Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ 2. Θ Ρ Η Σ Κ Ε Ι Α

Μ Ε Γ Α Λ Ο Υ   Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
(Ε.Π.Μ. Τόμος 31. Άσκητικαί Διατάξεις, Κεφ.Γ΄, παραγρ.2, σελ.1345)
—- . —-

Μετάφρασις π. Ίωάννου Νικολοπούλου

ΦΩΤΙΕΣ ΕΙΔ.Αν κάποιος άνδρας λέγει, δεν παραβλάπτομαι συναναστρεφόμενος με γυναίκες, ακόμη συνεσθίων και πίνων μαζί τους, αυτός ή δεν είναι αρσενικός, ή είναι ένα παραδοξότατο κατασκεύασμα-πλάσμα, το οποίο στέκεται στο μεταίχμιο των δύο φύσεων (άρρενος και θήλεως) … / ή, εάν, κολυμβών μέσα στα πάθη, δεν συναισθάνεται σέ ποία κατάσταση βρίσκεται, μιμείται αυτούς πού μεθάνε και είναι παράφρονες, οί οποίοι, τά πιο μεγάλα δεινά πού τούς έχουν βρεί δεν τά συναισθάνονται, και νομίζουν ότι είναι εκτός τού πάθους και απαλλαγμένοι απ’ αυτό. Άς τοποθετηθούμε για λίγο εκτός τής λογικής και εξωπραγματικά, ότι (δηλαδή) είναι δυνατόν κάποιος να μη επιρεάζεται από το σαρκικό πάθος, συναναστρεφόμενος με θήλεις-γυναίκες. Αλλά και αν αυτός (ίσως) δέν πάσχει, δεν μπορεί εύκολα να πείση και τούς άλλους-γύρω ότι (όντως) «ού πυρούται» (Α΄Κορ.7,9) δεν πάσχει, ότι δεν υποφέρει από σαρκικές επιθυμίες. Έξ’ άλλου, χωρίς στην πραγματικότητα να έχη κατωρθωθεί κάτι από μέρους τού ισχυριζομένου ότι ζεί έν απαθεία, αυτός φέρει μεγάλη τήν ευθύνη, ένεκα καί τού σκανδαλισμού πού προκαλεί στούς γύρω, οί οποίοι κρίνουν ώς ακατόρθωτη αυτή την συμπεριφορά, και άκρως επικίνδυνη.
Άκόμη, άς παρατηρήσωμε και κάτι άλλο. Ότι δηλαδή, και αν ό άνδρας (τυχόν) δεν προσβάλλεται από τούς σαρκικούς λογισμούς-πειρασμούς, δεν μπορεί αυτός ν’ αμφισβητήση και να προδιαγράψη, ότι και ή γυναίκα πλάϊ του, υπάρχει-ευρίσκεται-διατηρείται έξωθεν των τού σώματος τοιούτων σαρκικών παθών και προσβολών. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Διότι πολλάκις εκείνη, έχουσα ασθενή, πιο αδύναμον σέ αντίσταση λογισμόν, και το σαρκικόν πάθος πιο έντονο, υφίσταται προσβολή και ηθική ζημία, από τίς επιπόλαιες συναναστροφές και συχνές συναντήσεις και επαφές μετά των ανδρών.
