Τοῦ Κώστα Οὐράνη
(Περιοδικὸν «Νέα Ἑστία», ἔτος ΚΓ' - 1949, τόμος 49ος, τεῦχος 536, Ἀθῆναι, 1 Νοεμβρίου 1949, σελ. 1374-1375)
Θυμᾶμαι πάντα, κι ἔτσι σὰν νὰ τὶς ζῶ στὸ ἐνεστώς, τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες τοῦ πρωϊνοῦ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 ποὺ ξύπνησα ξαφνισμένος ἀπὸ τοὺς διάτορους γόους τῆς σειρήνας γιὰ νὰ πληροφορηθῶ ἀπὸ τὸ γέρο θυρωρό μου, σὰν μοῦ ἀνέβασε τὴν ἐφημερίδα, ὅτι ἡ Ἰταλία μᾶς εἶχε κηρύξει τὸν πόλεμο.
Ἄκουσα τὴν εἴδηση, διάβασα τὶς λεπτομέρειες στὴν ἐφημερίδα - κι᾿ ἀπόμεινα σιωπηλός. Ὄχι ἀποσβολωμένος. Σιωπηλὸς - καὶ ἀκίνητος, καὶ μὲ τὰ μάτια στυλωμένα στὸ πρωινὸ φῶς.
Δὲν εἶχα καμμία ἀπὸ τὶς συνειθισμένες ἀντιδράσεις ποὺ φέρνει, αὐτόματα, μιὰ τέτοια εἴδηση, δὲν ἔκανα καμμία ἀπὸ τὶς σκέψεις ποὺ προκαλεῖ. Δὲν κόχλασε μέσα μου ἄξαφνο μῖσος ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν γιὰ τὴν τόσο ἄδικη (καὶ τόσο δειλὴ ἀπὸ μέρους μιᾶς Μεγάλης Δύναμης) ἐπίθεση. Δὲν μὲ κατέλαβε φοβισμένη ταραχὴ γιὰ τὸ ἄνισο τοῦ πολέμου αὐτοῦ, γιὰ τὶς πιθανότητες τῆς ἥττας καὶ τὶς συνέπειές της. Δὲν μὲ κέντρισε τυφλὸ πολεμικὸ μένος. Τίποτα. Ὅ,τι ἔνιωθα ἔτσι ποὺ εἶχα ἀπομείνει σιωπηλὸς κι᾿ ἀκίνητος, δὲν τὸ εἶχα νιώσει ποτὲ ἄλλοτε στὴ ζωή μου καὶ σὲ κανένα, πρίν, ἄλλο πόλεμο. Ἦταν σὰν νὰ εἶχα μπεῖ σὲ μία «κατάσταση Χάριτος». Ἡ ψυχή μου ἦταν γεμάτη κατάνυξη - σὰν μιὰ ψυχὴ ποῦ ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε τι τὸ γήινο καὶ γίνεται ἕτοιμη νὰ πλουτισθεῖ μὲ τὸ Θεῖο. Καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάνυξη, εὐαγγελίστηκα τὴν Ἑλλάδα.
