνεχίζονταν μὲ κίνδυνο τὸ κακὸ νὰ γίνει μεγαλύτερο παρὰ τὴν ἀνομβρία, τότε καὶ πάλι οἱ προσευχὲς τοῦ Ἁγίου τὶς σταμάτησαν. Τὸ πονεμένο νησὶ ἀνέπνευσε. Γεννήματα ὅλων τῶν εἰδῶν πλημμύρισαν τοὺς κάμπους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δόξασαν τὸν Μεγάλο Πατέρα, ποὺ τόσο γρήγορα καὶ μὲ τόση σπουδὴ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὰ δεινά.
Ἰδιαίτερα ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου ἐκδηλωνόταν γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους. Σ’ αὐτοὺς ἦταν ἀδύνατο ὁ φιλάνθρωπος Ἐπίσκοπος νὰ ἀρνηθεῖ τὴν βοήθεια καὶ τὴν προστασία του.
2. Κάποτε πάλι μεγάλη ἀκαρπία καὶ δυστυχία κτύπησε τὸ πολύπαθο νησί. Οἱ πλούσιοι καὶ ὅσοι εἶχαν γεννήματα στὶς ἀποθῆκες ἔτριβαν τὰ χέρια ἀπὸ χαρά. Εὐκαιρία ἔλεγαν νὰ αὐξήσουμε τὰ πλούτη μας. Ἕνας φτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κατέφυγε σ’ ἕναν τέτοιο πλούσιο καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δανείσει λίγο σιτάρι γιὰ νὰ θρέψει τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψει ἢ νὰ τοῦ τὸ πληρώσει μόλις μπορέσει. Ὁ σκληρὸς πλούσιος στὰ δάκρυα καὶ τὶς παρακλήσεις τοῦ πτωχοῦ ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Καμιὰ συμπάθεια, καμιὰ συμπόνια δὲν ἔδειξε ἡ πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ὁ φτωχὸς σηκώθηκε καὶ κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου. Μὲ πόνο ψυχῆς τοῦ ἀνέφερε τὸ πρόβλημά του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὴν στάση τοῦ πλουσίου ἀπέναντί του. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν ἤκουσε, τὸν ἐνίσχυσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τὴν ἑπομένη ἡμέρα. «Αὔριο, τοῦ εἶπε προφητικά, αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε πρὸ ὀλίγου νὰ σὲ βοηθήσει, θὰ σὲ παρακαλεῖ ὁ ἴδιος νὰ σοῦ δώσει ὅσο σιτάρι θέλεις. Καὶ τὸ σπίτι σου θὰ γεμίσει ἀπὸ γεννήματα».
Μὲ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ προανήγγελλε ὁ Ἅγιος αὐτά, ποὺ θὰ γινόντουσαν τὴ νύκτα. Τὰ μεσάνυκτα βροχὴ καταρρακτώδης ἄρχισε νὰ πέφτει σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Οἱ ἀποθῆκες τοῦ πλουσίου γκρεμίστηκαν καὶ τὰ γεννήματά του πλημμύρισαν τοὺς δρόμους. Κλαίοντας ὁ πλούσιος ἔτρεχε καὶ παρακαλοῦσε τοὺς πτωχοὺς νὰ πάρουν ὅσα θέλουν.
— «Πάρτε, ἀδελφοί μου, τοὺς ἔλεγε. Πάρτε νὰ περάσετε. Δὲν θέλω χρήματα».
Τὰ λόγια του Ἁγίου ἐπαλήθευσαν. Οἱ πτωχοὶ πῆραν καὶ δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του. Πῆρε καὶ ὁ πτωχός μας καὶ εὐχαρίστησε καὶ αὐτὸς τὸν Μεγάλο Πατέρα ποὺ κανένα δὲν ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μεριμνᾶ. Ἡ χαρὰ ξαναγύρισε στὶς πονεμένες καρδιές. Οἱ μορφὲς ἄλλαξαν. Μόνον τῶν πλουσίων ἡ καρδιὰ ἔμεινε ἡ ἴδια σκληρὴ καὶ ἀνάλγητη.
3. Μιὰ μέρα, ἕνας ἄλλος πτωχὸς μὲ πολυμελὴ οἰκογένεια κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ζήτησε ἕνα δάνειο. Τὸ ἤθελε γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του σ’ ἕναν πλούσιο, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ τοῦ πωλήσει τὸ σπίτι του. Ποῦ νὰ βρεῖ ὅμως ὁ Ἅγιος ἕνα τόσο μεγάλο ποσό; Στὸν πόνο ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν τὰ πικρὰ δάκρυα τοῦ πτωχοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν θλίψη σπάραζε, ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος καταστενοχωρημένος ἄρχισε νὰ βηματίζει. Ξάφνου ἐκεῖ μπροστά του πῆρε τὸ μάτι του ἕνα φίδι νὰ σέρνεται μέσα στὴν πρασινάδα. Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ του τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν, ποὺ στὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ τ’ ἀφῆκε νὰ πέσει στὴ γῆ καὶ ἔγινε φίδι. «Ἂς ἦταν, Κύριε, τὸ φίδι αὐτὸ νὰ γινόταν χρυσάφι γιὰ τὸν πτωχὸ αὐτὸν οἰκογενειάρχη, εἶπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Ἂς γινόταν χρυσάφι, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα σου», ξανάπε καὶ σήκωσε τὸ χέρι. Τὸ φίδι σταμάτησε. Καὶ ὁ Ἅγιος ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Στὸ χέρι του τὸ σιχαμερὸ ἑρπετὸ μεταμορφώθηκε καὶ ἄστραψε τώρα χρυσαφένιο.
- Πάρτο, παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος μὲ καλοσύνη. Πάρτο νὰ κάμεις τὴν δουλειά σου.