Και αν ακόμη δεν συμβαίνει τίποτε απ’ όσα προείπαμε, είναι ανάγκη, εάν δεν μπορούμε τελείως και απολύτως να επιτύχωμεν τούτο, τουλάχιστον ν’αποφεύγωνται οί συχνές και παρατεταμένες συναντήσεις και συναναστροφές ανδρών με γυναίκες, όχι από αντιπάθεια και μίσος προς το γυναικείο φύλο («γένος» σημειοί ό Πατήρ, όπερ λάθος, διότι «γένος Θεού» καλούμεθα υπό τού Παύλου και είμεθα πάντες οί άνθρωποι, άρρενες και θήλεις, Πραξ.17,28-29). Μακριά (έστω) ίχνος μίσους, (άπαγε!). Ούτε θα απαρνηθούμε οί άνδρες τούς συγγενείς (μας) τού ετέρου φύλου, τάς γυναίκας, τη μάνα πού μάς γέννησε, τίς αδελφές μας, τίς εξαδέλφες μας κ.λ.π., αλλά και τίς πνευματικές μας γυναίκες συγγενείς, πού μπορεί τόσο να μάς ωφελούν πνευματικά, φέρουσαι την ανθρωπίνην (γενικώτερα) φύσιν, όπως (εξαιρέτως) αί μοναχαί, αί οποίαι έχουν αναλάβει (και αυταί) τον προσωπικό τους αγώνα, έχουσαι αποδυθεί είς τούς υπέρ τής αγνείας κόπους και τά παλαίσματα, συναθλούσαι σέ παράλληλα πνευματικά σκάμματα. Διαρκώς αγρυπνούντες, να έχωμεν έν υπομνήσει και να φυλαγώμαστε, αποφεύγοντας τίς συχνές συναντήσεις, για να μή παρασυρθούμε και εμπέσωμεν είς πάθη, από τά οποία πιο πάνω σημειώσαμε ότι πρέπει να έχωμεν οριστικώς απομακρυνθεί, χαρακτηρίσαντες ταύτα ώς άπό Θεού απηγορευμένα.
4219881

Θ Ρ Η Σ Κ Ε Ι Α

Τού Συνεργάτου μας Κ.Θ.
Όταν χρησιμοποιούμε τή λέξη «θρησκεία», πρέπει πρώτα απ’ όλα να γνωρίζουμε ότι αυτή δεν έχει καμμία σχέση με την πίστη στο Θεό. Ό δεσμός των Χριστιανών, και των πρό Χριστού Ίσραηλιτών, με το μόνο υπαρκτό Θεό δεν είναι θρησκεία, είναι πίστη.
Ή Χριστιανική πίστη είναι συμφωνία και συμβόλαιο μεταξύ Θεού και ανθρώπων, των Χριστιανών, ή μονη αιώνια και σωτήρια αλήθεια. Έκφράζεται και διατυπώνεται στη θεόπνευστη Βίβλο, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Παίρνει το όνομά της από το όνομα τού Χριστού, τού οποίου ετυμολογικώς είναι παράγωγο. Και έχει φορέα την εκκλησία των Χριστιανών και εκκλησία τού Χριστού ασφαλώς.
Ή Χριστιανική πίστη είναι και διδασκαλία και προαίρεση και πνευματική βασιλεία. Έπαναλαμβάνω δεν είναι θρησκεία, όπως δεν ήταν τέτοια ούτε ή ατελής αλλ’ αληθινή λατρεία τής Π. Διαθήκης. Τόσον ή παλιά κι’ ατελής όσο και ή νέα και τέλεια πίστη στον αληθινό Θεό στη Βίβλο δεν λέγεται «θρησκεία» ποτέ. Έξω και ξένες από την πίστη είναι ή αθεϊα και ή θρησκεία.
