Ο Αριστείδης Παγκρατίδης, επονομαζόμενος Δράκος του Σέιχ Σου Από τον ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΡΙΔΗ«Νεαρός ανώμαλος εισέβαλεν εις το ορφανοτροφείο Μέγας Αλέξανδρος κρατών λίθον ανά χείρας και απεπειράθη να βιάσει κοιμωμένην ανήλικον τρόφιμον!» έγραφε η εφημερίδα Ελληνικός Βορράς στις 8 Δεκεμβρίου 1963. Το μοιραίο «λάθος» του 23χρονου Αριστείδη Παγκρατίδη, ένα όνομα που για τα επόμενα πέντε χρόνια θα απασχολούσε αδιαλείπτως την κοινή γνώμη της Θεσσαλονίκης σε κάθε σπίτι και καφενείο, στην αγορά και κυρίως στα δικαστήρια. Ο διαβόητος και φερόμενος ως «δράκος του Σέιχ Σου» που εντέλει εκτελέστηκε χωρίς να μάθει ποτέ κανείς αν ήταν ο πραγματικός δράστης μιας σειράς αποτρόπαιων εγκλημάτων. Το θέμα επανέρχεται συχνά στην επιφάνεια για το αν ήταν ή όχι ένας αθώος που τον «έφαγαν», για τις παραμέτρους που οδήγησαν στην –πιθανώς- κατασκευασμένη του ενοχή και καταδίκη. Ουκ ολίγα βιβλία έχουν κυκλοφορήσει από παράγοντες που ενεπλάκησαν στην υπόθεση, αφήνοντας μέχρι σήμερα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα. Η υπόθεση του «δράκου» Παγκρατίδη έχει μεταφερθεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο, έγινε τραγούδι, ποίηση, ενώ μέχρι και πρόσφατα γράφτηκαν τέσσερα θεατρικά έργα και ένα μυθιστόρημα. Μια πρωτοφανή αναζωπύρωση για να θέμα που ακόμα «καίει», ένα ασίγαστο ενδιαφέρον που ανάγει τον πρωταγωνιστή, σε έναν σχεδόν λαϊκό ήρωα. Ήταν 19 Φεβρουαρίου του 1959 όταν στην περιοχή του Σέιχ Σου, ένα δασάκι όχι μακριά από το κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου έβρισκαν ερωτικό κρησφύγετο τα «παράνομα» -όπως τα έλεγαν τότε- ζευγαράκια, κάποιος αφού αποπειράθηκε μες στο σκοτάδι να σκοτώσει με πέτρα τους Παναγιώτη Αθανασίου και Ελεωνόρα Βλάχου, αποπειράθηκε να βιάσει την τελευταία, και τους άφησε ημιθανείς μες στην παγωνιά. Το κρύο ανέκοψε την αιμορραγία κι έτσι τα δύο θύματα επέζησαν. Σε λιγότερο από ένα μήνα μετά, στις 6 Μαρτίου βρίσκονται στην περιοχή του αεροδρομίου της Μίκρας τσακισμένοι ο ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραϊσης και η φίλη του Ευδοξία Παληογιάννη. Η πόλη αναστατώνεται και τρομοκρατείται. Όταν πια ακολουθεί στις 3 Απριλίου και η δολοφονία της εργαζόμενης στο Δημοτικό Νοσοκομείο, Μελπομένης Πατρικίου, μέσα σε σπιτάκι που διέμενε στον περίβολο του, οι Θεσσαλονικείς πανικοβάλλονται. Οι γυναίκες κλείνονται μέσα με το που πέφτει ο ήλιος, οι γονείς δεν αφήνουν τις κόρες τους να κυκλοφορούν έξω, τοποθετούνται μπαλτάδες πίσω από τις πόρτες μονοκατοικιών, μια «δρακολογία» ακατάσχετη παίρνει και δίνει, ενώ ο δράστης επικηρύσσεται για εκατό χιλιάδες δραχμές. Η αστυνομία δέχεται έντονη κριτική για την ανεπάρκεια της να βρει τον ένοχο κι ο διοικητής της Νίκος Μουσχουντής, κουμπάρος του Βασίλη Τσιτσάνη και γνωστός «κουμουνιστοφάγος», οργώνει ο