- Γέροντα, μερικοί ἄνθρωποι, ἄν συναντήσουν κάποια μεγάλη δυσκολία στήν ζωή τους, ἀμέσως σκέφτονται νά αὐτοκτονήσουν.
- Μπαίνει ὁ ἐγωισμός στήν μέση. Οἱ περισσότεροι πού αὐτοκτονοῦν, ἀκοῦν τόν διάβολο πού τούς λέει πώς, ἄν τερματίσουν τήν ζωή τους, θά γλιτώσουν ἀπό τό ἐσωτερικό βάσανο πού περνοῦν, καί ἀπό ἐγωισμό αὐτοκτονοῦν.
Ἄν λ.χ. κάνη κάποιος μία κλεψιά καί ἀποδειχθῆ ὅτι ἔκλεψε, «πάει, λέει, τώρα ἔγινα ρεζίλι» καί, ἀντί νά μετανοήση, νά ταπεινωθῆ καί νά ἐξομολογηθῆ, γιά νά λυτρωθῆ, αὐτοκτονεῖ. Ἄλλος αὐτοκτονεῖ, γιατί τό παιδί τοῦ εἶναι παράλυτο. «Πῶς νά ἔχω παράλυτο παιδί ἐγώ;» λέει καί ἀπελπίζεται. Ἄν εἶναι ὑπεύθυνος γι' αὐτό καί τό ἀναγνωρίζη, ἄς μετανοήση. Πῶς βάζει τέρμα στήν ζωή του καί ἀφήνει τό παιδί του στόν δρόμο; Δέν εἶναι πιό ὑπεύθυνος μετά;
- Γέροντα, συχνά ἀκοῦμε γιά κάποιον πού αὐτοκτόνησε ὅτι εἶχε ψυχολογικά προβλήματα.
- Οἱ ψυχοπαθεῖς, ὅταν αὐτοκτονοῦν, ἔχουν ἐλαφρυντικά, γιατί εἶναι σαλεμένο τό μυαλό τους. Καί συννεφιά νά δοῦν, νιώθουν ἕνα πλάκωμα. Ἄν ἔχουν καί μία στενοχώρια, ἔχουν διπλή συννεφιά. Γι' αὐτούς ὅμως πού αὐτοκτονοῦν χωρίς νά εἶναι ψυχοπαθεῖς -καθώς καί γιά τούς αἱρετικούς- δέν εὔχεται ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά τούς ἀφήνει στήν κρίση καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερέας δέν μνημονεύει τά ὀνόματά τους στήν...
Προσκομιδή οὔτε τούς βγάζει μερίδα, γιατί μέ τήν αὐτοκτονία ἀρνοῦνται, περιφρονοῦν τήν ζωή πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σάν νά τά πετοῦν ὅλα στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε πολλή προσευχή γιά ὅσους αὐτοκτονοῦν, γιά νά κάνη κάτι ὁ Καλός Θεός καί γι' αὐτούς, γιατί δέν ξέρουμε πώς ἔγινε καί αὐτοκτόνησαν, οὔτε σέ τί κατάσταση βρέθηκαν τήν τελευταία στιγμή. Μπορεῖ, τήν ὥρα πού ξεψυχοῦσαν, νά μετανοιωσαν, νά ζήτησαν συγχώρηση ἀπό τόν Θεό καί νά ἔγινε δεκτή ἡ μετάνοιά τους, ὅποτε τήν ψυχή τους νά τήν παρέλαβε Ἄγγελος Κυρίου.
Εἶχα ἀκούσει ὅτι ἕνα κοριτσάκι σέ ἕνα χωριό πῆγε νά βοσκήση τήν κατσίκα τους. Τήν ἔδεσε στό λιβάδι καί πῆγε πιό πέρα νά παίξη. Ξεχάστηκε ὅμως στό παιχνίδι καί ἡ κατσίκα λύθηκε καί ἔφυγε. Ἔψαξε, ἀλλά δέν τήν βρῆκε καί γύρισε στό σπίτι χωρίς τήν κατσίκα. Ὁ πατέρας τοῦ θύμωσε πολύ, τό ἔδειρε καί τό ἐδίωξε ἀπό τό σπίτι. «Νά πᾶς νά βρής τήν κατσίκα, τῆς εἶπε. Ἄν δέν τήν βρής, νά πᾶς νά κρεμασθῆς». Ξεκίνησε τό ταλαίπωρο νά πάη νά ψάξη. Βραδίασε καί αὐτό ἀκόμη δέν εἶχε γυρίσει στό σπίτι. Οἱ γονεῖς, βλέποντας ὅτι νύχτωσε, βγῆκαν ἀνήσυχοι νά βροῦν τό παιδί. Ἔψαξαν καί τό βρῆκαν κρεμασμένο σέ ἕνα δένδρο. Εἶχε δέσει στόν λαιμό τοῦ τό σχοινί τῆς κατσίκας καί κρεμάστηκε στό δένδρο. Τό κακόμοιρο εἶχε φιλότιμο καί πῆρε κατά γράμμα αὐτό πού τοῦ εἶπε ὁ πατέρας του. Τό ἔθαψαν μετά ἔξω ἀπό τό κοιμητήρι. Ἡ Ἐκκλησία φυσικά καλά ἔκανε καί τό ἔθαψε ἀπ' ἔξω, γιά νά φρενάρη ὅσους αὐτοκτονοῦν γιά τό παραμικρό, ἀλλά καί ὁ Χριστός καλά θά κάνη, ἄν τό βάλη μέσα στόν Παράδεισο