«Θρησκεία» είναι όλες οί βλακείες και παλαβομάρες πού λέν και κάνουν οί άνθρωποι, όταν χάσουν ή κι’ έξ αρχής δεν έχουν την πίστη στον αληθινό Θεό κι’ απομακρυνθούν απ’ αυτόν ή δεν τον έχουν γνωρίσει ποτέ. Είναι το υποκατάστατο τής πίστεως,
και υποκατάστατο πολύ άσχημο και ακάθαρτο. Είναι ή κυριώτερη ομαδική παράκρουση φρενών και λαϊκή ψυχοπάθεια. Είναι δαιμονισμός. Είναι δε ή θρησκεία, και το εχθρικώτερο προς τη Χριστιανική πίστη πράγμα, πολύ χειρότερο από την αμαρτία καθ’ εαυτήν, ακόμη και τη βαρύτερη αμαρτία. Οί θρήσκοι, είτε Ίουδαίοι και μουσουλμάνοι (= πεπτωκότες από τη Χριστιανική ή προχριστιανική πίστη) είτε ειδωλολάτρες (= μη προσελθόντες στη Χριστιανική πίστη ή μη γνωρίσαντες αυτήν), υπήρξαν ανά τούς αιώνες οί μόνοι διώκτες και δήμιοι και βασανισταί των Χριστιανών. Στην πραγματικότητα ουδέποτε άθεοι δίωξαν τη Χριστιανική πίστη. Την πιο ήσυχη ζωή πέρασαν οί Χριστιανοί ανάμεσα στα χρόνια 363-379, όταν βασίλευαν οί αυτοκράτορες, πού ήταν τυπικά ειδωλολάτρες και ουσιαστικά άθεοι, πού προτιμούσαν ώς αξιωματούχους των και υπαλλήλους τής κρατικής μηχανής των τούς Χριστιανούς ώς αδιαφθόρους και εμπίστους, ενώ απεχθάνονταν τούς δικούς των ειδωλολάτρες ώς φαύλους. Αυτοί επανέφεραν από την εξορία στη θέση του τον Μ. Άθανάσιο, τον οποίο είχαν διώξει κι’ εξορίσει οί τρείς προηγούμενοι αυτοκράτορες, δύο «Χριστιανοί» και «πάτρωνες τής εκκλησίας» κι’ ένας ανεψιός κι’ εξάδελφός τους φανατικός ειδωλολάτρης και θεοπάλαβος. Οί δε μετά τούς έξ(6) αθέους πάλι «Χριστιανοί» αυτοκράτορες και «πάτρωνες τής εκκλησίας» πάλι ευνόησαν τη δολοφονία τού Ίωάννου Χρυσοστόμου.
Στον πρώτο από τούς 6 αθέους, πού επανέφερε τον Άθανάσιο, όταν τού έγραψε «Έπίσκοπε, θέλω να γίνω Χριστιανός», ό Άθανάσιος τού απάντησε. «Τέτοιος πού είσαι, δεν γίνεται να γίνης Χριστιανός». Κι’ εκείνος τον εκτίμησε άλλο τόσο. Και τον Ίωάννη το Χρυσόστομο ώς επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τον προστάτευε από τούς «Χριστιανούς» εχθρούς του ό «ειδωλολάτρης» άθεος πρωθυπουργός Ευτρόπιος.
Όταν ό Ευτρόπιος δολοφονήθηκε από άλλον ειδωλολάτρη θρήσκο πρωθυπουργό, μετά από λίγο δολοφονήθηκε κι’ ό Χρυσόστομος από τούς «Χριστιανούς» αυτοκράτορες και «επισκόπους». Και τρείς αιώνες πιο μπροστά ό «ειδωλολάτρης» και στην πραγματικότητα άθεος αυτοκράτορας Άδριανός (117-138) ήταν εκείνος πού εξέδωκε διάταγμα να τιμωρήται αυστηρά όποιος καταγγείλη Χριστιανό, μόνο επειδή ήταν Χριστιανός, και έκτισε σ’ όλη την αυτοκρατορία του αίθουσες, για να εκκλησιάζωνται σ’ αυτές οί Χριστιανοί και να λατρεύουν το Θεό τους ανενόχλητοι, ενώ οί ειδωλολάτρες προέβαλλαν την αντίρρησή τους, πώς(;) είναι δυνατόν να μην είναι άθεοι οί Χριστιανοί, αφού λατρευουν τάχα κάποιο Θεό μέσα σέ ναούς ανεικονικούς; Γι’ αυτούς κάθε ανεικονικός ήταν άθεος.
