ΕΛΕΙΨΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα δὲν γεύτηκαν τὴν χαρὰ τῆς θυσίας καὶ δὲν ἀγαποῦν τὸν κόπο. Μπῆκε ἡ τεμπελιά, τὸ βόλεμα, ἡ πολλή ἄνεση. Ἔλειψε τὸ φιλότιμο, ἡ θυσία. Θεωροῦν κατόρθωμα, ὅταν καταφέρνουν χωρίς κόπο νὰ πετύχουν κάτι, ὅταν βολεύωνται. Δὲν χαίρονται, ὅταν δὲν βολεύωνται. Ἐνῶ, ἄν ἀντιμετώπιζαν τὰ πράγματα πνευματικά, θὰ ἔπρεπε τότε νὰ χαίρωνται, γιατί τούς δίνεται εὐκαιρία γιὰ ἀγώνα.
Ὅλοι τώρα, μικροί-μεγάλοι, κοιτάζουν τὴν εὐκολία. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κοιτάζουν πῶς νὰ ἁγιάσουν μὲ λιγώτερο κόπο. Οἱ κοσμικοί πῶς νὰ βγάλουν περισσότερα χρήματα, χωρίς νὰ δουλεύουν. Οἱ νέοι πῶς νὰ περνοῦν στὶς ἐξετάσεις, χωρίς νὰ διαβάζουν, πῶς νὰ πάρουν πτυχίο, χωρίς νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν καφετέρια. Καὶ ἄν εἶναι δυνατόν, νὰ τηλεφωνοῦν ἀπὸ τὴν καφετέρια, γιὰ νὰ τούς δώσουν τὰ ἀποτελέσματα! Ναί, ἐκεῖ φθάνουν! Ἔρχονται πολλά παιδιά στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λένε: «Κάνε προσευχή νὰ περάσω». Δὲν διαβάζουν καὶ λένε: «Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήση». «Διάβασε, τοῦ λέω, καὶ Κάνε καὶ προσευχή». «Γιατί, μοῦ λέει, δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ βοηθήση;». Δηλαδή τὴν τεμπελιά του νὰ εὐλογήση ὁ Θεός; Δὲν γίνεται αὐτό. Ἄν τὸ παιδί διαβάζη, ἀλλὰ δὲν πιάνη, τότε θὰ τὸ βοηθήση ὁ Θεός. Εἶναι μερικά παιδιά ποὺ δὲν θυμοῦνται ἤ δὲν καταλαβαίνουν, ἀλλὰ καταβάλλουν προσπάθεια. Αὐτὰ θὰ τὰ βοηθήση ὁ Θεὸς νὰ γίνουν τετραπέρατα.
Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ οἱ ἐξαιρέσεις, ἕνα παλληκάρι ἀπὸ τὴν Χαλκιδική ἔδωσε ἐξετάσεις σὲ τρεῖς σχολές καὶ πέρασε σὲ ὅλες (1), σὲ ἄλλη πρῶτος, σὲ ἄλλη δεύτερος, ἀλλὰ τὸν ἀνέπαυε πιὸ πολύ νὰ βρῆ μία δουλειά, γιὰ νὰ ξελαφρώση τὸν πατέρα του ποὺ δούλευε στὰ μεταλλεῖα. Ἔτσι δὲν πῆγε νὰ σπουδάση καὶ ἐπίασε ἀμέσως κάπου δουλειά. Αὐτή ἡ ψυχή εἶναι φάρμακο γιὰ μένα. Γιὰ τέτοια παιδιά νὰ πεθάνω, νὰ γίνω φυτόχωμα. Οἱ περισσότεροι ὅμως νέοι ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ ἔχουν πάθει ζημιά. Ἔμαθαν νὰ τούς ἐνδιαφέρη μόνον ὁ ἐαυτός τους, δὲν σκέφτονται καθόλου τὸν πλησίον ἀλλὰ μόνον τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ὅσο τούς βοηθᾶς, τόσο πιὸ πολύ χουζούρι κάνουν.