ίδιος με τζιπ την πόλη κάθε βράδυ απ’ άκρου εις άκρον. Για σχεδόν πέντε χρόνια η ιστορία είχε ξεχαστεί κι ο φόβος είχε καταλαγιάσει, μέχρι τη νύχτα εκείνη που ο Αριστείδης Παγκρατίδης πήδηξε την μάντρα του ορφανοτροφείου με σκοπό να ερωτοτροπήσει με κάποιο κορίτσι από τις τροφίμους του. Στην προσπάθεια του να ξεφύγει, ενώ είχαν δημιουργηθεί θόρυβος και φωνές, έπεσε επάνω σε χωροφύλακα που τον ήξερε από το τμήμα της Άνω Τούμπας, όπου έμενε, και, μεθυσμένος και μαστουρωμένος όπως ήταν, του είπε όνομα και διεύθυνση σε περίπτωση που ήθελε να τον ελέγξει. Την επομένη το πρωί όχι μόνο προχώρησαν στην άμεση σύλληψη του για απόπειρα βιασμού, αλλά ξεθάψανε την υπόθεση του «δράκου» μέσα από μια σειρά ομοιοτήτων κατά πως ισχυριζόταν η Ασφάλεια. Κι ενώ ο ίδιος αρχικά «ομολογεί» την ενοχή του, σύντομα την αναιρεί. Μέχρι το 1966, που έγινε η πολύκροτη δίκη του, γίνεται ένας αγώνας δρόμου ώστε να μην αμφισβητηθεί η ενοχή του, καθώς η κοινή γνώμη ήταν αφενός διχασμένη ως προς το αν εκείνο το ασθενικό παιδί μπορούσε να είναι ο αδίστακτος δολοφόνος που τα ‘βαλε με τον ίλαρχο, αφετέρου ταλανιζόταν από την πολιτική αστάθεια των καιρών. Μια λεπτομέρεια: η ομολογία του Παγκρατίδη «συνέπεσε» την ίδια ημέρα με την πρόταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών για την παραπομπή αξιωματικών για την δολοφονία του βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, που επίσης είχε ταράξει τα ήρεμα νερά του Θερμαϊκού… Ο Θωμάς Κοροβίνης, συγγραφέας του «Γύρου του θανάτου», που είναι εμπνευσμένο από την υπόθεση, λέει: «η Θεσσαλονίκη της εποχής χαρακτηρίζεται από ένα παρακράτος – απομεινάρια των ταγματασφαλιτών και Χητών- που εκφοβίζει την πόλη με τον αέρα φυσικά που του δίνει η Ασφάλεια. Η οργάνωση Καρφίτσα, που λύνει και δένει, αποτελείται από ρουφιάνους και μάγκες που αποθρασύνονται και κάνουν ο,τι θέλουν. Στους κόλπους της κυοφορούνται οι δολοφόνοι του Λαμπράκη. Ο Παγκρατίδης συλλαμβάνεται λίγο μετά την δολοφονία του βουλευτή και αποδεικνύεται για την Ασφάλεια η ιδανική περίπτωση να στρέψουν τα βλέμματα του κόσμου από ένα έντονα πολιτικό θέμα σε ένα κοινωνικό». Ο Αριστείδης Παγκρατίδης ήταν το μικρότερο αγόρι μιας φτωχής οικογένειας, ο πατέρας του οποίου, ως αξιωματικός του εθνικού στρατού, δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια των παιδιών του από ΕΛΑΣίτες. Η οικογένεια κατέβηκε από τα Λαγκαδίκια, όπου ζούσαν, στην μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη: Δύο μεγαλύτερα αδέλφια και η μάνα τους, η οποία για να τα μεγαλώσει ξενόπλενε. Ο Αριστείδης, σχεδόν αγράμματο παιδί μεγαλωμένο στις λάσπες και στις αλάνες, από πολύ νωρίς άρχισε να συμμετέχει στις ερωτικές ορέξεις παιδεραστών για δέκα, δεκαπέντε δραχμές ή ένα πιάτο φασολάδα. Στην εφηβεία του πιάστηκε να κλέβει με έναν φίλο του ένα ποδήλατο και στάλθηκε