Καὶ ὁ πτωχὸς γεμάτος χαρὰ πῆρε τὸ χρυσάφι καὶ ἔτρεξε καὶ τὸ ἔδωκε ἐνέχυρο στὸν πλούσιο δανειστή. Ὅταν ἀργότερα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πλήρωσε τὸ χρέος του, ὁ δανειστὴς τοῦ ἐπέστρεψε τὸ χρυσαφένιο ἐνέχυρο. Καὶ ὁ πτωχὸς τὸ πῆρε καὶ μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸ γύρισε στὸν Ἅγιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸ ἔλαβε στὰ χέρια, ἔστρεψε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, δόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του καὶ ὕστερα τὸ ἔριξε στὴ γῆ. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Τὸ χρυσάφι ἔγινε καὶ πάλι φίδι καὶ ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους.
4. Τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὰ λογικά του πρόβατα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ αὐτά, μᾶς τὴν δείχνει καὶ τοῦτο τὸ γεγονός.
Κάποτε ἕνας καλὸς καὶ ἐνάρετος χριστιανός, ποὺ ἦταν καὶ στενὸς φίλος τοῦ Ἁγίου, συκοφαντήθηκε ἀπὸ μερικοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν φθονοῦσαν, στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως. Ἡ συκοφαντία ἦταν βαριά. Καὶ ὁ ἄρχοντας, μόλις τὴν ἄκουσε ἔσπευσε νὰ ἐπιβάλει στὸν ἄνθρωπο σὰν τιμωρία τὸν θάνατο. Ἡ εἴδηση ἔφτασε καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθῶος. Τί κάμνει; Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ξεκινᾶ νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν φίλο του καὶ νὰ δεῖ, ἂν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἦταν, ὅμως, χειμώνας. Μιὰ δυνατὴ βροχή, ποὺ εἶχε πέσει πρὶν λίγη ὥρα ἔκαμε νὰ ξεχειλίσει ἕνας χείμαρρος, ποὺ βρισκόταν στὴ μέση του δρόμου. Ἀπὸ κανένα μέρος δὲν ὑπῆρχε πέρασμα. Τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ κυλιόνταν μὲ πολλὴ ὁρμή. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ τὰ ἀναθέτει ὅλα στὸν Θεό, δὲν τὰ ἔχασε. Ἐκεῖ ποὺ στεκόταν καὶ συλλογιζόταν τί νὰ κάμει, ἦρθε στὸν νοῦ του ἡ περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅταν πέρασε καὶ αὐτὸς τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης καὶ τὸν λαό. Σήκωσε στὴ στιγμὴ τὰ χέρια, ψιθύρισε μία θερμὴ προσευχὴ καὶ ὕστερα μὲ φωνὴ δυνατὴ φώναξε κι εἶπε:
— Ποτάμι στάσου. Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ καλεῖ νὰ πάω νὰ γλυτώσω τὸν φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, νὰ περάσω.
Τὴν ἴδια ὥρα τὰ ὁρμητικὰ νερὰ τοῦ χείμαρρου, ποὺ λὲς καὶ κτυποῦσαν σ’ ἕνα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Ἔπαψαν νὰ κυλοῦνε. Οἱ φυσικοὶ νόμοι παραμέρισαν, καὶ ἕνας δρόμος ἄνοιξε μπροστά τους. Τὰ πλήθη, ποὺ στέκονταν ἐκεῖ καὶ μὲ ἀγωνία περίμεναν πότε νὰ καλμάρουν τὰ νερά, γιὰ νὰ περάσουν καὶ αὐτοὶ στὴν ἄλλη μεριά, μπροστὰ στὰ ὅσα ἔβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Ἔκαμαν τὸν σταυρό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο, ποὺ προχώρησε καὶ πέρασε πρῶτος. Ὅταν ἔφθασαν στὴν πόλη, διηγήθηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὰ ὅσα εἶδαν. Ὅσοι τ’ ἄκουσαν ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ χαρίτωσε τόσο πλούσια τὸν Ἅγιό τους. Τὴν εἴδηση ἔμαθε καὶ ὁ ἄρχοντας. Μεγάλη ἔκπληξη δοκίμασε καὶ αὐτός. Καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος τὸν πλησίασε, ἔσπευσε μὲ συγκίνηση καὶ χαρὰ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸν θανατοποινίτη φίλο του καὶ μαζὶ γύρισαν στὴν πόλη. Τί ὡραία ἀλήθεια, ἂν ὅλοι οἱ πνευματικοὶ ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατά τους! Πόσο διαφορετικός, ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν ὁ κόσμος!
Ὁ Ἅγιος πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ διαβάζει τὶς μυστικὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ἀκόλουθα δυὸ περιστατικὰ εἶναι ἀρκετὰ νὰ βεβαιώσουν καὶ τούτη τὴν ἀλήθεια.
Κάποτε ὁ Ἅγιος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν φίλο καὶ μαθητή του Τριφύλλιο, τὸν πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κερύνεια. Πήγαιναν ἐκεῖ γιὰ κάποια ἐργασία. Ὁ δρόμος περνοῦσε ἀπὸ τὴν Κυθρέα. Ἦταν ἄνοιξη καὶ ἡ φύση γύρω μιὰ ἀληθινὴ ζωγραφιά. Τὰ δένδρα ἀνθισμένα. Τὰ πουλιὰ χαρούμενα κελαηδοῦσαν γλυκὰ καὶ πετοῦσαν ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί. Στὸ βουνὸ τὰ κοπάδια βοσκοῦσαν λαίμαργα τὸ πλούσιο χορτάρι μὲ τὰ μύρια λουλουδάκια, ποὺ μὲ τὴν εὐωδία ποὺ σκορποῦσαν λὲς καὶ δοξολογοῦσαν καὶ Αὐτὸν τὸν Δημιουργό. Ἐκεῖ ποὺ βάδιζαν ἀργὰ – ἀργά, γιατί ἦταν ἀνηφορικὸ τὸ μονοπάτι, σὲ κάποια καμπὴ ὁ Τριφύλλιος στάθηκε καὶ θαυμάζοντας τὸν πανοραμικὸ κάμπο, ποὺ ἁπλωνόταν καταπράσινος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους, ἄρχισε νὰ κάμνει κάποιες σκέψεις:
Τί ὡραία, σκεφτόταν νοερά, νὰ εἶχα γιὰ τὴν ἐπισκοπή μου μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτήματα, ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Θὰ μοῦ ἔδιναν ἕνα καλὸ εἰσόδημα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζω τόσες ἀνάγκες.