Βλέπω κάτι νερόβραστα παιδιά σήμερα. Νὰ κρίνουν τὸ ἕνα, νὰ βαριοῦνται τὸ ἄλλο, ἐνῶ ἡ καρδιά οὔτε κουράζεται οὔτε γερνάει ποτέ. Νὰ γίνουν καλόγεροι, βαριοῦνται. Νὰ παντρευτοῦν, φοβοῦνται. Κοτζάμ παλληκάρια ἔρχονται, ξαναέρχονται στὸ Ἅγιον Ὅρος… «Ἄχ, καὶ καλόγερος δύσκολα εἶναι, λένε. Κάθε μέρα νὰ πρέπη νὰ σηκώνεσαι μεσάνυχτα! Δὲν εἶναι μία καὶ δυὸ μέρες!...». Γυρίζουν στὸν κόσμο. «Τί νὰ κάνω σ΄ αὐτήν τὴν κοινωνία, μὲ τί ἄνθρωπο θὰ μπλέξω, ἄν παντρευτῶ; Φασαρία εἶναι», λένε, καὶ ἔρχονται πάλι στὸ Ὅρος. Κάθονται λίγο, «δύσκολα…» σοῦ λένε.
Οἱ νέοι σήμερα μοιάζουν μὲ καινούργιες μηχανές ποὺ τὰ λάδια τούς ἐ ναί παγωμένα. Πρέπει νὰ ζεσταθοῦν τὰ λάδια, γιὰ νὰ πάρουν μπρός οἱ μηχανές, ἀλλιῶς δὲν γίνεται. Ἔρχονται στὸ Καλύβι ταλαίπωρα παιδιά –δὲν εἶναι ἕνα καὶ δυὸ – καὶ μὲ ρωτοῦν: «Τί νὰ κάνω, Πάτερ; Πῶς νὰ περάσω τὴν ὥρα μου; Μὲ πιάνει πλήξη». «Νὰ βρής μία δουλειά, βρέ παιδί». «Ἔχω λεφτά, μοῦ λέει. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν δουλειά;». «Μά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι μηδέ ἐσθιέτω» (2). Πρέπει νὰ δουλέψης, γιὰ νὰ φᾶς, καὶ ἄς ἔχης χρήματα. Ἡ δουλειά βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεπαγώσουν τὰ λάδια τῆς μηχανῆς του. Εἶναι δημιουργία. Δίνει χαρὰ καὶ παίρνει τὸ ἄγχος, τὴν πλήξη. Ἔτσι, βρέ παλληκάρι, νὰ βρής μία δουλειά ποὺ νὰ σοῦ ἀρέση ἔστω καὶ λίγο, καὶ νὰ ξεκινήσης. Γιὰ δοκίμασε, νὰ δής!».
Καὶ βλέπεις, μερικά παιδιά κουράζονται, καὶ ξεκουράζονται μὲ τὴν κούραση. Ἔρχονται νέα παιδιά στὸ Καλύβι καὶ κάθονται, καὶ κουράζονται ποὺ κάθονται. Ἀλλά μὲ πολύ φιλότιμο μὲ ρωτοῦν συνέχεια: «Τί νὰ σοῦ κάνουμε; Τί νὰ σοῦ φέρουμε;». Δὲν ζητῶ ποτέ τίποτε. Τὸ βράδυ μὲ τὸν φακό κάνω τὶς δουλειές, νὰ κουβαλήσω ξύλα, νὰ ἀνάψω δυὸ σόμπες τὸν χειμώνα, νὰ συμμαζέψω. Πολλοί ἀπὸ τούς ἐπισκέπτες τὰ ἀφήνουν ὅλα ἄνω-κάτω, λάσπες, κάλτσες βρεγμένες. Τούς δίνω λεπτές κάλτσες ποὺ μου στέλνουν, πετοῦν τὶς ἄλλες. Τούς δίνω χαρτοπετσέτες νὰ τὶς τυλίξουν, δὲν τὶς συμμαζεύουν. Τρεῖς φορές στὴν ζωή μου ζήτησα κάτι. Σὲ ἕνα παλληκάρι εἶπα μία φορά: «Θέλω δυὸ κουτιά σπίρτα ἀπὸ τὶς Καρυές» – ἄν καὶ εἶχα τέσσερις ἀναπτῆρες, ἀλλὰ τὸ ἔκανα γιὰ νὰ τοῦ δώσω χαρά. Ἔτρεξε χαρούμενος, λαχανίασε νὰ τὰ φέρη, ἀλλὰ τὸν ξεκούρασε ἡ κούραση, γιατί γεύτηκε τὴν χαρὰ τῆς θυσίας. Καὶ ἄλλος καθόταν καὶ κουράσθηκε ποὺ καθόταν. Ζητοῦν νὰ νιώσουν τὴν χαρά, ἀλλὰ πρέπει νὰ θυσιασθῆ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἔρθη ἡ χαρά. Ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν θυσία γεννιέται. Ἡ πραγματική χαρὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ φιλότιμο. Ἔτσι καὶ καλλιεργηθῆ τὸ φιλότιμο, εἶναι πανηγύρι. Τὸ βάσανο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία. Ἐκεῖ εἶναι ποὺ σκαλώνει κανείς.