σε αναμορφωτήριο στην Κέρκυρα, ενώ τα επόμενα χρόνια βολόδερνε από δουλειά σε δουλειά. Εργάστηκε σε οικοδομές, στην Αθήνα μαζί με τον αδελφό του μαθητευόμενο χρυσοχόο υπό την προστασία του θείου τους, ως χαμάλης, αλλά και στον «γύρο του θανάτου», ακροβατικά με μοτοσικλέτες. Συχνά πυκνά πληρωνόταν κι ως ενεργητικός επιβήτορας σε παθητικούς ομοφυλόφιλους σε περιθωριακά στέκια στα οποία σύχναζε κι όπου έβρισκε την θαλπωρή που η αξιοπρεπής κοινωνία δεν επρόκειτο να του προσφέρει . Απόλυτα ομοφυλόφιλος δεν ήταν, καθώς είχε και αρκετές ερωμένες. Για την ηθική της εποχής -λίγο πριν την δικτατορία-, ο Αριστείδης ήταν το ιδανικό «ρεμάλι» για να του φορτώσουν κάθε πιθανό χαρακτηρισμό και κάθε απίθανη κατηγορία. Άλλωστε ήταν τελείως ανήμπορος να αντιδράσει. Ένα περιθωριακό άτομο, χωρίς μόρφωση, χωρίς μια επιφανή οικογένεια να τον στηρίξει, κανένα κόμμα πολιτικό να τον υπερασπιστεί. Κοινωνικά ανύπαρκτος! Ο παλαίμαχος φωτορεπότερ Γιάννης Κυριακίδης που ήταν παρών στην αναπαράσταση των εγκλημάτων, θυμάται: «Τον τάιζαν σαρδέλες υποβάλλοντας τον σε βασανιστήρια και τον υποδείκνυαν τι να πει. Ήταν τόσο στριμωγμένος από τους αστυνομικούς που δεν τολμούσε να μας πει τίποτα εμάς τους απέξω». Ο Κοροβίνης συμπληρώνει: « τον απειλούσαν ότι θα τον αυτοκτονήσουν, ότι θα καθαρίσουν την μάνα του, ότι θα βάλουν τον αδελφό του φυλακή…». Η δίκη έγινε το 1966, με ένα δικαστήριο που απαξίωνε τόσο πολύ την υπεράσπιση, που ένας εκ των συνηγόρων του ο Μενέλαος Σαπουντζής, αφού ήρθε σε αντιδικία με τον πρόεδρο-εφέτη Ανδρέα Αλετρά, τελικά αποχώρησε από τη δίκη. Σημαντικά στοιχεία δεν προσκομίστηκαν ποτέ, όπως ταύτιση αίματος ή τις τρίχες που βρέθηκαν στα χέρια των θυμάτων. Επίσης δεν υπολόγισαν την κατάθεση δύο νοσοκόμων που ήρθαν σε οπτική επαφή με τον δράκο ότι δεν τον αναγνώρισαν. Η επιμονή ενός χωροφύλακα ότι το αυτοκίνητο του ίλαρχου Ραϊση μετακινήθηκε από τα πτώματα, ενώ ο Παγκρατίδης δεν ήξερε να οδηγεί, επίσης αποσιωπήθηκε και τη γυναίκα ενός αξιωματικού που είδε τις ύποπτες κινήσεις αντρών στην περιοχή του Σέιχ Σου την έβγαλαν τρελή. Όπως λέει ο συγγραφέας του θεατρικού έργου «Δράκοι» Σάκης Σερέφας: «…Μια τοπική κοινωνία καθαρμάτων μαζί με την αστυνομική και δικαστική εξουσία έβαλαν στη μέση έναν ανθρωπάκο και τον κατασπάραξαν… Έναν αλητάκο που λειτουργούσε ως οπή ηδονής για τα αποβράσματα της πόλης, προερχόμενος από μια οικογένεια που μάτωσε στον Εμφύλιο. Παράλληλα μια ανθρωποφαγική τοπική κοινωνία, το παρακράτος στα ντουζένια του, και η αστυνομία που έβγαζε άφοβα τα νύχια της και που η δικαστική εξουσία με τη σειρά της λίμαρε θωπευτικά. Το θέμα δεν είναι αν ο Παγκρατίδης ήταν αθώος ή ένοχος αλλά ότι δεν είχε δίκαιη δίκη καθιστώντας την εκτέλεσή του εγκληματική». Έντονες φήμες ήθελαν ως πραγματικό «δράκο» τον νεαρό μανιοκαταθλιπτικό επιστήμονα Αίαντα