Δὲν ἦταν ἡ ἀφηρημένη τῆς ἔννοια, ἢ ἡ συμβολική της παράσταση, ἢ κι᾿ αὐτὸ ἀκόμα τὸ ὅραμά της, ποὺῦ εἶχε εἰσχωρήσει μέσα μου, ποὺ γέμιζε τὸ εἶναι μου καὶ ξεχείλιζε. Ἦταν ἡ Ἑλλάδα αὐτούσια, στὴ ζωντανή της ὑπόσταση: μὲ τὰ βουνὰ καὶ τοὺς κάμπους της, τὶς θάλασσες καὶ τὰ ποτάμια της, τὰ δάση καὶ τὰ λουλούδια της - καὶ μ᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν σ᾿ αὐτήν. Ὁ ἴδιος ἐγὼ εἶχα γίνει Ἑλλάδα. Ὅλα της ἦταν μέσα μου - κι᾿ ἐγὼ ἤμουν μέσα σ᾿ ὅλα. Ὅλα της μοῦ ἀνῆκαν - καὶ τοὺς ἀνῆκα. Δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ μὴν τὸ γνώριζα καὶ νὰ μὴν τ᾿ ἀγαποῦσα. Τίποτα ποὺ νὰ μὴ μὲ θέρμαινε καὶ ποὺ νὰ μὴν τὸ θέρμαινα. Ἡ ψυχή μου ξεχείλιζε ἀπὸ τρυφερότητα γιὰ ὅ,τι ἑλληνικό, ἀπὸ ἀδελφωσύνη γιὰ κάθε Ἕλληνα. Χάιδευε ἁπαλὰ τὰ πάντα, χαμογελοῦσε ἤρεμα σὲ ὅλους. Κι᾿ ἡ πνοὴ τοῦ ἀέρα, κι᾿ ὁ ρόχθος τῶν θαλασσῶν, κι᾿ οἱ μυρωδιὲς τῶν λουλουδιῶν καὶ τῶν θυμαριῶν, καὶ τὸ μουρμούρισμα τῶν τρεχούμενων νερῶν, καὶ τὸ τραγούδι τῶν πουλιῶν μοῦ ἀνταποδίδαν τὸ χάδι. Κι᾿ οἱ ἄνθρωποι, νέοι καὶ γέροι, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἀπὸ πολιτεῖες, ἀπὸ βουνά, ἀπὸ κάμπους κι᾿ ἀπὸ νησιά μοῦ ἀνταποδίδαν τὸ χαμόγελο. Κι᾿ ἕνα φῶς ἀναστάσιμο ἔλουζε κι᾿ ἐξωράϊζε ὅλους καὶ ὅλα...
Τὸν «εὐαγγελισμὸ» αὐτὸν τὸν ἔνιωσαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὴν ἡμέρα ἐκείνη γιατὶ μόνο αὐτὸς ἐξηγεῖ καὶ φωτίζει τὴν προσφυγή τους στὰ ὅπλα χωρὶς τίποτα τὸ σαστισμένο, ἢ τὸ σκυθρωπό, ἢ τὸ μοιρολατρικό, ἢ καὶ τὸ πολεμόχαρο, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἤρεμη καὶ ἥμερη ἀπόφαση νὰ πολεμήσουν μ᾿ ὅλες τους τὶς δυνάμεις - τεντωμένες ἕως τὸ ἄκρο. Αὐτὸς καὶ διαφοροποιεῖ τὸν πόλεμο τοῦτον ἀπὸ κάθε ἄλλο πόλεμο στὴν ἱστορία τῶν λαῶν γιατὶ κι᾿ ἄλλοι λαοὶ πολέμησαν ἀπὸ «Χρέος πρὸς τὴν πατρίδα», ἢ «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», ἢ γιὰ νὰ προασπίσουν τὴν ἐλευθερία τους (κι᾿ ὅταν ἀκόμα εἶχαν ν᾿ ἀντιμετωπίσουν πολὺ δυνατότερους ἐχθρούς), ἐνῶ δὲν συνέβηκε ποτὲ σὲ λαὸ νὰ πάρει τὰ ὄπλα ὅπως οἱ Ἕλληνες τὸ 1940: ἔχοντας, ὁ κάθε ἕνας τους, μοναδικὸ κίνητρο τὴν Ἀγάπη, - μιὰν ἀπέραντη, τρυφερὴ κι᾿ ἀφιλοκερδῆ ἀγάπη ποὺ ἀγκάλιαζε, μὲ χάδι καὶ μὲ χαμόγελο, τὸν τόπο τους ὅλο κι᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου τους.