– Τί σκέπτεσαι, ἀδελφέ μου; τοῦ εἶπε ὁ Σπυρίδων. Γιατί ἀφήνεις τὸ μυαλό σου τούτη τὴν ὥρα νὰ ἀσχολεῖται μὲ τόσο μάταια πράγματα;
– Γέροντά μου, μὰ διάβασες τὶς σκέψεις μου;
– Ἀδελφέ μου, «οὗ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ’ 14). Δὲν ἔχουμε ἐδῶ στὴν γῆ μόνιμη καὶ διαρκὴ πατρίδα καὶ πόλη, μὲ πόθο βαθὺ ποθοῦμε καὶ ζητοῦμε τὴν μέλλουσα, τὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Μάταια εἶναι ὅλα τὰ γήϊνα ἀγαθά. Στὴν καρδιά σου φρόντισε νὰ ἔχεις πάντα ἕναν πόθο. Τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Τὰ γήϊνα ἀγαθὰ εἶναι ὅλα προσωρινὰ καὶ ἀπατηλά. Σήμερα εἶναι δικά μας. Αὔριο θὰ γίνουν κτῆμα κάποιου ἄλλου. Καὶ οὐδέποτε τίνος.
— Πατέρα μου, συγχώρησε μέ. Νικήθηκα ἀπὸ τὴν θεωρία. Δεήσου καὶ ἐσὺ τοῦ Κυρίου μας νὰ μὲ συγχωρήσει.
– Ναί, τέκνον μου, πρόσεχε. Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ πιὸ ἀθώα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς παρασύρει καὶ νὰ μᾶς σκανδαλίζει. Ἀντὶ μὲ τὴ θεωρία νὰ ἀφήνει τὸ μυαλό μας νὰ στρέφεται καὶ νὰ δοξάζει τὸν Δημιουργό, ποὺ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας ἀγάπη καὶ εὐτυχία, ἀντίθετα τὸ σπρώχνει νὰ ποθεῖ τὰ μάταια καὶ νὰ ζητᾶ τρόπους, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει, νὰ τὰ κάμει κτῆμα του.
Πόση σοφία στὰ λόγια τοῦ θεοφώτιστου ἐπισκόπου. Ἀντὶ ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ τόσα μεγαλεῖα τοῦ Παντοδύναμου Δημιουργοῦ νὰ ἀφήνει τὴν σκέψη του μὲ εὐγνώμονα διάθεση νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη Του, αὐτὸς ἕνα μόνο κατὰ κανόνα σκέπτεται καὶ ποθεῖ, τὴν ἀπόκτηση καὶ ἀπόλαυση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν.
5. Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἐπίσκοπος, ὕστερα ἀπὸ μακρινὴ ὁδοιπορία γιὰ διδαχὴ τοῦ λαοῦ του μπῆκε κουρασμένος στὸ σπίτι ἐνὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης κόσμος πολὺς ἀπὸ τὰ γειτονικὰ σπίτια στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴν κοινότητα ἔτρεξαν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ἀνάμεσα στὰ πλήθη ἦταν καὶ μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ ἦρθε καὶ αὐτὴ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἔπεσε καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ Ἅγιος, σὰν τὴν κοίταξε, γνώρισε ἀμέσως τὴν ἁμαρτία της. Χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει κανένας, μὲ τρόπο γλυκὺ καὶ ταπεινό, ψιθύρισε στὴ γυναίκα:
– «Κυρά μου, μὴ μὲ ἐγγίσεις». Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος μὲ αὐστηρότητα φανέρωσε μπροστὰ σὲ ὅλους τὴν ἁμαρτία της. Ἡ γυναίκα θαύμασε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἔσκυψε καὶ ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὴν μετάνοιά της ὁ στοργικὸς πατέρας της εἶπε μὲ συγκίνηση τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ κάποτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπηύθυνε σὲ μία τέτοια ἁμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. Ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πρόσεχε μελλοντικά. Μὲ τὸν τρόπο του ὁ ἅγιος βοήθησε τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα νὰ μετανοήσει. Ἀλλὰ καὶ ἔδωκε ἕνα μάθημα σὲ ὅλους. Μόνο ἡ μετάνοια ἡ εἰλικρινὴς ξεπλένει τὴν ψυχὴ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέση τὴν τιμητική, νὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
6. Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ συνήθιζε νὰ νηστεύει ἀπόλυτα. Δὲν ἔτρωγε τίποτα, οὔτε αὐτὸς οὔτε καὶ ἡ κόρη του. Κάποια βραδιά, σὲ περίοδο νηστείας, ἕνας ἄγνωστος ὁδοιπόρος κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὁ Ἅγιος ἔσπευσε μὲ προθυμία νὰ τοῦ ἀνοίξει καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Τοῦ πρόσφερε νερὸ νὰ ξεπλυθεῖ καὶ πῆγε νὰ βρεῖ κάτι, γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ δειπνήσει. Κοίταξε παντοῦ, μὰ τίποτα δὲν βρῆκε. Οὔτε ψωμὶ δὲν εἶχε. Στὴν ἀμηχανία του ὁ Ἅγιος θυμήθηκε πὼς σὲ κάποια γωνιὰ βρισκόταν κρεμάμενο ἕνα κομμάτι διατηρημένο χοιρινὸ κρέας ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς κρεοφαγίας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, φώναξε τὴν κόρη του νὰ ψήσει λίγο γιὰ τὸν φιλοξενούμενό τους. Ἡ κόρη ἑτοίμασε τὸ τραπέζι.
Ἔβαλε πάνω τὸ ψητὸ κρέας καὶ κάλεσαν τὸν ξένο νὰ φάγει. Ὁ ξένος, σὰν εἶδε τὸ προσφερόμενο, ἀρνήθηκε νὰ τὸ δοκιμάσει λέγοντας:
— Δέσποτά μου, συγχώρεσε μέ. Νηστεύω. Εἶμαι χριστιανός.