Αυτοί οί πρώτοι χώροι τής χριστιανικής λατρείας έμειναν στην ιστορία ώς «αδριάνεια» ή «αδριάνεια συνακτήρια». Τούς τά έκτισε με δημόσιες δαπάνες ό άθεος Άδριανός. Παράξενο; Αλλά ουδέποτε στην ιστορία τους οί Χριστιανοί και ή εκκλησία τους πέρασαν τόσο όμορφα όσο επί των αθέων αυτοκρατόρων. (Βλέπε παραπομπές γι’ αυτά τά όντως παράξενα, σέ πολλές αρχαίες χριστιανικές και μη χριστιανικές πηγές τόσο ελληνόγλωσσες όσο και λατινόγλωσσες, στο σύγγραμμα τού Έλλογιμωτάτου Καθηγητού Φιλοσοφίας και Θεολογίας κ. Κωνσταντίνου Γ. Σιαμάκη «Έξωχριστιανικές μαρτυρίες για το Χριστό και τούς Χριστιανούς», Θεσσαλονίκη 1995, Άθήνα 2000).
Το μάθημα αυτό ή εκκλησία δεν πρέπει να το λησμονή ποτέ. Οί θρήσκοι είναι πάντα διώκτες και δήμιοι, διότι είναι φρενοβλαβείς και φθονεροί. Φαρισαίοι, Χασιδίμ, Ίουδαίοι, φιλόσοφοι, Σταυροφόροι, Ιεροεξεταστές, Ίησουϊτες, Ταλιμπάν, Φενταγίν, Μουτζαχεντίν, Άγιατολάχ, Μασόνοι, Σίχ, Καμικάζι, Γεροντάδες, … δολοφόνοι έν όνόματι τού Θεού. Άνατρέξατε στο ώς άνω σύγγραμμα τού Έλλογιμωτάτου κ. Κ. Σιαμάκη, και θα αρθή κάθε απορία και αμφιβολία σας. Θα διαπιστώσετε τού λόγου, ή μάλλον των γεγραμμένων το αληθές, αποδεικνυόμενο με ιστορικά ντοκουμέντα πλήρως διερευηνηθέντα και καταχωρηθέντα.
Διαφέρει δε ή πίστη από τη θρησκεία όσο συμβαίνει και γίνεται να διαφέρουν δυό άκρως αντίθετα πράγματα και εχθρά μεταξύ τους. Άντικειμενικώς ή πίστη είναι το ζητούμενο πού ζητάει ό Θεός από τον άνθρωπο, ενώ ή θρησκεία είναι εκείνο πού κάνει ό άνθρωπος μετά την άρνηση τού Θεού, όταν έχη παραφρονήσει, για να γεμίση την κενή στην ψυχή του θέση τού απορριφθέντος Θεού, με σκουπίδια τής επινοήσεώς του. Ύποκειμενικώς ή πίστη είναι ισόρροπη λειτουργία τής ανθρωπίνης υπάρξεως και σωφροσύνη, ενώ ή θρησκεία είναι ανισορροπία και παραφροσύνη, εκδήλωμα ψυχοπαθείας. Το κυριώτερο δείγμα λαϊκής ψυχοπαθείας.
Ό πλησιέστερος προς τον πιστό άπιστος, είναι ό άθεος και άθρησκος, πού ομολογεί ότι δεν πιστεύει ούτε σέ Θεό, ούτε τίποτε το μεταφυσικό, ενώ ό πιο απόμακρος από τον πιστό άπιστος, είναι ό θρήσκος, ό οποίος ουσιαστικά ή και τυπικά είναι πάντοτε ειδωλολάτρης και πολύθεος, και λατρεύει Θεούς πλαστούς και ψεύτικους, προσωποποιήσεις και δικαιώσεις των αμαρτωλών επιθυμιών του και πράξεών του, και θρησκεύει φανατικά κι’ επικίνδυνα σάν τρελλός. Διότι όλα όσα κάνει για τούς λεγομένους «θεούς του» ή «ήρωές του» ή «αγίους του», είναι εκδηλώματα τής φιλαυτίας του και τής φρενοβλαβείας του.