Κι᾿ εἶναι γι᾿ αὐτὸ - κι᾿ ὄχι γιὰ τὸν ἡρωισμὸ ποῦ ἔδειξε ἢ καὶ γιὰ τὴ νίκη ποὺ κατήγαγε στὸν πόλεμο - ποὺ ἡ 28η Ὀκτωβρίου θὰ μείνει στὴν Ἱστορία ὡς «ἡ ὡραιότερη στιγμὴ» τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ σ᾿ ὅλη, τὴ μακραίωνη, ζωή του.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Λογοτεχνῶν
http://pheidias.antibaro.gr/1940/ouranis.htm
(Περιοδικὸν «Νέα Ἑστία», ἔτος ΚΓ' - 1949, τόμος 49ος, τεῦχος 536, Ἀθῆναι, 1 Νοεμβρίου 1949, σελ. 1374-1375)
Θυμᾶμαι πάντα, κι ἔτσι σὰν νὰ τὶς ζῶ στὸ ἐνεστώς, τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες τοῦ πρωϊνοῦ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 ποὺ ξύπνησα ξαφνισμένος ἀπὸ τοὺς διάτορους γόους τῆς σειρήνας γιὰ νὰ πληροφορηθῶ ἀπὸ τὸ γέρο θυρωρό μου, σὰν μοῦ ἀνέβασε τὴν ἐφημερίδα, ὅτι ἡ Ἰταλία μᾶς εἶχε κηρύξει τὸν πόλεμο.
Ἄκουσα τὴν εἴδηση, διάβασα τὶς λεπτομέρειες στὴν ἐφημερίδα - κι᾿ ἀπόμεινα σιωπηλός. Ὄχι ἀποσβολωμένος. Σιωπηλὸς - καὶ ἀκίνητος, καὶ μὲ τὰ μάτια στυλωμένα στὸ πρωινὸ φῶς.
Δὲν εἶχα καμμία ἀπὸ τὶς συνειθισμένες ἀντιδράσεις ποὺ φέρνει, αὐτόματα, μιὰ τέτοια εἴδηση, δὲν ἔκανα καμμία ἀπὸ τὶς σκέψεις ποὺ προκαλεῖ. Δὲν κόχλασε μέσα μου ἄξαφνο μῖσος ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν γιὰ τὴν τόσο ἄδικη (καὶ τόσο δειλὴ ἀπὸ μέρους μιᾶς Μεγάλης Δύναμης) ἐπίθεση. Δὲν μὲ κατέλαβε φοβισμένη ταραχὴ γιὰ τὸ ἄνισο τοῦ πολέμου αὐτοῦ, γιὰ τὶς πιθανότητες τῆς ἥττας καὶ τὶς συνέπειές της. Δὲν μὲ κέντρισε τυφλὸ πολεμικὸ μένος. Τίποτα. Ὅ,τι ἔνιωθα ἔτσι ποὺ εἶχα ἀπομείνει σιωπηλὸς κι᾿ ἀκίνητος, δὲν τὸ εἶχα νιώσει ποτὲ ἄλλοτε στὴ ζωή μου καὶ σὲ κανένα, πρίν, ἄλλο πόλεμο. Ἦταν σὰν νὰ εἶχα μπεῖ σὲ μία «κατάσταση Χάριτος». Ἡ ψυχή μου ἦταν γεμάτη κατάνυξη - σὰν μιὰ ψυχὴ ποῦ ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε τι τὸ γήινο καὶ γίνεται ἕτοιμη νὰ πλουτισθεῖ μὲ τὸ Θεῖο. Καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάνυξη, εὐαγγελίστηκα τὴν Ἑλλάδα.