– Ναί! παιδί μου, εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἐγὼ νηστεύω. Εἶμαι καὶ ἐγὼ χριστιανός. Μὰ μία καὶ δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο στὸ σπίτι καὶ ἐσὺ πρέπει νὰ τονωθεῖς ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ὁδοιπορία, θὰ φᾶς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται. Νά! ἐγὼ καταλύω πρῶτος τὴ νηστεία. Φάγε, παιδί μου, νὰ τονωθεῖς.
Καὶ ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸν ξένο, ἔφαγε καὶ ἔδωσε καὶ σ’ ἐκεῖνον λέγοντάς του. «Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Τὴν ἄλλη μέρα φυσικὰ συνέχισε καὶ πάλι τὴ νηστεία του. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴν πλατιὰ ἀντίληψη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴ νηστεία, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη ὀρθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β’ 27).
7. Λίγα γράμματα ἔμαθε ὁ Ἅγιος, ὅπως εἴδαμε. Τοῦτο, ὅμως, δὲν τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τοῦ νὰ προσέλθει καὶ νὰ λάβει μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὰ 325 μ.Χ., γιὰ νὰ ἀποστομώσει καὶ καθαιρέσει τὸν Ἀρεῖο. Ὁ τρομερὸς αὐτὸς αἱρετικός, ὅπως ξέρουμε, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ δημιούργημα καὶ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ αἱρετική του αὐτὴ διδασκαλία εἶχε προκαλέσει ἀληθινὸ σάλο καὶ εἶχε συνταράξει ὁλόκληρη τὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία.
Στὴν σύνοδο αὐτὴ ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶχε παραταχθεῖ ὁ Ἀρεῖος μὲ τοὺς ἱκανοὺς ρήτορες καὶ ὀπαδούς του ἐπισκόπους. Καὶ ἦταν αὐτοὶ ὁ Νικομήδειας Εὐσέβιος, ὁ Νικαίας Θεαγένης καὶ ὁ Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζὶ μ’ αὐτούς, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλιά, προσῆλθαν καὶ παρεκάθισαν στὴν σύνοδο καὶ ἀρκετοὶ φιλόσοφοι ὁμοϊδεάτες τοῦ Ἀρείου καὶ ὑπερασπιστές του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ξεχώριζε καὶ ἕνας Ἕλληνας φιλόσοφος, ὁ Εὐλόγιος, ποὺ στὴ διαλεκτικὴ τέχνη, τὴν εὐστροφία τοῦ λόγου καὶ τὰ σοφίσματα ἐθεωρεῖτο ἀνίκητος.
Στὴν παράταξη τῶν ὀρθοδόξων εἶχαν συγκεντρωθεῖ 317 σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί. Μεταξὺ αὐτῶν διακρίνονταν, οἱ Ἅγιοι Νικόλαος καὶ Ἀλέξανδρος, ἱερέας ἀκόμη, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος, ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, διάκονος τότε τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων καὶ ἄλλοι πολλοί. Ὁ τελευταῖος φυσικὰ δὲν διακρινόταν γιὰ τὴν μόρφωσή του. Διακρινόταν, ὅμως, γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ἦταν ἕνα δοχεῖο ἀκένωτο ἀπὸ οὐράνιους θησαυρούς. Ἦταν ἕνα κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν αἴθουσα τῆς συνόδου ἡ καρδιά του κτυποῦσε δυνατὰ καὶ μὲ βαθιὰ πίστη προσευχόταν νοερὰ νὰ φωτίσει, ὁ Θεός, ὥστε στὸ τέλος νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια.
«Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱόν», ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἡ ἀγάπη του στὸν λατρευτό μας Σωτῆρα Χριστὸ τοῦ φλόγιζε ὅλο τὸ κορμὶ καὶ τὸν γέμιζε μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη.
Στὴν συζήτηση, ποὺ εἶχε ἀνάψει ὁ τρομερὸς Ἀρεῖος μὲ τὴν φιλοσοφική του μόρφωση, τὴν πανουργία καὶ τὴν εὐγλωττία του, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀπαδούς του ρήτορες, ποὺ τὸν ἐνίσχυαν ἀφάνταστα, πετοῦσε κυριολεκτικὰ κεραυνοὺς ἐνάντια στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὧρες περνοῦσαν, χωρὶς ἕνα θετικὸ ἀποτέλεσμα. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δεινοὺς ρήτορες τοῦ Ἀρείου, ὁ Ἕλληνας σοφὸς Εὐλόγιος εἶχε προβάλει τέτοια ἐπιχειρήματα καὶ μὲ τόση μαεστρία ποὺ εἶχε νομισθεῖ ὅτι τὸ δίκαιο βρισκόταν μὲ τὸ μέρος τους. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸς ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σώπασαν. Νεκρικὴ σιγὴ εἶχε ἁπλωθεῖ γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα στὴ μεγάλη αἴθουσα τῆς συνόδου. Ἐκείνη τὴν ὥρα σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέση του ὁ Ἅγιος μας καὶ ζήτησε νὰ μιλήσει. Ἀργὰ προχωρεῖ πρὸς τὸ βῆμα. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αἱρεσιάρχη χαμογέλασαν, σὰν τὸν εἶδαν. Οἱ ἄλλοι πατέρες στενοχωρήθηκαν. Γνώριζαν πὼς ὁ Ἅγιος ἦταν ἁγνὸς καὶ ἐνάρετος. Ἦταν ὅμως, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁπλοϊκός, μὲ τὰ λίγα γράμματα καὶ χωρὶς αὐτὸ ποὺ λέμε κατὰ κόσμο σοφία καὶ γνώση. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ὁ ταπεινὸς βοσκὸς νὰ τὰ βγάλει πέρα μ’ ἕναν ρήτορα σοφὸ καὶ διεστραμμένο; Γι’ αὐτὸ στενοχωρήθηκαν καὶ μερικοὶ ἀγωνίζονταν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ὁμιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ὁ τραχὺς καὶ ἀδιάντροπος ρήτορας ζητήσει νὰ τὸν ἐκθέσει καὶ νὰ τὸν γελοιοποιήσει. Ὁ Σπυρίδωνας, ὅμως, ἐπέμενε. Καὶ ὁ Βασιλιὰς ἔδωκε τὸν λόγο.