Ό απλώς άθεος, έχει απλώς αφαιρέσει από την ψυχή του και τη ζωή του το θείο, χωρίς και να έχη φτιάξει κανένα υποκατάστατο, ενώ ό θρήσκος μετά την αφαίρεση τού πραγματικού Θεού, έχει προσθέσει στο κενό του, για να το στουμπώση, και υποκατάστατο. Ό άθεος, πού διατηρεί το κενό του κενό, ενδέχεται κάποτε ν’ αναζητήση το Θεό, διότι ό άνθρωπος φύσει αναζητάει το Θείο και από κατασκευής έχει στην ψυχή του υποδοχή για το Θεό. Έκτός αυτού, μετά την αποβολή τού Θεού διατηρεί στον περίγυρο τής υποδοχής του την οσμή τού Θεού, πού είναι κάποια δικαιοσύνη και λογική. Έκείνος όμως πού γέμισε το κενό του με το υποκατάστατο, ουδέποτε θ’ αναζητήση τον πραγματικό Θεό, επειδή είναι ήδη κορεσμένος και στουμπωμένος με τη διάστροφη ικανοποίησή του. Το πάντοτε ακάθαρτο και άδικο και παράλογο υποκατάστατό του, έχει δώσει στον περίγυρο τής υποδοχής τού θείου, δύσοσμο και δηλητηριώδες εμπότισμα. Μισεί πλέον τον αληθινό Θεό και τού Θεού το θέλημα και τού Θεού τούς πιστούς. Και τούς φθονεί θανάσιμα, και δίπλα τους αισθάνεται κομπλεξικά, όπως ό Κάϊν δίπλα στον Άβελ, και τούς διώκει, και γίνεται και δήμιός τους.
Άθεϊα από αθεϊα διαφέρει, και κέθε αθεϊα έχει το δικό της αίτιο. Άλλη είναι ή αθεϊα ωρισμένων αρχαίων Έλλήνων, οί οποίοι χαρακτηρίσθηκαν ώς «ηρέμα άθεοι», όπως οί Άναξαγόρας, Πρωταγόρας, Θουκυδίδης, Ίπποκράτης, Άριστοτέλης, Μ. Άλέξανδρος, Θεόφραστος, ή οποία προερχόταν από αηδία προς την περιρρέουσα βρόμικη και βλακώδη θρησκεία, άλλη ή αθεϊα ώρισμένων Γάλλων επαναστατών ή Ρώσων επαναστατών, ή οποία προερχόταν από σκανδαλισμό των ανθρώπων από τον πάπα Ρώμης και το ακάθαρτο κι’ απάνθρωπο περιβάλλον του ή από το ακάθαρτο αυλικό περιβάλλον τού τσάρου τού Ρασπούτιν και τού ρωσικού ιερατείου, κι’ άλλη ή αθεϊα των μαλθουσιανών ή δαρβινιστών ή φροϋδιστών ή μαρξιστών, ή οποία προέρχεται από τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο των εισηγητών της, πού ενοχλούνταν από την ύπαρξη τού δικαιοκρίτου Θεού και το θέλημά του, όπως αυτό εκφράζεται στη Βίβλο. Αυτοί οί τελευταίοι «άθεοι» δεν είναι αυθεντικοί άθεοι, αλλά κατ’ ουσίαν ειδωλολάτρες με θρήσκευμα την ιδεολογία και ιδεοληψία τους. Αν λ.χ. δεν ήταν θρήσκευμα ό κομμουνισμός, οί κομμουνισταί δεν θα διατηρούσαν ταριχευμένα τά πτώματα τού Λένιν και τού Στάλιν σέ ειδικά μουσεία – τεμένη με τιμητική – ιερατική φρουρά, και δεν θα έστηναν εικόνες των γλυπτές και χρωστικές, και δεν θα πραγματοποιούσαν πάνδημες προσκυνηματικές εκδρομές σ’ αυτά τά πτώματα και σ’ αυτές τίς εικόνες. Οί αυθεντικοί άθεοι και υλισταί αμέσως μετά τη διαπίστωση τού θανάτου εκείνων θα πετούσαν τά πτώματά τους σέ κάδους απορριμάτων, όπως πετούσαν και τά μαλλιά εκείνων οί κουρείς και τά κομμένα νύχια τους σέ τέτοιους κάδους, και τά ούρα και τά κόπριά τους στις αποχετεύσεις των αποχωρητηρίων. Θρησκεία από θρησκεία όμως κατ’ ουσίαν δεν διαφέρει.