Σκλαβούνο, του οποίου η οικογενειακή έπαυλη γειτνίαζε με το Σέιχ Σου, αλλά διάφορα στοιχεία κατέρριψαν την ενοχή του. Άλλοι ήθελαν να είναι περισσότεροι από ένας ο δράστης, ένας βιομήχανος με τον οδηγό του, τον οποίο φυγάδευσε στην Αμερική ενώ ο ίδιος ζει έκτοτε στην Αθήνα. Επίσης ακούστηκαν υποψίες για τον γιό γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας. Εντέλει, παρόλο που η πρόταση του εισαγγελέα Μιχαήλ Σγουρίτσα ήταν να μην επιβληθεί η θανατική ποινή αλλά εκείνη των ισόβιων σε περίπτωση που θα αποδειχθεί ότι άλλος ήταν ο πραγματικός δράστης, η απόφαση ήταν «τετράκις εις θάνατον. Η Θεσσαλονίκη συνομωσιολογούσε και εξακολουθεί να συνομωσιολογεί, ιδιαίτερα μετά την έκδοση του βιβλίου «Ο δράκος που διέφυγε» του δημοσιογράφου Κώστα Τσαρούχα, ο οποίος δηλώνει ευθαρσώς ότι ο Παγκρατίδης δεν ήταν ο «δράκος» και αφήνει να εννοηθεί ότι ξέρει ποιος ήταν. Παρομοίως, όλοι του οι συνεντευξιαζόμενοι μιλάν για μια «από πολύ ψηλά πίεση να ενοχοποιηθεί» ο Αριστείδης. Η περίπτωση του δεν έπαψε ποτέ να σιγοβράζει στην συνείδηση των Θεσσαλονικέων, έχοντας πάρει διαστάσεις μύθου. Καμία δημοκρατικά ελεγμένη κυβέρνηση δεν έκανε κινήσεις για αναψηλάφηση της δίκης και η υπόθεση έχει καταχωρηθεί στις μεγάλες δικαστικές πλάνες. Ο Κοροβίνης, τον οποίο ανέκαθεν στοίχειωνε το θέμα, προσθέτει: «Οι μεταπολεμικές σκιές βαραίνουν ακόμα την πόλη κι ο ίσκιος τους επιμένει στην σκοτεινή πλευρά της. Ένα φτωχό παιδί του οποίου ακόμα και η αλήτικη πλευρά τον έβγαζε συμπαθή, δεν έπεισε την κοινή γνώμη ότι ήταν ο δράκος που έλεγαν. Ουσιαστικά δικάστηκε ως ένα παραβατικό παιδί. Κι ας μην γελιόμαστε, ποια δίκη τότε δεν γινόταν με χρηματισμούς ή πολιτικές κατευθύνσεις;». Ο Αριστείδης Παγρατίδης έμεινε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, στο Επταπύργιο, δύο χρόνια. Μέχρι το ξημέρωμα της 6ης Φεβρουαρίου του 1968, που οδηγήθηκε στο παγερό τοπίο του Σέιχ Σου – το όνομα με το οποίο είχε συνδεθεί – κι όπου εκτελέστηκε στις 7.06 πμ. Οι τελευταίες φράσεις του με τα μάτια δεμένα, λίγο πριν ακουστούν οι ριπές του εκτελεστικού αποσπάσματος, ήταν «μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος». Η οικογένεια του δεν είχε καν ειδοποιηθεί. Ο Γιάννης Κυριακίδης, ο οποίος ήταν από τους ελάχιστους παρόντες και του οποίου φωτογραφία από το άψυχο κορμί του «δράκου» την επομένη ήταν ολοσέλιδη στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη, θυμάται: «αμέσως μετά την εκτέλεση ένας γέροντας έπεσε στην αγκαλιά μου με λυγμούς και μου είπε ‘τον εξομολογούσα από τις 5:00 το πουρνό, του έλεγα σε λίγο θα φύγεις, πες μου την αλήθεια’, κι εκείνος δεν έπαψε να επιμένει: "Πούλησα το κορμί μου για ένα κομμάτι ψωμί αλλά δεν σκότωσα!". Πηγή: www.lifo.gr
Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016
