Επειτα από σχεδόν τέσσερα χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής και εισοδηματικής λιτότητας, κατά τις επιταγές δύο Μνημονίων, και η ελληνική οικονομία παραμένει βαθιά χωμένη στην ύφεση, με την κοινωνία εξαθλιωμένη και διαλυμένη.
Μεταξύ 2009 και 2013, η ελληνική οικονομία (ΑΕΠ) συρρικνώθηκε κατά 48 δισ. ευρώ σε ονομαστικούς όρους, με την κατανάλωση των νοικοκυριών να χάνει 36 δισ., τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να μειώνονται κατά 19 δισ., ενώ μόνο οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κερδίζουν 7 δισ. ευρώ, υπολειπόμενες ωστόσο κατά 4 δισ. από τα επίπεδα του 2008.
Το κοινωνικό κόστος, εντούτοις, αυτής της οικονομικής κατολίσθησης υπήρξε πολύ μεγαλύτερο, αφού πλησίασε τα 73 δισ. ευρώ, όπως θα δούμε. Συγκεκριμένα, μόνο από περικοπές αμοιβών και συντάξεων ή κοινωνικών παροχών (π.χ. προς ασφαλιστικά ταμεία) του Δημοσίου χάθηκαν 20 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 10 δισ. αφορούν μισθολογικές απολαβές.
Συγχρόνως, οι περικοπές σε αμοιβές εξαρτημένης εργασίας στο σύνολο της οικονομίας (δημόσιος και ιδιωτικός τομέας) ανήλθαν σε 30 δισ. ευρώ, αλλά από αυτές πρέπει να αφαιρέσουμε τα 10 δισ. των αμοιβών στο Δημόσιο που ήδη υπολογίσαμε, οπότε η μείωση αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα φθάνει τα 20 δισ. Με άλλα λόγια, 40 δισ. ευρώ χάθηκαν από μισθούς και συντάξεις ή άλλες κοινωνικές παροχές στο σύνολο της οικονομίας.
Μένει να μετρήσουμε και τις επιβαρύνσεις των εργαζομένων από φορολογικά μέτρα στο ίδιο διάστημα, που δεν είναι ορατές διά γυμνού οφθαλμού, καθώς τα έσοδα από άμεσους κι έμμεσους φόρους μειώθηκαν κατά 5 δισ. ευρώ την περίοδο 2009-2013, παρά την επιβολή νέων φόρων και εξαιτίας της ύφεσης. Συνεπώς, για να υπολογίσουμε το συνολικό κόστος των φορολογικών μέτρων, πρέπει να υπολογίσουμε τη μείωση των φόρων που έλαβε χώρα εξαιτίας της ύφεσης.
Με μία μέση ελαστικότητα μεταβολής των εσόδων από φόρους έναντι του ΑΕΠ γύρω στο 0,8 (βλ. προϋπολογισμό 2014), η προκύπτουσα μείωση των δημοσίων εσόδων από φόρους φθάνει τα 38 δισ. ευρώ κατ' αναλογίαν των 48 δισ. μείωσης του ΑΕΠ στο εξεταζόμενο διάστημα. Ομως, όπως είδαμε, οι φόροι μειώθηκαν τελικά μόνον κατά 5 δισ., άρα τα φορολογικά μέτρα, με τα οποία επιβαρύνθηκε η ελληνική κοινωνία στην τετραετία, ανήλθαν σε περίπου 33 δισ. ευρώ.
Συνεπώς, 33 δισ. ευρώ από νέους φόρους, 20 δισ. από περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών από το κράτος και άλλα 20 δισ. η μείωση αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, έχουμε συνολικά 73 δισ. ευρώ, ήτοι το τίμημα που πλήρωσε η ελληνική κοινωνία για τους μνημονιακούς πειραματισμούς προσαρμογής της οικονομίας.
Μιας προσαρμογής που οδήγησε στην όξυνση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων, αφού -σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ- οι ανισότητες αυξήθηκαν, με το μερίδιο της διάμεσης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού (ήταν 6 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού το 2009) έφθασε να είναι 7,6 φορές μεγαλύτερο το 2012 (αύξηση 25%), ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού (ήταν 10,3 φορές μεγαλύτερο του φτωχότερου 10% το 2009) έφθασε να είναι 17,4 φορές μεγαλύτερο το 2012 (αύξηση 69%).
Παράλληλα, δε, με τη διόγκωση των ανισοτήτων, η σχετική φτώχεια υπερδιπλασιάστηκε σε σταθερές τιμές και ο κίνδυνος φτώχειας καλύπτει πλέον το 39% του πληθυσμού, εξαιτίας της εκτίναξης της ανεργίας και της αδυναμίας του 56% του πληθυσμού να εργασθεί.
Παρ' όλα αυτά, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως το πολύ ακριβό κι οδυνηρό τίμημα προσαρμογής άξιζε τον κόπο, αν η ελληνική οικονομία -όπως ισχυρίζεται ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών- «βρίσκεται σήμερα σε μία κρίσιμη καμπή, αλλά κι ένα καλύτερο σημείο αφετηρίας που εδράζεται σε απτά αποτελέσματα και ρεαλιστικές εκτιμήσεις:
**Η ύφεση επιβραδύνεται.
**Η αυξητική δυναμική της ανεργίας ανακόπτεται.
**Το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται.
**Το κόστος δανεισμού μειώνεται.
**Διαρθρωτικές αλλαγές υλοποιούνται.
**Αποκρατικοποιήσεις ξεκίνησαν να πραγματοποιούνται.
**Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ενισχύεται.
**Οι στόχοι της δημοσιονομικής πολιτικής επιτυγχάνονται (βλ. πρωτογενές πλεόνασμα)».
Δυστυχώς, όμως, με την εξαίρεση του πρωτογενούς πλεονάσματος (το πρώτο μόνον από τα πολλά βήματα δημοσιονομικής προσαρμογής που πρέπει να γίνουν), τα υπόλοιπα δεν ισχύουν. Ολοι οι οικονομικοί δείκτες δείχνουν νέα επιδείνωση της οικονομίας, η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται, το οικονομικό κλίμα -που αρχικά βελτιώθηκε κάπως- τώρα υποχωρεί πάλι (βλ. άνοδο αποδόσεων 10ετών ομολόγων), το κόστος δανεισμού αυξάνει ακόμη και στις εκδόσεις εντόκων γραμματίων (4% και 3% μείωση πληθωρισμού ισοδυναμούν με πραγματικό επιτόκιο 7%!), οι διαρθρωτικές αλλαγές κι οι αποκρατικοποιήσεις καθυστερούν, όπως εκτιμούν Ε.Ε. και ΔΝΤ, ενώ η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αφορά μόνον το εργατικό κόστος, με συνέπεια οι εξαγωγές να μην επεκτείνονται και να χάνουν μερίδια στις ξένες αγορές.
Συμπέρασμα; Αν οι Ελληνες πλήρωσαν 73 δισ. ευρώ, για να δουν την ακίνητη περιουσία τους να υποτιμάται πάνω από 30% και τις καταθέσεις τους να κατάσχονται, ενόσω μένουν χωρίς εργασία, αυτό δεν σηματοδοτεί καμία ανάπτυξη, αλλά καθολική καταστροφή της οικονομίας. Μόνη δυνατότητα μερικής εξιλέωσης της κυβέρνησης είναι πάνω στα αποκαΐδια της οικονομίας να απαιτήσει το δραστικό κούρεμα του χρέους. Αλλά, αν ήθελε, δεν θα το είχε ήδη επιχειρήσει;