Εἶχαν ἔρθει δύο νέοι ἀξιωματικοί στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μοῦ εἶπαν: «Θέλουμε νὰ γίνουμε μοναχοί». «Γιατί, λέω, θέλετε νὰ γίνεται μοναχοί; Ἀπὸ πότε σᾶς ἀπασχόλησε αὐτό;». «Τώρα, μοῦ λένε, κάναμε μία ἐπίσκεψη στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ σκεφτόμαστε νὰ μείνουμε, μήπως γίνη καὶ κανένας πόλεμος». «Βρέ, δὲν ντρέπεστε, τούς λέω. «Μήπως γίνη καὶ κανένας πόλεμος»! Καὶ πῶς θὰ φύγετε ἀπὸ τὸν στρατό;». «Θὰ βροῦμε μία αἰτία», μοῦ λένε. Τί θὰ βροῦν; Ἤ θὰ κάνουν ὅτι εἶναι τρελλοί ἤ…, κάτι πάντως θὰ βροῦν. «Ἄν ξεκινᾶτε νὰ γίνετε μοναχοί μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικό, εἶστε ἀποτυχημένοι ἐξ ἀρχῆς», τούς λέω. Ἄλλοι πάλι, ἐνῶ εἶναι ἕτοιμοι ἀπὸ καιρό νὰ παντρευτοῦν, νὰ δημιουργήσουν οἰκογένεια, ἔρχονται καὶ μοῦ λένε: «Τί νὰ παντρευτῶ; Εἶναι νὰ κάνης οἰκογένεια καὶ παιδιά σ΄ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς;». «Καλά, λέω, ὅταν γίνονταν διωγμοί, ἡ ζωή εἶχε σταματήσει; Οὔτε δούλευαν οὔτε παντρεύονταν; Μήπως ἐσύ βαριέσαι;». «Θέλω νὰ γίνω καλόγερος», λέει. «Ἐσύ βαριέσαι! Τί προκομμένος καλόγερος θὰ γίνης;». Καταλάβατε; Ἄν μία ξεκινάη νὰ γίνη καλόγρια, ἐπειδή σκέφτεται: «Τί νὰ μείνω στὸν κόσμο, νὰ κάνω οἰκογένεια, νάχω παιδιά, ζαλούρα, φασαρία; Θὰ πάω σὲ Μοναστήρι, θὰ κάνω ἐκεῖ μία ὑπακοή, εὐθύνη δὲν θάχω, καὶ ἄν μου ποῦν καμμιά κουβέντα, θὰ σκύβω τὸ κεφάλι. Ποῦ νὰ φτιάξω σπίτι; Ἐκεῖ θὰ ἔχω κελλί δικό μου, φαγητό κ.λπ.», νὰ τὸ ξέρη, εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἀποτυχημένη. Σᾶς φαίνεται παράξενο; Ὑπάρχουν καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι. Νὰ ξέρετε, ἕνας προκομμένος οἰκογενειάρχης καὶ στὴν καλογερική θὰ ἔκανε προκοπή, καὶ ἕνας προκομμένος μοναχός, ἄν ἔκανε οἰκογένεια, θὰ ἔκανε προκοπή.
Κάποιος εἶχε καθήσει δόκιμος σ΄ ἕνα Μοναστήρι καὶ δὲν ἤθελε νὰ γίνη καλόγερος. «Γιατί, παιδί μου, μένεις ἔτσι;», τὸν ρωτάω. «Γιατί ὁ καλογερικός σκοῦφος μου θυμίζει τὸ κράνος», μοῦ λέει. Ἀκοῦς κουβέντα; Δὲν ἤθελε νὰ γίνη καλόγερος, γιὰ νὰ μή φορέση τὴν καλογερική σκούφια. Τοῦ θύμιζε τὸ κράνος! Καὶ πότε φόρεσε τὸ κράνος; Ζήτημα νὰ τὸ φόρεσε μερικές φορές μόνο σὲ καμμιά ἄσκηση. Ποῦ νὰ πήγαινε καὶ σὲ πόλεμο! Τοῦ θύμιζε τὸ κράνος! Ἀκοῦς; Μά τί θέλει στὴν καλογερική αὐτός; Ὅταν ξεκινάη κανεὶς ἔτσι, τί καλόγερος θὰ γίνη; Μπορεῖς νὰ μοῦ πῆς; Τελικά ἔγινε ὁ ταλαίπωρος κάπου μοναχός καὶ δὲν φοροῦσε χονδρή σκούφια.