Δὲν ἦταν ἡ ἀφηρημένη τῆς ἔννοια, ἢ ἡ συμβολική της παράσταση, ἢ κι᾿ αὐτὸ ἀκόμα τὸ ὅραμά της, ποὺῦ εἶχε εἰσχωρήσει μέσα μου, ποὺ γέμιζε τὸ εἶναι μου καὶ ξεχείλιζε. Ἦταν ἡ Ἑλλάδα αὐτούσια, στὴ ζωντανή της ὑπόσταση: μὲ τὰ βουνὰ καὶ τοὺς κάμπους της, τὶς θάλασσες καὶ τὰ ποτάμια της, τὰ δάση καὶ τὰ λουλούδια της - καὶ μ᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν σ᾿ αὐτήν. Ὁ ἴδιος ἐγὼ εἶχα γίνει Ἑλλάδα. Ὅλα της ἦταν μέσα μου - κι᾿ ἐγὼ ἤμουν μέσα σ᾿ ὅλα. Ὅλα της μοῦ ἀνῆκαν - καὶ τοὺς ἀνῆκα. Δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ μὴν τὸ γνώριζα καὶ νὰ μὴν τ᾿ ἀγαποῦσα. Τίποτα ποὺ νὰ μὴ μὲ θέρμαινε καὶ ποὺ νὰ μὴν τὸ θέρμαινα. Ἡ ψυχή μου ξεχείλιζε ἀπὸ τρυφερότητα γιὰ ὅ,τι ἑλληνικό, ἀπὸ ἀδελφωσύνη γιὰ κάθε Ἕλληνα. Χάιδευε ἁπαλὰ τὰ πάντα, χαμογελοῦσε ἤρεμα σὲ ὅλους. Κι᾿ ἡ πνοὴ τοῦ ἀέρα, κι᾿ ὁ ρόχθος τῶν θαλασσῶν, κι᾿ οἱ μυρωδιὲς τῶν λουλουδιῶν καὶ τῶν θυμαριῶν, καὶ τὸ μουρμούρισμα τῶν τρεχούμενων νερῶν, καὶ τὸ τραγούδι τῶν πουλιῶν μοῦ ἀνταποδίδαν τὸ χάδι. Κι᾿ οἱ ἄνθρωποι, νέοι καὶ γέροι, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἀπὸ πολιτεῖες, ἀπὸ βουνά, ἀπὸ κάμπους κι᾿ ἀπὸ νησιά μοῦ ἀνταποδίδαν τὸ χαμόγελο. Κι᾿ ἕνα φῶς ἀναστάσιμο ἔλουζε κι᾿ ἐξωράϊζε ὅλους καὶ ὅλα...
Τὸν «εὐαγγελισμὸ» αὐτὸν τὸν ἔνιωσαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὴν ἡμέρα ἐκείνη γιατὶ μόνο αὐτὸς ἐξηγεῖ καὶ φωτίζει τὴν προσφυγή τους στὰ ὅπλα χωρὶς τίποτα τὸ σαστισμένο, ἢ τὸ σκυθρωπό, ἢ τὸ μοιρολατρικό, ἢ καὶ τὸ πολεμόχαρο, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἤρεμη καὶ ἥμερη ἀπόφαση νὰ πολεμήσουν μ᾿ ὅλες τους τὶς δυνάμεις - τεντωμένες ἕως τὸ ἄκρο. Αὐτὸς καὶ διαφοροποιεῖ τὸν πόλεμο τοῦτον ἀπὸ κάθε ἄλλο πόλεμο στὴν ἱστορία τῶν λαῶν γιατὶ κι᾿ ἄλλοι λαοὶ πολέμησαν ἀπὸ «Χρέος πρὸς τὴν πατρίδα», ἢ «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», ἢ γιὰ νὰ προασπίσουν τὴν ἐλευθερία τους (κι᾿ ὅταν ἀκόμα εἶχαν ν᾿ ἀντιμετωπίσουν πολὺ δυνατότερους ἐχθρούς), ἐνῶ δὲν συνέβηκε ποτὲ σὲ λαὸ νὰ πάρει τὰ ὄπλα ὅπως οἱ Ἕλληνες τὸ 1940: ἔχοντας, ὁ κάθε ἕνας τους, μοναδικὸ κίνητρο τὴν Ἀγάπη, - μιὰν ἀπέραντη, τρυφερὴ κι᾿ ἀφιλοκερδῆ ἀγάπη ποὺ ἀγκάλιαζε, μὲ χάδι καὶ μὲ χαμόγελο, τὸν τόπο τους ὅλο κι᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου τους.
Κι᾿ εἶναι γι᾿ αὐτὸ - κι᾿ ὄχι γιὰ τὸν ἡρωισμὸ ποῦ ἔδειξε ἢ καὶ γιὰ τὴ νίκη ποὺ κατήγαγε στὸν πόλεμο - ποὺ ἡ 28η Ὀκτωβρίου θὰ μείνει στὴν Ἱστορία ὡς «ἡ ὡραιότερη στιγμὴ» τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ σ᾿ ὅλη, τὴ μακραίωνη, ζωή του.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Λογοτεχνῶν
http://pheidias.antibaro.gr/1940/ouranis.htm