Πούλησα το κορμί μου για ένα κομμάτι ψωμί αλλά δεν σκότωσα! Η επιστροφή του Δράκου: ένας μύθος της Θεσσαλονίκης του '60
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης, επονομαζόμενος Δράκος του Σέιχ Σου Από τον ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΡΙΔΗ«Νεαρός ανώμαλος εισέβαλεν εις το ορφανοτροφείο Μέγας Αλέξανδρος κρατών λίθον ανά χείρας και απεπειράθη να βιάσει κοιμωμένην ανήλικον τρόφιμον!» έγραφε η εφημερίδα Ελληνικός Βορράς στις 8 Δεκεμβρίου 1963. Το μοιραίο «λάθος» του 23χρονου Αριστείδη Παγκρατίδη, ένα όνομα που για τα επόμενα πέντε χρόνια θα απασχολούσε αδιαλείπτως την κοινή γνώμη της Θεσσαλονίκης σε κάθε σπίτι και καφενείο, στην αγορά και κυρίως στα δικαστήρια. Ο διαβόητος και φερόμενος ως «δράκος του Σέιχ Σου» που εντέλει εκτελέστηκε χωρίς να μάθει ποτέ κανείς αν ήταν ο πραγματικός δράστης μιας σειράς αποτρόπαιων εγκλημάτων. Το θέμα επανέρχεται συχνά στην επιφάνεια για το αν ήταν ή όχι ένας αθώος που τον «έφαγαν», για τις παραμέτρους που οδήγησαν στην –πιθανώς- κατασκευασμένη του ενοχή και καταδίκη. Ουκ ολίγα βιβλία έχουν κυκλοφορήσει από παράγοντες που ενεπλάκησαν στην υπόθεση, αφήνοντας μέχρι σήμερα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα. Η υπόθεση του «δράκου» Παγκρατίδη έχει μεταφερθεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο, έγινε τραγούδι, ποίηση, ενώ μέχρι και πρόσφατα γράφτηκαν τέσσερα θεατρικά έργα και ένα μυθιστόρημα. Μια πρωτοφανή αναζωπύρωση για να θέμα που ακόμα «καίει», ένα ασίγαστο ενδιαφέρον που ανάγει τον πρωταγωνιστή, σε έναν σχεδόν λαϊκό ήρωα. Ήταν 19 Φεβρουαρίου του 1959 όταν στην περιοχή του Σέιχ Σου, ένα δασάκι όχι μακριά από το κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου έβρισκαν ερωτικό κρησφύγετο τα «παράνομα» -όπως τα έλεγαν τότε- ζευγαράκια, κάποιος αφού αποπειράθηκε μες στο σκοτάδι να σκοτώσει με πέτρα τους Παναγιώτη Αθανασίου και Ελεωνόρα Βλάχου, αποπειράθηκε να βιάσει την τελευταία, και τους άφησε ημιθανείς μες στην παγωνιά. Το κρύο ανέκοψε την αιμορραγία κι έτσι τα δύο θύματα επέζησαν. Σε λιγότερο από ένα μήνα μετά, στις 6 Μαρτίου βρίσκονται στην περιοχή του αεροδρομίου της Μίκρας τσακισμένοι ο ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραϊσης και η φίλη του Ευδοξία Παληογιάννη. Η πόλη αναστατώνεται και τρομοκρατείται. Όταν πια ακολουθεί στις 3 Απριλίου και η δολοφονία της εργαζόμενης στο Δημοτικό Νοσοκομείο, Μελπομένης Πατρικίου, μέσα σε σπιτάκι που διέμενε στον περίβολο του, οι Θεσσαλονικείς πανικοβάλλονται. Οι γυναίκες κλείνονται μέσα με το που πέφτει ο ήλιος, οι γονείς δεν αφήνουν τις κόρες τους να κυκλοφορούν έξω, τοποθετούνται μπαλτάδες πίσω από τις πόρτες μονοκατοικιών, μια «δρακολογία» ακατάσχετη παίρνει και δίνει, ενώ ο δράστης επικηρύσσεται για εκατό χιλιάδες δραχμές. Η αστυνομία δέχεται έντονη κριτική για την ανεπάρκεια της να βρει τον ένοχο κι ο