Σιγὴ καὶ πάλι νεκρικὴ ἁπλώθηκε στὴν αἴθουσα. Οἱ φίλοι τοῦ Ἀρείου μὲ δυσκολία συγκρατοῦν τὴν περιφρόνησή τους, ἐνῶ οἱ πατέρες μὲ αἰσθήματα σεβασμοῦ μὰ καὶ ἀπορίας κοιτοῦνε τὸν γέροντα. Κάποια στιγμὴ ὁ μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τὴν σιωπὴ στρέφεται πρὸς τὸν φιλόσοφο καὶ μὲ φωνὴ σταθερὴ ἀρχίζει νὰ τοῦ λέγει τοῦτα τὰ λόγια:
– Ἄκουε, σοφέ. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ τὸν Λόγο Του καὶ τὸ Πνεῦμά Του δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, μὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουμε. Αὐτὸς ἔπλασε καὶ τὸ θαυμαστὸ καὶ ὑπέροχο δημιούργημα, τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν ἰδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ μία κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σὰν ἄνθρωπος ἐκεῖ στὴ Ναζαρέτ, δίδαξε ἐπὶ τρία χρόνια καὶ ὕστερα σταυρώθηκε καὶ τάφηκε σὰν ἄνθρωπος. Ἔπειτα ἀναστήθηκε σὰν Θεὸς μετὰ τρεῖς μέρες καὶ συνανέστησε καὶ ἐμᾶς καὶ μᾶς χαρίζει ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ παρέμεινε στὴ γῆ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἀναλήφθηκε ὕστερα στὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου καὶ ἔστειλε στὴν γῆ μετὰ δέκα μέρες τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε παραμένει στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πιστεύουμε ἀκόμη, πὼς θὰ ξανάρθει κάποια ἡμέρα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ὅλο. Ἡμεῖς δέ, θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστά Του, γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦμε σ’ Αὐτὸν γιὰ ὅλα τὰ ἔργα, τὰ λόγια καὶ τὰ ἐνθυμήματά μας.
– Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, Σύνθρονος, Ὁμότιμος καὶ Ὁμόδοξος. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός· Τρία Πρόσωπα ὅμως, τρεῖς Ὑποστάσεις, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὰ τρία αὐτὰ Πρόσωπα, ὁ ἕνας Θεός, ἡ μία Οὐσία εἶναι γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου κάτι τὸ ἄρρητο καὶ ἀκατάληπτο. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ βάλει κανεὶς ὅλα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας σ’ ἕνα ποτήρι, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο καὶ τὸ πεπερασμένο μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ χωρέσει καὶ νὰ κατανοήσει τὸ ἄπειρο τῆς Θεότητος. Γιὰ νὰ δώσω ὅμως μία ἐξήγηση τῶν λόγων μου, ἂς μὲ συγχωρήσει ὁ Πανάγαθος ποὺ θὰ χρησιμοποιήσω αὐτὸ τὸ χειροπιαστὸ παράδειγμα.
Τότε ὁ ἅγιος ἔβαλε τὸ ἀριστερὸ χέρι στὴν τσέπη του καὶ ἔβγαλε ἕνα κεραμίδι καὶ δείχνοντάς το, ἔκαμε μὲ τὸ δεξί του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε:
— «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός».
Κι ἕσφιξε τὸ κεραμίδι. Οἱ πατέρες ποὺ παρακολουθοῦν τὴν σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί μὲ τὶς λέξεις τοῦ Ἁγίου, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία ψήθηκε τὸ κεραμίδι ἀνέβηκε πάνω.
- «Καὶ τοῦ Υἱοῦ»,
Πρόσθεσε. Τότε τὸ νερὸ μὲ τὸ ὁποῖο ζυμώθηκε τὸ ξερὸ κεραμίδι, ἔτρεξε κάτω.
— «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Συμπλήρωσε ὁ πρακτικὸς καὶ θεοφώτιστος διδάσκαλος. Τὸ χῶμα ἔμεινε στὸ χέρι του.
– Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες μου, συνέχισε ὁ θαυματουργός· ὅπως τὸ κεραμίδι ἀποτελεῖ ἕνα πράγμα μιᾶς οὐσίας καὶ μιᾶς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Θεός. Ἂν καὶ δὲν πρέπει νὰ παρομοιάσουμε τὴν Ἄκτιστο καὶ Ὑπερούσια αὐτὴ Φύση μὲ κτιστὸ καὶ φθαρτὸ δημιούργημα, ἐν τούτοις γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἀκατάληπτα καταληπτά, – ἂς μας συγχωρήσει τὸ ἄπειρο ἔλεός Του – λέμε καὶ τονίζουμε:
– Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν φύση. Ἀλλὰ κατὰ τὰ πρόσωπα ἢ τὶς ὑποστάσεις εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου κατέπληξαν τοὺς παριστάμενους. Ἡ αἴθουσα ἀντήχησε ἀπὸ τὶς δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τῶν Πατέρων. «Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν. Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος’ 14 – 15). Ψάλλουν καὶ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Ὁ Ἀρεῖος καὶ οἱ ὀπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ὁ φιλόσοφος ταπεινωμένος ἀναγνωρίζει καὶ ὁμολογεῖ φανερὰ τὴν ἥττα του:
– Τὰ λόγια σου μὲ ἔπεισαν, ἅγιε γέροντα, καὶ τὸ θαῦμα μὲ βεβαίωσε, ὅτι ἔχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Αὐτός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.
Δάκρυα χαρὰς ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων καὶ πρῶτα – πρῶτα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ φιλοσόφου, ποὺ ἔσπευσε νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα καὶ νὰ γίνει χριστιανός.
Ἡ ἀλήθεια γιὰ μία ἀκόμη φορὰ θριάμβευσε. Καὶ ἐπεβλήθη «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α’ Κορ. στ’ 4). Δηλαδὴ ὄχι μὲ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ μὲ ἀπόδειξη θείας δυνάμεως, ποὺ μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε ἐπιβεβαίωσε τὴν διδασκαλία. Νὰ ποιὸς ἦταν ὁ Ἅγιος μας. Φλογερός, ζηλωτὴς στὴν πίστη, θεοφώτιστος.
8. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, μὲ πολλὴ θλίψη ἔμαθε, πὼς ἡ κόρη του Εἰρήνη εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀποθάνει. Ὁ πιστὸς ἐπίσκοπος δέχτηκε καὶ τούτη τὴν δοκιμασία μὲ παραδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Μερικὲς μέρες ὑστερότερα μία γυναίκα ἦρθε σ’ αὐτὸν καὶ μὲ κλάματα τοῦ ζήτησε ἕνα πολύτιμο πράγμα, ἕνα κόσμημα. Τὸ εἶχε δώσει στὴν κόρη του νὰ τὸ φυλάξει, λίγο πρὶν πεθάνει. Ὁ Ἅγιος σηκώθηκε καὶ μὲ προσοχὴ ἐρεύνησε ὅλο τὸ σπίτι, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ ξένο πράγμα. Δυστυχῶς, ὅμως, πουθενὰ δὲν τὸ βρῆκε. Τότε χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τράβηξε γιὰ τὸν τάφο τῆς κόρης του. Σὰν ἔφτασε, στάθηκε, ἀνέπεμψε μία θερμὴ προσευχή, καὶ ὕστερα, ἀφοῦ ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν τάφο, κάλεσε τὴ νεκρὴ κόρη του νὰ τοῦ πεῖ, ὡς νὰ ἦταν ζωντανή, ποὺ εἶχε βάλει τὸ πράγμα ποὺ τῆς ἔδωκαν. Τὴν ἴδια στιγμὴ μία φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου ἀκούστηκε νὰ τοῦ λέει:
– Πατέρα μου, στὸν τάδε τόπο τὸ ἔχω φυλαγμένο.
Τότε καὶ ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε:
– Κοιμήσου, κόρη μου, ἥσυχα. Κοιμήσου μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ὁ Κύριος μας θὰ σὲ ἀναστήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων μας.
Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τρόμαξαν καὶ ἔμειναν σκεφτικοί. Συλλογίζονταν τὴν δύναμη, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πανάγαθος Θεὸς χαρίτωσε τὸν ἁπλοϊκὸ μὰ ἅγιο ἐπίσκοπό τους. Τὸν ποιμένα τὸν καλό, ποὺ ἔσπευδε νὰ κάμει τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν χριστιανῶν του.
9. Στὰ 337 μ.Χ. πέθανε ὁ δημιουργός της Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας. Στὸν δοξασμένο θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε τώρα ὁ γιός του Κωνστάντιος. Αὐτὸς ξανάκτισε καὶ τὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμὸ τὸ 343. Ἀπὸ τὸ ὄνομά του ὅμως ἡ νέα πόλη ὀνομάστηκε Κωνστάντια.
Ὁ Κωνστάντιος κυβέρνησε τὸ κράτος τοῦ Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337 – 360 μ.Χ.). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ – δὲν ξέρουμε πότε ἀκριβῶς – ὁ αὐτοκράτορας ἐπισκέφθηκε τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀναγκάστηκε νὰ παραμείνει ἐκεῖ γιὰ καιρό, γιατί ἀρρώστησε βαριά. Οἱ καλύτεροι γιατροὶ μπαινόβγαιναν στὸ παλάτι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν τίποτα.
Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες τόσο ὁ Κωνστάντιος, ὅσο καὶ οἱ δικοί του κατέφυγαν ἰδιαίτερα στὴν προσευχή. Μιὰ βραδιά, ἐκεῖ ποὺ ὁ βασιλιὰς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ἕναν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε μία χορεία ἁγίων ἐπισκόπων ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ξεχώριζαν δύο, τοῦ εἶπε, πὼς τὴν ἀρρώστια του μόνο αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ τὴν θεραπεύσουν. Ὁ βασιλιάς, χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε στὸ παλάτι ὅλους τοὺς ἐπισκόπους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, ὅμως, ποὺ ἦλθαν δὲν εἶχε ἀναγνωρίσει τὰ δυὸ πρόσωπα ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἄγγελος. Οἱ ἐπίσκοποι προσευχήθηκαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μέγα Ἰατρὸ τὴν θεραπεία τοῦ ἄρχοντα, ἄλλα τίποτα δὲν κατόρθωσαν. Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες κάποιοι ὑπέδειξαν ὅτι ἀπὸ τὴν ἐκεῖ χορεία ἔλειπε ὁ Σπυρίδων τῆς Κύπρου. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ βασιλιὰς ἔστειλε στὴ νῆσο ἄνθρωπο δικό του καὶ τὸν κάλεσε. Ὁ ταπεινὸς ἱεράρχης, ποὺ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ γνώριζε τὰ τῆς ἀρρώστιας τοῦ Βασιλιά, πῆρε μαζί του τὸν μαθητή του Τριφύλλιο, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προόριζε γιὰ μελλοντικὸ ἀρχιερέα, καὶ τὸν διάκονό του Ἀρτεμίδωρο καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη αὐτή, ὕστερα ἀπὸ ἕνα πολὺ κουραστικὸ ταξίδι, ὁ Σπυρίδων κατευθύνθηκε μὲ τὴν συνοδεία του στὸ παλάτι. Στὴν εἴσοδο τοῦ παλατιοῦ ὁ φρουρὸς ποὺ τοὺς εἶδε ἔτσι φτωχικὰ ντυμένους ζήτησε νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ εἰσέλθουν. Τὸν Σπυρίδωνα μάλιστα, ποὺ εἶχε ἤδη προχωρήσει μπροστά, ὁ φρουρός, νομίζοντάς τον γιὰ κανένα ζητιάνο, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ ἕνα χαστούκι στὸ πρόσωπο. Ὁ πράος ἱεράρχης, χωρὶς καθόλου νὰ θυμώσει ἔστρεψε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου του λέγοντας ὅτι ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε. Ὅταν ὁ φρουρὸς ἀντιλήφθηκε, ὅτι μπροστά του δὲν εἶχε ζητιάνο, ἀλλὰ ἕναν ἀρχιερέα καὶ μάλιστα τὸν ὀνομαστὸ τῆς Κύπρου ἀρχιερέα Σπυρίδωνα, ἔπεσε μπροστά του καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ σκορπᾶ τριγύρω του μονὸ τὴν καλοσύνη, τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἀφοῦ τὸν νουθέτησε, τοῦ ἔδωκε τὶς πατρικὲς εὐλογίες του.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιὰ παρέλαβαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ τὴν συνοδεία του μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Στὸ ἀντίκρισμά τους ὁ βασιλιὰς ἀναγνώρισε ἀμέσως τὰ δυὸ πρόσωπα, ποὺ τοῦ εἶχε δείξει τὴν πρώτη φορὰ ὁ ἄγγελος, καὶ μὲ τὸν πόνο τῆς ἀρρώστιας ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπο σηκώθηκε ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ προχώρησε πρὸς τὸν Ἅγιο. Συγκινητικὴ ἡ σκηνή! Ὁ ἐπίγειος ἄρχοντας μὲ ταπείνωση σκύβει μπροστὰ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, γιὰ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάρη Του. Ὁ ταπεινὸς ἀρχιερέας, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπόνια στὸν ἀνθρώπινο πόνο σηκώνει τὸ σεπτὸ καὶ ἅγιο χέρι του καὶ τὸ ἀποθέτει στὸ κεφάλι τοῦ ἄρχοντα προφέροντας τὴν ἴδια ὥρα θερμὴ καὶ ἅγια προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σὲ μία στιγμὴ ἡ ἀρρώστια ὑποχωρεῖ καὶ χάνεται καὶ ἡ ὑγεία ὁλοκληρωτικὰ ἀποκαθίσταται καὶ παίρνει τὴν θέση της στὸ βασιλικὸ κορμί.