Μία φορά ἦρθαν δυὸ νεαροί στὸ Καλύβι μὲ κάτι μαλλιά μέχρι κάτω. Πῆγα νὰ τούς κουρέψω, ἀντέδρασαν, βιαζόμουν καὶ ἐγώ, καὶ μόνον τούς κέρασα. Εἶχα καὶ ἕνα γατί ἐκεῖ πέρα. «Νὰ τὸ πάρω;», λέει ὁ ἕνας. «Πάρ΄ το», τοῦ λέω. Πῆγαν ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἰβήρων, μία ὥρα δρόμο, μὲ τὸ γατί ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιά – καὶ νὰ βρέχη. Ζήτησε ἐκεῖ νὰ μείνη στὸ Ἀρχονταρίκι μὲ τὸ γατί. «Δὲν γίνεται», τοῦ εἶπαν καὶ ἔμεινε ἔξω στὴν βροχή ὅλη νύχτα. Ἄν τοῦ ἔλεγες νὰ φυλάξη μία ὥρα σκοπιά, θὰ σοῦ ἔλεγε: «Ὄχι, δὲν μπορῶ», ἀλλὰ νὰ καθήση μία νύχτα ἔξω μὲ τὸ γατί, μπορεῖ.
Ἕνας ἄλλος πῆγε στρατιώτης καὶ ἔφυγε. Ἦρθε μετά στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λέει: «Θέλω νὰ γίνω μοναχός». «Νὰ πᾶς νὰ ὑπηρετήσης τὴν θητεία σου!».τοῦ λέω. «Στὸν στρατό δὲν εἶναι ὅπως στὸ σπίτι μου», μοῦ λέει. «Καλά ποὺ μου τόπες, παλληκάρι, δὲν τόξερα, γιὰ νὰ τὸ λέω καὶ στούς ἄλλους!».Ἐν τῷ μεταξύ νὰ τὸν ψάχνουν οἱ δικοί του. Μετά ἀπὸ λίγες μέρες ξαναπέρασε πρωί-πρωί. Ἦταν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ. «Σὲ θέλω», μοῦ λέει. «Τί θέλεις; τοῦ λέω. Ποῦ ἐκκλησιάστηκες;». «Πουθενά», μοῦ λέει. «Σήμερα, Κυριακή του Θωμά, στὰ Μοναστήρια κάνουν Ἀγρυπνία καὶ ἐσύ δὲν πῆγες; Καὶ θέλεις νὰ γίνης καλόγερος; Ποῦ ἤσουν;». «Κάθησα στὸ ξενοδοχεῖο. Ἦταν ἥσυχα, στὰ Μοναστήρια ἔχει θόρυβο!». «Καὶ τώρα τί θὰ κάνης;». «Σκέφτομαι νὰ πάω στὸ Σινά, γιατί θέλω σκληρή ζωή». «Κάνε λίγη ὑπομονή», τοῦ λέω. Πάω μέσα, παίρνω ἕνα τσουρέκι ποὺ μου εἶχαν φέρει καὶ τοῦ τὸ δίνω. «Πάρε αὐτὸ τὸ μαλακό τσουρέκι, τοῦ λέω, γιὰ νὰ κάνης σκληρή ζωή, καὶ φύγε!». Αὐτοί εἶναι οἱ νέοι σήμερα. Δὲν ξέρουν τί ζητοῦν. Στρίμωγμα δὲν σηκώνουν καθόλου. Ποῦ νὰ θυσιασθοῦν μετά;
Θυμᾶμαι στὸν στρατό πόσες φορές παρουσιαζόταν μία ἀνάγκη καὶ ἄκουγες: «Κύριε Διοικητά, νὰ πάω ἐγώ ἀντί γι’ αὐτόν, αὐτός εἶναι παντρεμένος, ἔχει παιδιά, νὰ μή μείνουν τὰ παιδιά του στὸν δρόμο». Νὰ παρακαλοῦν τὸν Διοικητή νὰ πᾶνε αὐτοί στὴν θέση του, στὴν πρώτη γραμμή! Χαίρονταν νὰ σκοτωθοῦν αὐτοί καὶ νὰ μή σκοτωθῆ ὁ ἄλλος καὶ ἀφήση τὰ παιδιά του στὸν δρόμο! Ποῦ τώρα νὰ κάνη κανεὶς τέτοια θυσία! Σπάνιο πράγμα! Μία φορά εἴχαμε μείνει ἀπὸ νερό σὲ μία τοποθεσία. Εἶδε ὁ Διοικητής στὸν χάρτη ὅτι στὸ τάδε σημεῖο ὑπῆρχε νερό. Ἐκεῖ ὅμως ἦταν οἱ ἀντάρτες. Μᾶς λέει: «Ἐδῶ κοντά ἔχει νερό, ἀλλὰ εἶναι πολύ ἐπικίνδυνα. Ποιός θὰ πάη νὰ γεμίση μερικά παγούρια; οὔτε φῶς δὲν θὰ ἀνάψη». Πετάγεται ὁ ἕνας: «Θὰ πάω ἐγώ, κύριε Διοικητά», ὁ ἄλλος «ἐγώ», ὁ ἄλλος «ἐγώ»! Ὅλοι δηλαδή ζητοῦσαν νὰ πᾶνε! Καὶ τὴν νύχτα, χωρίς φῶς, εἶναι ὁ τρόμος πολύς. «Δὲν μπορεῖτε νὰ πάτε καὶ ὅλοι!».λέει ὁ Διοικητής. Θέλω νὰ πῶ, κανεὶς δὲν σκέφθηκε τὸν ἑαυτό του. Δὲν τραβιόταν ὁ ἕνας νὰ πῆ: «Κύριε Διοικητά, μοῦ πονάει τὸ πόδι», ὁ ἄλλος «μοῦ πονάει τὸ κεφάλι» ἤ «εἶμαι κουρασμένος». Ὅλοι θέλαμε νὰ πᾶμε, καὶ ἄς κινδύνευε ἡ ζωή μας.
Σήμερα ὑπάρχει ἕνα πνεῦμα χλιαρό, καθόλου ἀνδρισμός, καθόλου θυσία. Ὅλα τὰ μετέτρεψαν μὲ τὴν σημερινή βλαμμένη λογική. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ παλιά πήγαιναν ἐθελοντές στὸν στρατό, τώρα παίρνουν τρελλάδικο χαρτί, γιὰ νὰ μήν ὑπηρετήσουν. Κοιτάζουν τί νὰ κάνουν, γιὰ νὰ μήν πᾶνε στρατιῶτες. Ποῦ πρῶτα; Εἴχαμε ἕναν λοχαγό, εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἦταν, ἀλλὰ ἦταν παλληκάρι! Μία φορά τὸν πῆρε τηλέφωνο ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἀπόστρατος ἀξιωματικός, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σκέφτεται νὰ φροντίση νὰ φύγη ἀπὸ τὴν πρώτη γραμμή καὶ νὰ πάη στὰ μετόπισθεν. Ἔβαλε τὶς φωνές ὁ λοχαγός. «Ντροπή σου, πατέρα, νὰ λές ἐσύ τέτοια πράγματα! Οἱ κηφῆνες κάθονται». Εἶχε εἰλικρίνεια, τιμιότητα, παλληκαριά πολλή, ποὺ ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια, ἔτρεχε μπροστὰ. Ἡ χλαίνη τοῦ ἦταν κόσκινο ἀπὸ τὶς σφαῖρες, καὶ δὲν εἶχε σκοτωθῆ. Ὅταν ἀπολύθηκε, πῆρε τὴν χλαίνη μαζί του, νὰ τὴν ἔχη γιὰ ἐνθύμιο.
1) Παλιότερα οι υποψήφιοι φοιτητές μπορούσαν να δώσουν εξετάσεις σε περισσότερες από μια σχολές.
2) . Β΄ Θεσ. 3, 10.
http://users.sch.gr/aiasgr/Paterika_keimena/Gerwn_Paisios_1/H_nea_genia.htm