διοικητής της Νίκος Μουσχουντής, κουμπάρος του Βασίλη Τσιτσάνη και γνωστός «κουμουνιστοφάγος», οργώνει ο ίδιος με τζιπ την πόλη κάθε βράδυ απ’ άκρου εις άκρον. Για σχεδόν πέντε χρόνια η ιστορία είχε ξεχαστεί κι ο φόβος είχε καταλαγιάσει, μέχρι τη νύχτα εκείνη που ο Αριστείδης Παγκρατίδης πήδηξε την μάντρα του ορφανοτροφείου με σκοπό να ερωτοτροπήσει με κάποιο κορίτσι από τις τροφίμους του. Στην προσπάθεια του να ξεφύγει, ενώ είχαν δημιουργηθεί θόρυβος και φωνές, έπεσε επάνω σε χωροφύλακα που τον ήξερε από το τμήμα της Άνω Τούμπας, όπου έμενε, και, μεθυσμένος και μαστουρωμένος όπως ήταν, του είπε όνομα και διεύθυνση σε περίπτωση που ήθελε να τον ελέγξει. Την επομένη το πρωί όχι μόνο προχώρησαν στην άμεση σύλληψη του για απόπειρα βιασμού, αλλά ξεθάψανε την υπόθεση του «δράκου» μέσα από μια σειρά ομοιοτήτων κατά πως ισχυριζόταν η Ασφάλεια. Κι ενώ ο ίδιος αρχικά «ομολογεί» την ενοχή του, σύντομα την αναιρεί. Μέχρι το 1966, που έγινε η πολύκροτη δίκη του, γίνεται ένας αγώνας δρόμου ώστε να μην αμφισβητηθεί η ενοχή του, καθώς η κοινή γνώμη ήταν αφενός διχασμένη ως προς το αν εκείνο το ασθενικό παιδί μπορούσε να είναι ο αδίστακτος δολοφόνος που τα ‘βαλε με τον ίλαρχο, αφετέρου ταλανιζόταν από την πολιτική αστάθεια των καιρών. Μια λεπτομέρεια: η ομολογία του Παγκρατίδη «συνέπεσε» την ίδια ημέρα με την πρόταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών για την παραπομπή αξιωματικών για την δολοφονία του βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, που επίσης είχε ταράξει τα ήρεμα νερά του Θερμαϊκού… Ο Θωμάς Κοροβίνης, συγγραφέας του «Γύρου του θανάτου», που είναι εμπνευσμένο από την υπόθεση, λέει: «η Θεσσαλονίκη της εποχής χαρακτηρίζεται από ένα παρακράτος – απομεινάρια των ταγματασφαλιτών και Χητών- που εκφοβίζει την πόλη με τον αέρα φυσικά που του δίνει η Ασφάλεια. Η οργάνωση Καρφίτσα, που λύνει και δένει, αποτελείται από ρουφιάνους και μάγκες που αποθρασύνονται και κάνουν ο,τι θέλουν. Στους κόλπους της κυοφορούνται οι δολοφόνοι του Λαμπράκη. Ο Παγκρατίδης συλλαμβάνεται λίγο μετά την δολοφονία του βουλευτή και αποδεικνύεται για την Ασφάλεια η ιδανική περίπτωση να στρέψουν τα βλέμματα του κόσμου από ένα έντονα πολιτικό θέμα σε ένα κοινωνικό». Ο Αριστείδης Παγκρατίδης ήταν το μικρότερο αγόρι μιας φτωχής οικογένειας, ο πατέρας του οποίου, ως αξιωματικός του εθνικού στρατού, δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια των παιδιών του από ΕΛΑΣίτες. Η οικογένεια κατέβηκε από τα Λαγκαδίκια, όπου ζούσαν, στην μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη: Δύο μεγαλύτερα αδέλφια και η μάνα τους, η οποία για να τα μεγαλώσει ξενόπλενε. Ο Αριστείδης, σχεδόν αγράμματο παιδί μεγαλωμένο στις λάσπες και στις αλάνες, από πολύ νωρίς άρχισε να συμμετέχει στις ερωτικές ορέξεις παιδεραστών για δέκα, δεκαπέντε