Της Ρόζας Βασιλάκη, ερευνήτριας–πολιτικού αναλυτή, LondonSchool of Economics and Political Science
Πρόβλεψη
- Άτυπη αναθεώρηση της Συνθήκης του Σένγκεν μέσω της καθιέρωσης μονομερών ενεργειών και προσωρινών μέτρων.
- Κλείσιμο συνόρων με την FYROM και πιθανώς, σε δεύτερο χρόνο, με την Βουλγαρία και την Αλβανία.
- Εγκλωβισμός απροσδιόριστου αριθμού προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα, με αυξητική πορεία από Μάρτιο-Απρίλιο και μετά.
- Μετακίνηση της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης από τα αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα προς την περιφέρεια και τα σύνορα της Βόρειας Ελλάδας με απρόβλεπτες προς το παρόν αντιδράσεις.
- Δημιουργία προηγουμένου σε ότι αφορά την σχέση και την θέση της Ελλάδας με την ΕΕ που ενδέχεται να επηρεάσει και αποφάσεις που εμπίπτουν στο οικονομικό πεδίο.
Ανάλυση
Είναι πλέον ορατό ότι η Συνθήκη του Σένγκεν – αλλά και η πολιτική των ανοιχτών συνόρων που συμβόλισε και προήγαγε – βαδίζει προς το τέλος της. Τα σενάρια που θέλανε την Συνθήκη και αναθεωρείται και την Ελλάδα να τείνει να απωλέσει τα ευρωπαϊκά κεκτημένα της, φαίνονται να επαληθεύονται καθώς το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα παίρνει απρόβλεπτες διαστάσεις, όχι μόνο από την άποψη των αριθμών, αλλά και από την άποψη των πολιτικών εξελίξεων που δρομολογεί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα έχει πλέον ταυτοποιηθεί ως ο αδύναμος κρίκος της Ευρώπης, ως μια απείθαρχη χώρα που είτε δεν μπορεί είτε δεν θέλει αν προσαρμοστεί τις απαιτήσεις των εταίρων.
Το πρόσφατο «τελεσίγραφο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την χώρα που δίνει τρεις μήνες προθεσμία για την ρύθμιση της αστυνόμευσης των εθνικών και ταυτόχρονα ευρωπαϊκών συνόρων ήταν τόσο αναμενόμενο όσο και ανέφικτό στην πραγματοποίησή του. Τι λειτουργία όμως επιτελεί μια τέτοια απαίτηση με χαρακτήρα τελεσιγράφου εφόσον, δια στόματος FRONTEX, έχει επιβεβαιωθεί η τεράστια δυσκολία που συνεπάγεται η φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων; Τι νόημα έχει να απομονωθεί η Ελλάδα εμπράκτως με την άτυπη επαναχάραξη των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης βορείως της Ελλάδας – αρχικά με την FYROM και ενδεχομένως στην συνέχεια με την Βουλγαρία και την Αλβανία- και τον de facto αποκλεισμό της από την Συνθήκη του Σένγκεν όταν η Ελλάδα δεν μοιράζεται χερσαία σύνορα με χώρες που έχουν υπογράψει την συγκεκριμένη συνθήκη;
Βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο: από την μία πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως θεσμός, αλλά και οι διαφορετικές χώρες μεμονωμένα, αναγνωρίζουν τον διεθνικό χαρακτήρα του προβλήματος, και το ότι η αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής – και όχι μόνον της Συρίας – παράγει και θα συνεχίζει να τροφοδοτεί τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Από την άλλη πλευρά, γίνεται όλο και πιο πιεστική η απαίτηση προς τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και κυρίως την Ελλάδα, να διαχειριστούν ένα φαινόμενο- μια κρίση επί της ουσίας που έχει προκαλέσει μία από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών στην νεότερη ιστορία – ως δικής της ευθύνη, και γνωρίζοντας ότι η χώρα διανύει τον έκτο χρόνο οικονομικής ύφεσης, και ως εκ τούτου διαθέτει περιορισμένους πόρους.