Οἱ καρδιὲς κτυποῦν δυνατὰ ἀπὸ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεά του. Ὁ Ἅγιος μετὰ τὴ θεραπεία εἶπε καὶ μερικὰ πνευματικὰ λόγια, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ψυχικὴ σωτηρία τοῦ ἐπίγειου ἄρχοντα:
— Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε, βασιλιά, ὅτι κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κάθε ἄρχοντας ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ του. Ὁδηγὸς στὴν ζωὴ τοῦ καθενός μας ἂς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ καλοσύνη, ἡ φιλανθρωπία. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη μέσα του δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κάμνει τὸ καλὸ στὸν συνάνθρωπό του. Μὲ τὴν ἀγάπη τηρεῖ καὶ ξεπληρώνει ἕνας, ὅλο τὸν νόμο. Φύλαττε ἀκόμη, βασιλιά μου, τὴν εὐσέβεια καὶ μὴ δεχθεῖς στὴν Ἐκκλησία καμιὰ διδασκαλία ἀντίθετη μὲ τὰ ὅσα διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ ξεκίνησε νὰ φύγει. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ ἐκδηλώσει σ’ αὐτὸν τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του, τοῦ πρόσφερε χρήματα, πολλὰ χρήματα, ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ τὰ δεχθεῖ, λέγοντας πὼς πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χρήματα εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς ἐπέμενε, ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὑπερήφανος καὶ ἀκατάδεχτος, δέχτηκε τὰ δῶρα καὶ προτοῦ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παλάτι τὰ διαμοίρασε στοὺς αὐλικούς.
Τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ Ἁγίου σὰν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὸν εὐλαβήθηκε ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα ἐξηγῶ καὶ καταλαβαίνω γιατί ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸν ἔχει τόσο χαριτώσει». Ἐνθυμούμενος δὲ τὶς νουθεσίες του φρόντισε στὴ ζωή του νὰ κάμνει πολλὲς φιλανθρωπίες σὲ κάθε φτωχὸ καὶ πονεμένο. Καὶ ἀκόμη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἅγιου Σπυρίδωνος, πρῶτος αὐτὸς ἀπ’ ὅλους τους βασιλεῖς νομοθέτησε, ὥστε οἱ κληρικοὶ νὰ μὴ πληρώνουν κανένα φόρο. «Εἶναι ἄτοπο καὶ ντροπή, ἔλεγε, οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οὐράνιου Βασιλιὰ νὰ πληρώνουν φόρους σὲ ἐπίγειους καὶ θνητοὺς ἄρχοντες».
Ἦλθε ὅμως ὁ καιρὸς, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ζωή, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματικῆς πραότητας καὶ ταπεινοφροσύνης, μιὰ ζωὴ ἄδολης ἀγάπης καὶ καλοσύνης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ θεία χάρη νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ τὸ ἐπίγειο στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὶς ὑπηρεσίες του. Αὐτὸ ἔγινε τὸ 348 μ.Χ. μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου στὴν ἐπισκοπή του στὴν Τριμυθούντα. Ἔφυγε ὁ καλὸς ποιμήν. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἡ ἀγάπη ὅμως καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ζητᾶνε τὴν μεσιτεία του καὶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Κύριο, δὲν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ὡς σήμερα. Καὶ θὰ συνεχίζονται μέχρι ποὺ θὰ θέλει ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Τὰ πνευματικά του παιδιὰ θρήνησαν γιὰ καιρὸ τὴν κοίμησή Του. Τὸ λείψανό του στὴν ἀνακομιδὴ ποὺ ἔγινε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχε μείνει ἄφθαρτο καὶ εὐωδίαζε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς προνομιούχου πόλεως, ποὺ τὸν εἶχε ποιμένα ψυχῶν, τὸ ἔβαλαν σὲ μία μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ ἔστησαν δίπλα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν νάρθηκα, γιὰ νὰ εἶναι προσκύνημα τῶν πιστῶν.