δραχμές ή ένα πιάτο φασολάδα. Στην εφηβεία του πιάστηκε να κλέβει με έναν φίλο του ένα ποδήλατο και στάλθηκε σε αναμορφωτήριο στην Κέρκυρα, ενώ τα επόμενα χρόνια βολόδερνε από δουλειά σε δουλειά. Εργάστηκε σε οικοδομές, στην Αθήνα μαζί με τον αδελφό του μαθητευόμενο χρυσοχόο υπό την προστασία του θείου τους, ως χαμάλης, αλλά και στον «γύρο του θανάτου», ακροβατικά με μοτοσικλέτες. Συχνά πυκνά πληρωνόταν κι ως ενεργητικός επιβήτορας σε παθητικούς ομοφυλόφιλους σε περιθωριακά στέκια στα οποία σύχναζε κι όπου έβρισκε την θαλπωρή που η αξιοπρεπής κοινωνία δεν επρόκειτο να του προσφέρει . Απόλυτα ομοφυλόφιλος δεν ήταν, καθώς είχε και αρκετές ερωμένες. Για την ηθική της εποχής -λίγο πριν την δικτατορία-, ο Αριστείδης ήταν το ιδανικό «ρεμάλι» για να του φορτώσουν κάθε πιθανό χαρακτηρισμό και κάθε απίθανη κατηγορία. Άλλωστε ήταν τελείως ανήμπορος να αντιδράσει. Ένα περιθωριακό άτομο, χωρίς μόρφωση, χωρίς μια επιφανή οικογένεια να τον στηρίξει, κανένα κόμμα πολιτικό να τον υπερασπιστεί. Κοινωνικά ανύπαρκτος! Ο παλαίμαχος φωτορεπότερ Γιάννης Κυριακίδης που ήταν παρών στην αναπαράσταση των εγκλημάτων, θυμάται: «Τον τάιζαν σαρδέλες υποβάλλοντας τον σε βασανιστήρια και τον υποδείκνυαν τι να πει. Ήταν τόσο στριμωγμένος από τους αστυνομικούς που δεν τολμούσε να μας πει τίποτα εμάς τους απέξω». Ο Κοροβίνης συμπληρώνει: « τον απειλούσαν ότι θα τον αυτοκτονήσουν, ότι θα καθαρίσουν την μάνα του, ότι θα βάλουν τον αδελφό του φυλακή…». Η δίκη έγινε το 1966, με ένα δικαστήριο που απαξίωνε τόσο πολύ την υπεράσπιση, που ένας εκ των συνηγόρων του ο Μενέλαος Σαπουντζής, αφού ήρθε σε αντιδικία με τον πρόεδρο-εφέτη Ανδρέα Αλετρά, τελικά αποχώρησε από τη δίκη. Σημαντικά στοιχεία δεν προσκομίστηκαν ποτέ, όπως ταύτιση αίματος ή τις τρίχες που βρέθηκαν στα χέρια των θυμάτων. Επίσης δεν υπολόγισαν την κατάθεση δύο νοσοκόμων που ήρθαν σε οπτική επαφή με τον δράκο ότι δεν τον αναγνώρισαν. Η επιμονή ενός χωροφύλακα ότι το αυτοκίνητο του ίλαρχου Ραϊση μετακινήθηκε από τα πτώματα, ενώ ο Παγκρατίδης δεν ήξερε να οδηγεί, επίσης αποσιωπήθηκε και τη γυναίκα ενός αξιωματικού που είδε τις ύποπτες κινήσεις αντρών στην περιοχή του Σέιχ Σου την έβγαλαν τρελή. Όπως λέει ο συγγραφέας του θεατρικού έργου «Δράκοι» Σάκης Σερέφας: «…Μια τοπική κοινωνία καθαρμάτων μαζί με την αστυνομική και δικαστική εξουσία έβαλαν στη μέση έναν ανθρωπάκο και τον κατασπάραξαν… Έναν αλητάκο που λειτουργούσε ως οπή ηδονής για τα αποβράσματα της πόλης, προερχόμενος από μια οικογένεια που μάτωσε στον Εμφύλιο. Παράλληλα μια ανθρωποφαγική τοπική κοινωνία, το παρακράτος στα ντουζένια του, και η αστυνομία που έβγαζε άφοβα τα νύχια της και που η δικαστική εξουσία με τη σειρά της λίμαρε θωπευτικά. Το θέμα δεν είναι αν ο Παγκρατίδης ήταν αθώος ή ένοχος αλλά ότι δεν είχε δίκαιη δίκη καθιστώντας την εκτέλεσή του