Ώς ελληνική λέξη ή «θρησκεία» είναι λέξη οργιαστική και ηχοποίητη από την τελεστική φασαρία τού οργίου, κι’ έχει ετυμολογική σχέση με τίς λέξεις: θρήσκος θρήνος θροώ θριάσιος θρίαμβος θρίδαξ θριδακίνη θράξ θύρσος και μερικές άλλες ομόρριζες, όλες παραγόμενες από τον ήχο (θρ) τής φασαρίας τού οργίου.
Στη λατινική, ή θρησκεία λέγεται religio, χωρίς να έχη παράλληλη καταγωγή και παραγωγή. Έχει τη σημασία τού «συνδέσμου» μιάς θρησκευτικής φατρίας ή κάστας. Στις ευρωπαϊκές γλώσσες, τόσο τίς λατινογενείς ιταλική γαλλική ισπανική κ.λ.π., όσο και τίς λατινοβριθείς αγγλική γερμανική νορβηγική και άλλες, περάστηκε ώς religio religion religione κ.λ.π., Ώς αυτούσιος όρος, ώς πρώτο συνθετικό, και ώς συντομογραφία συναντάται ώς relig ή rel.
  • Έπεξήγησις:
    * Θροέω – (ώ), αρχική έννοια κραυγάζω, θορυβώ.
    * Θριάσιος, έκ τού θρίασις (εως) =ποιητική έκστασις μετά παραφοράς
    και μανίας. Σχετική, ή λέξις θρίαμβος. (Συνέχεια)
    * Θρίαμβος = Ύμνος είς τον Βάκχον (ή Διόνυσον) αδόμενος σέ οργιαστι-
    κές πομπές προς τιμήν του. Έπίσης, επίθετον τού Διονύσου ή Βάκχου,
    σχέσιν έχον με τίς λέξεις οινοποσία, θόρυβος, κρεπάλη.
    * Θρίδαξ, το φυτό μαρούλι. Περαιτέρω ερευνήσας ουδέν σχετικόν εύρον.
    * Θριδακίνη, αντί τού ώς άνω Δωρικού και Ιωνικού θρίδαξ.
    * Θύρσος = ράβδος των οργιαστών τού Βάκχου ή Διονύσου.
    * Θύρσοι (οί) = οί πανηγυριστές, λάτρεις τού Βάκχου ή Διονύσου.
    * Θράξ (κός), Δωρική ρίζα τής Ίωνικής Θρήξ, έξ ού ή λέξις Θρη(σκεία).
    * Διονυσιάζω = εορτάζω τά Διονύσια ή Βακχικά, διάγω βίον διονυσιακώς
    με ξεφαντώματα, ασώτως, οργιαστικώς και υποκρίνομαι. Είμαι ηθο-
    ποιος.
    * Θρήνος – Θρηνώ – θρηνολογώ = κλαίω, ολοφύρομαι, μοιρολογώ.
    * Θρηνωδώ = θρηνώ άδων (κλαίω, άδων μετά θλίψεως, μοιρολογώντας).
 http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=75066#more-75066