Ἡ λάρνακα βρίσκεται ἀκόμη στὸ ἴδιο μέρος ἀλλὰ χωρὶς τὸν θησαυρό. Χωρὶς τὸ ἅγιο λείψανο. Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἡ ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν (648 μ.Χ.) τὸ λείψανο γιὰ ἀσφάλεια μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ λίγο καιρὸ πρὶν νὰ πέσει ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἕνας ἱερέας ποὺ ὀνομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν ναὸ ποὺ φυλασσόταν μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας καὶ τὸ μετέφερε μέσον τῆς Θράκης, Μακεδονίας καὶ Σερβίας στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου καὶ ὕστερα στὴν Κέρκυρα γύρω στὸ 1460. Ἐπὶ τρία ὁλάκερα χρόνια ὁ εὐσεβὴς ἐκεῖνος ἱερέας περιπλανιόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μέχρις ὅτου φτάσει στὴν Κέρκυρα. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ δυὸ λείψανα τὰ εἶχε κρυμμένα σὲ δυὸ σακιὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ὁποία, σὰν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς ἔλεγε, πὼς τὰ ἄχυρα ἐκεῖνα ἦταν τροφὴ γιὰ τὸ ὑποζύγιό του.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὴν Κέρκυρα
Τὰ Ἐπτάνησα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐνετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πολύευκτος κατέφυγε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πὼς ἐδῶ ὁ θησαυρὸς ποὺ μετέφερε θὰ ἦταν ἀσφαλισμένος. Καὶ πραγματικὰ τὰ τίμια λείψανα ὑπῆρξαν ἐδῶ ἀσφαλισμένα. Στὴν Κέρκυρα ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρῆκε ἕνα πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη ἄλλοτε συμπολίτη του καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἀπὸ αὐτὸ λείπει τὸ δεξὶ χέρι. Τοῦτο βρισκόταν στὴ Ρώμη στὸ ναὸ τοῦ τάγματος τοῦ Φ. Νέρι (Ὀρατοριανῶν) μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτό, παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μετὰ ἀπὸ ἔντονες ἐνέργειες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κ. Τιμοθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέχτηκε καὶ πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας τὸ ὡς ἄνω ἱερὸ λείψανο. Τοῦτο πῆγε καὶ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος Κερκύρας καὶ τὸ μετέφερε ἀεροπορικῶς στὴν εὐλογημένη νῆσο. Ἔτσι τὸ ἱερὸ ὀστοῦν τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ γιὰ αἰῶνες φυλασσόταν στὴ Ρώμη ἀπὸ τότε βρίσκεται στὴν προνομιοῦχο νῆσο καὶ κάθε φορὰ λιτανεύεται μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἀριστερὸ διατηρεῖται ἀκέραιο μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο λείψανο. Ἐπίσης καὶ τὰ μάτια τοῦ Ἁγίου κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκαν ἀλώβητα μέσα στὸν τάφο. Τῆς Ἁγίας Θεοδώρας τὸ λείψανο φυλάσσεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῆς Σπηλαιώτισσας. Εἶναι ἀκέφαλο καὶ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της στὶς 11 Φεβρουαρίου. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναστήλωσε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο τὶς ἁγίες εἰκόνες τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τοῦ 843. Τὴν ἀναστήλωση ἔκαμε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου τῆς Θεοφίλου. Ὁ κόσμος τοῦ νησιοῦ μὲ βαθύτατο σεβασμὸ ὑποδέχθηκε τὸν ἀνεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοὶ κάθε χρόνο ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου ἐπισκέπτονται τὸν περίπιστο ναὸ τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἡ εὐλάβεια τοῦ Κερκυραϊκοῦ λαοῦ ἀνήγειρε πρὸς τιμή του. Τὸ ἅγιο λείψανο φυλάσσεται ἐδῶ σὲ πολυτελὴ λάρνακα καὶ διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο ἐνάντια στοὺς ἀμετάθετους τῆς φύσεως ὅρους. Ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο μένει, γιὰ νὰ διακηρύττει στοὺς αἰῶνες τὸ λόγιο, τὸ προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος»(Ψαλμ. ιε’ 3).
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ ἐδῶ στὴν Κέρκυρα καὶ γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μὲ πραγματικὴ πίστη καταφεύγουν στὴν χάρη του καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του, γιατί«ὁ θαυματουργὸς κἂν τέθνηκε Σπυρίδων, τοῦ θαυματουργεὶν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι». Δηλαδή, ὁ θαυματουργὸς Σπυρίδων καὶ ἂν ἀπέθανε, δὲν ἔπαψε ὅμως καὶ ἀπὸ τοῦ νὰ θαυματουργεῖ. Στὸν Ἅγιο αὐτὸν ἐπαναλήφθηκε πραγματικὰ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. στ’ 20).
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δεκάδες πολλὲς τὰ χρυσὰ κανδήλια, δῶρα εὐλαβῶν ψυχῶν ποὺ κρέμονται πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν λάρνακα, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἅγιο λείψανό του. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν καὶ μαρτυροῦν τὴν βαθιὰ ἐκτίμηση καὶ εὐλάβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας ἀπὸ μέρους τῶν εὐεργετηθέντων. Ὀγδόντα ναοὶ στὴν Ἑλλάδα μας διακηρύττουν τὸν σεβασμὸ τοῦ φιλόθρησκου Ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου χιλιάδες πιστοὶ ἀναλαμβάνουν ταξίδια μακρινὰ κάθε χρόνο γιὰ νὰ πᾶνε στὴν χάρη του, νὰ προσκυνήσουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὶς συγκινητικὲς καὶ θεαματικὲς λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τὸν χρόνο. Μιὰ κατὰ τὸ Μ. Σάββατο σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ σιτοδεία. Δεύτερη κατὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐπιδημία τῆς πανώλης (πανούκλας). Τρίτη ἡ λιτανεία τῆς 11ηςΑὐγούστου γιὰ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν δεύτερη θαυμαστὴ ἀπαλλαγὴ τῆς νήσου ἀπὸ τὴν πανώλη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ, τρωθεὶς ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικῇ θεωρίᾳ τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόληπτε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς θησαυρὸν τῆς συμπαθείας ἀδαπάνητον
Καὶ τῶν θαυμάτων κρήνην ὄντως πολυχεύμονα
Μακαρίζομεν Σπυρίδων σε Ἱεράρχα.
Ἀλλ’ ὡς ῥύστης τῶν καλούντων σε ὀξύτατος
Ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν θαυμάτων ὁ ποταμός· χαίροις ἀσθενούντων, καὶ πασχόντων ὁ ἰατρός· χαίροις τῶν λογίων, τοῦ Πνεύματος ὁ σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθοῦντος ποιμὴν τρισόλβιε. |