εγκληματική». Έντονες φήμες ήθελαν ως πραγματικό «δράκο» τον νεαρό μανιοκαταθλιπτικό επιστήμονα Αίαντα Σκλαβούνο, του οποίου η οικογενειακή έπαυλη γειτνίαζε με το Σέιχ Σου, αλλά διάφορα στοιχεία κατέρριψαν την ενοχή του. Άλλοι ήθελαν να είναι περισσότεροι από ένας ο δράστης, ένας βιομήχανος με τον οδηγό του, τον οποίο φυγάδευσε στην Αμερική ενώ ο ίδιος ζει έκτοτε στην Αθήνα. Επίσης ακούστηκαν υποψίες για τον γιό γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας. Εντέλει, παρόλο που η πρόταση του εισαγγελέα Μιχαήλ Σγουρίτσα ήταν να μην επιβληθεί η θανατική ποινή αλλά εκείνη των ισόβιων σε περίπτωση που θα αποδειχθεί ότι άλλος ήταν ο πραγματικός δράστης, η απόφαση ήταν «τετράκις εις θάνατον. Η Θεσσαλονίκη συνομωσιολογούσε και εξακολουθεί να συνομωσιολογεί, ιδιαίτερα μετά την έκδοση του βιβλίου «Ο δράκος που διέφυγε» του δημοσιογράφου Κώστα Τσαρούχα, ο οποίος δηλώνει ευθαρσώς ότι ο Παγκρατίδης δεν ήταν ο «δράκος» και αφήνει να εννοηθεί ότι ξέρει ποιος ήταν. Παρομοίως, όλοι του οι συνεντευξιαζόμενοι μιλάν για μια «από πολύ ψηλά πίεση να ενοχοποιηθεί» ο Αριστείδης. Η περίπτωση του δεν έπαψε ποτέ να σιγοβράζει στην συνείδηση των Θεσσαλονικέων, έχοντας πάρει διαστάσεις μύθου. Καμία δημοκρατικά ελεγμένη κυβέρνηση δεν έκανε κινήσεις για αναψηλάφηση της δίκης και η υπόθεση έχει καταχωρηθεί στις μεγάλες δικαστικές πλάνες. Ο Κοροβίνης, τον οποίο ανέκαθεν στοίχειωνε το θέμα, προσθέτει: «Οι μεταπολεμικές σκιές βαραίνουν ακόμα την πόλη κι ο ίσκιος τους επιμένει στην σκοτεινή πλευρά της. Ένα φτωχό παιδί του οποίου ακόμα και η αλήτικη πλευρά τον έβγαζε συμπαθή, δεν έπεισε την κοινή γνώμη ότι ήταν ο δράκος που έλεγαν. Ουσιαστικά δικάστηκε ως ένα παραβατικό παιδί. Κι ας μην γελιόμαστε, ποια δίκη τότε δεν γινόταν με χρηματισμούς ή πολιτικές κατευθύνσεις;». Ο Αριστείδης Παγρατίδης έμεινε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, στο Επταπύργιο, δύο χρόνια. Μέχρι το ξημέρωμα της 6ης Φεβρουαρίου του 1968, που οδηγήθηκε στο παγερό τοπίο του Σέιχ Σου – το όνομα με το οποίο είχε συνδεθεί – κι όπου εκτελέστηκε στις 7.06 πμ. Οι τελευταίες φράσεις του με τα μάτια δεμένα, λίγο πριν ακουστούν οι ριπές του εκτελεστικού αποσπάσματος, ήταν «μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος». Η οικογένεια του δεν είχε καν ειδοποιηθεί. Ο Γιάννης Κυριακίδης, ο οποίος ήταν από τους ελάχιστους παρόντες και του οποίου φωτογραφία από το άψυχο κορμί του «δράκου» την επομένη ήταν ολοσέλιδη στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη, θυμάται: «αμέσως μετά την εκτέλεση ένας γέροντας έπεσε στην αγκαλιά μου με λυγμούς και μου είπε ‘τον εξομολογούσα από τις 5:00 το πουρνό, του έλεγα σε λίγο θα φύγεις, πες μου την αλήθεια’, κι εκείνος δεν έπαψε να επιμένει: "Πούλησα το κορμί μου για ένα κομμάτι ψωμί αλλά δεν σκότωσα!". Πηγή: www.lifo.gr