Είναι αυτονόητο ότι χωρίς σταθεροποίηση και ανάπτυξη της περιοχής δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ουσιαστικές λύσεις. Είναι επίσης γνωστό ότι η ταλαιπωρία και το ανθρώπινο δράμα των προσφύγων θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί πολύ καλύτερα μέσω της λειτουργίας δομών που αφορούν την διαδικασία αιτήματος ασύλου εκτός της Ευρώπης, στα παράλια της Τουρκίας, εκεί όπου λυμαίνονται τα καρτέλ των διακινητών. Η πρόταση είχε διατυπωθεί και στο παρελθόν, για την περίπτωση της Βόρειας Αφρικής ώστε να περιοριστεί το ανθρώπινο δράμα της Λαμπεντούζα, όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Όχι μόνο γιατί είναι δύσκολο να βρεθεί η νομική φόρμουλα που θα διευκολύνει μια τέτοια διαδικασία, αλλά γιατί ο στόχος είναι να παραμείνει η διαδικασία ασύλου δύσκολη και η Ευρώπη απροσπέλαστη. Η πρόταση περί εφαρμογής ποσόστωσης στον αριθμό προσφύγων ανά χώρα δεν ευδοκίμησε, καθώς η βραχυπρόθεσμη λογική που έχει επικρατήσει θεωρεί ότι είναι δυνατός ο γεωγραφικός περιορισμός του προβλήματος στην Ελλάδα. Διορθωτικές κινήσεις όπως η Permanent Relocation Mechanism που συζητείται αυτήν την στιγμή ως συμπλήρωμα του πλαισίου που δημιουργεί η συνθήκη του Δουβλίνου είναι επίσης από την φύση τους περιορισμένες και εθελοτυφλούν μπροστά την συλλήβδην αλλαγή που έχει επέλθει παγκοσμίως και προκαλεί μια ανεπανάληπτη μετακίνηση πληθυσμών, αλλά και μια ιδεολογική στροφή – αντι-ευρωπαϊκή και αντι-πολυπολιτιμική – στα εθνικά ακροατήρια των Ευρωπαϊκών χωρών.
Η εξεύρεση ενός αποδιοπομπαίου τράγου, στην περίπτωση αυτή της Ελλάδας, καταδεικνύει ακριβώς αυτό το πρόβλημα: την αδιαφορία ή και ανικανότητα για την υλοποίηση μακροπρόθεσμων λύσεων αλλά και την συγκάλυψη του κυνισμού μιας Ευρώπης που θέλει να σώσει τα προσχήματα των ανθρωπιστικών αξιών χωρίς να πληρώσει το κόστος τους. Η Ελλάδα στοχοποιείται για την ανικανότητα να αστυνομεύσει αποτελεσματικά τα ευρωπαϊκά σύνορα και για τις ελλιπείς υποδομές. Και εξαναγκάζεται δια μέσου της απειλής εξόδου από την ζώνη Σένγκεν, είτε να αναλάβει την ευθύνη μιας σκληρής αστυνόμευσης των θαλασσίων συνόρων με το συνεχές – και αναπόφευκτο ρίσκο της απώλειας ανθρώπινων ζωών, ενσαρκώνοντας εν ολίγοις το σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπο της Ευρώπης – είτε να μετατραπεί σε buffer zone ανάμεσα την Ευρώπη από την μία και την Ασία και την Αφρική από την άλλη. Ακόμη όμως και στην μία είτε στη άλλη περίπτωση, δεν πρόκειται να μειωθούν οι ροές αφού δεν αντιμετωπίζεται το αίτιο.
Γι’ αυτό και η απειλή του αποκλεισμού της Ελλάδας, ακόμη και η ίδια η μετακίνηση των συνόρων βορείως της Ελλάδας, δεν απαντά στο πρόβλημα επί της ουσίας αλλά απευθύνεται κατά βάση στα εσωτερικά ακροατήρια των χωρών στις οποίες κατευθύνονται οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, και που αυξητικά στρέφονται σε ακραίες ιδεολογίες. Παράλληλα, οι πρακτικές εξευτελισμού των προσφύγων, με πρόσφατες περιπτώσεις τα τιμαλφή των προσφύγων στην Δανία, τις κόκκινες πόρτες στην Αγγλία ή τα βραχιολάκια στην Ουαλία, έχουν στόχο να δείξουν στους νοεφερμένους αλλά κυρίως στου επερχόμενους ότι η ζωή στη ευρωπαϊκή γη της επαγγελίας κάθε άλλο παρά εύκολη είναι.
Η Συνθήκη του Σένγκεν μπορεί να μην έχει επισήμως αναθεωρηθεί αλλά έχει επί της ουσίας απαξιωθεί και καταστρατηγηθεί. Ο ενδεχόμενος αποκλεισμός της Ελλάδας θα χρησίμευε στο να αποφευχθούν δια της πλαγίας οδού οι υποχρεώσεις του διεθνούς δικαίου για την προστασία των προσφύγων μέσω των προσκομμάτων που θα δυσχέραιναν την πρόσβαση στις χώρες αυτές. Σε πρακτικό επίπεδο μια τέτοια εξέλιξη που θα έθετε την Ελλάδα εκτός της ζώνης Σένγκεν θα είχε δύο βασικές επιπτώσεις.
Πρώτον, θα προκαλούσε τον εγκλωβισμό στην Ελλάδα μεγάλου αριθμού προσφύγων και μεταναστών με απρόβλεπτες συνέπειες. Καθώς οι καθιερωμένοι μεταναστευτικοί οδοί θα κλείνουν, ένα μέρος των πληθυσμών θα εγκλωβιστεί στην Βόρεια Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι να αναζητήσουν εναλλακτική πορεία προς την Ευρώπη. Το κλείσιμο των συνόρων της FYROM μπορεί να μεταστρέψει τις διόδους είτε προς την Βουλγαρία είτε προς την Αλβανία. Μακροπρόθεσμα μπορεί να τις μετακινήσει και προς την Μαύρη Θάλασσα, ή και να τις επαναφέρει προς την Ιταλία, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων μπορεί εγκλωβιστεί χωρίς υποδομές και μέσα επιβίωσης και ως εκ τούτου το ενδεχόμενο κοινωνικών εντάσεων στην περιοχή δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου αμελητέο.
Δεύτερον, ο de facto αποκλεισμός της Ελλάδας θα δημιουργήσει προηγούμενο το οποίο θα είναι δύσκολο να ξεπεραστεί, όχι μόνο σε επίπεδο συμφωνιών διακίνησης ανθρώπων και αγαθών, αλλά και σε επίπεδο οικονομικό. Πριν λίγες μόνο μέρες δημοσίευμα των Financial Times συνέδεσε άμεσα τα δύο θέματα και εισηγήθηκε μερική διαγραφή του χρέους της χώρας με «αντάλλαγμα» την διαμονή προσφύγων ώστε αυτοί να μην φτάσουν ποτέ στις πύλες της Δυτικής Ευρώπης. Είναι γεγονός ότι μια τέτοια εξέλιξη μοιάζει πιθανή και η δεδομένη πλέον αύξηση των ροών από την άνοιξη και μετά θα φέρει τέτοια σενάρια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό βεβαίως αν η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμείνει ως έχει, διότι η κρίση του προσφυγικού-μεταναστευτικού μπορεί τελικά να επιφέρει αυτό που δεν επέφερε ούτε η ίδια η κρίση της ευρωζώνης: την διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως την γνωρίζαμε, κυρίως όσο το μεταναστευτικό – αλλά και τα ζητήματα ασφάλειας που συνδέονται με αυτό – θα συνεχίζει να τροφοδοτεί τον ευρω-σκεπτικισμό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.