Ταξίδι στην ιστορία με αφορμή την ετήσια αναπαράσταση στο Κούγκι. Ο χορός του Ζαλόγγου, η αυτοθυσία του καλόγερου Σαμουήλ
{Από το περιοδικό «δ» που κυκλοφορεί με την «κυριακάτικη δημοκρατία»}
Ταξιδεύοντας από τα Γιάννενα προς την Ηγουμενίτσα, λίγο πριν από την Παραμυθιά, ο ταξιδιώτης συναντά, κάτω από την Εγνατία Οδό, έναν υψηλό ορεινό όγκο, που αποτελεί την κορυφή ενός ορεινού πετάλου, εκτεινόμενου προς τα νότια. Στο σημείο αυτό συναντιώνται τα όρη της Παραμυθιάς με τα όρη του Σουλίου. Ανάμεσά τους, προς τον Νότο, σχηματίζονται υψηλά οροπέδια, φυσικά οχυρωμένα. Στην έξοδό του, το πέταλο ορίζεται από τη ροή του ποταμού Αχέροντα, που ενισχύει ακόμη περισσότερο αυτή την ούτως ή άλλως ισχυρή φυσική οχύρωση. Πρόκειται για τον τόπο ο οποίος για αιώνες αποτελούσε την πατρίδα των Σουλιωτών, μιας φυλής πολεμικής, περήφανης και ανυπότακτης.
Σήμερα, η συνηθέστερη και πλέον βατή πρόσβαση στην περιοχή είναι από τη Γλυκή, ένα όμορφο πεδινό χωριό δίπλα στον Αχέροντα. Φτάνοντας στο οροπέδιο του Σουλίου, αντικρίζει κανείς έναν μικρό οικισμό, όπου υπάρχουν κυρίως τα λιγοστά οικήματα των κτηνοτρόφων της περιοχής, χτισμένα με πρότυπο τον παραδοσιακό σουλιώτικο τρόπο. Υπάρχει επίσης το καφενείο καθώς και το δημοτικό κατάστημα, μπροστά στο οποίο έχουν στηθεί οι προτομές του Μάρκου Μπότσαρη και του Φώτου Τζαβέλα, των δύο αυτών κορυφαίων εκπροσώπων των σημαντικότερων από τις φάρες γύρω από τις οποίες συγκεντρώνονταν και οι υπόλοιπες, καθώς και του καλόγερου Σαμουήλ.
Απομεινάρια
Λίγο πιο μακριά από το δημοτικό κατάστημα, ορθώνεται μια στήλη που ορίζει το βουλευτήριο, τον υπαίθριο χώρο όπου το συμβούλιο συνεδρίαζε για τις κοινές υποθέσεις. Και, διάσπαρτα στο χώρο, βρίσκονται τα απομεινάρια εκείνης της εποχής. Ερείπια σπιτιών με την κλασική τότε αρχιτεκτονική: μικρά φρούρια, διώροφα, με λιγοστά σαν πολεμίστρες παράθυρα κυρίως στον επάνω όροφο. Και αναρίθμητα πηγάδια, με τα οποία επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν το λιγοστό νερό της περιοχής. Προς τον Νότο ξεκινά ο δρόμος που ενώνει τα τέσσερα μεγάλα Σουλιωτοχώρια: το Σούλι, τη Σαμονίδα, την Κιάφα και τον Αβαρίκο. Λιγοστά οικήματα βρίσκονται και στη Σαμονίδα, ενώ στα δύο τελευταία συναντά κανείς μόνο τα χαλάσματα των σπιτιών των Σουλιωτών.
Εως τα μέσα του 18ου αιώνα η πολεμική αυτή φυλή έφτασε στην ακμή της δύναμής της. Αρχικά, η πληθυσμιακή αύξηση σήμανε την ίδρυση του Τετραχωρίου, που αποτελούνταν από τα παραπάνω αναφερόμενα χωριά. Επειτα, στις γειτονικές ημιορεινές περιοχές δημιουργήθηκε το Επταχώρι, ένα σύνολο επτά χωριών. Πέραν αυτών, οι Σουλιώτες είχαν υπό τον έλεγχό τους περίπου 60 χωριά που βρίσκονταν κυρίως στη Λάκκα Σουλίου, την κοιλάδα στα δυτικά από τα βουνά τους. Στην ακμή του, το Τετραχώρι αριθμούσε γύρω στους 3.500 κατοίκους. Ο πληθυσμός όμως δεν μετριόταν σε άτομα αλλά σε τουφέκια: το Τετραχώρι εκείνη την εποχή μπορούσε να προμηθεύσει 1.500 τουφέκια, στα οποία προσετίθεντο 500 πολεμιστές από το Επταχώρι και 500 από τους Παρασουλιώτες, τους κατοίκους των χωριών που ελέγχονταν από το Σούλι. Με αυτή τη δύναμη απέκρουσαν τις πολυάριθμες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τους καθώς και τις δύο εκστρατείες του Αλή πασά των Ιωαννίνων, το 1789 και το 1792 αντίστοιχα, ο οποίος επιθυμούσε να υποτάξει το τοπικό, ανταγωνιστικό προς τον ίδιο, κέντρο εξουσίας των Σουλιωτών. Στο πρόσωπό του βρήκαν έναν ορκισμένο και υπολογίσιμο αντίπαλο, που το 1800 άλλαξε τακτική και αποφάσισε να καταλάβει την περιοχή διά πολιορκίας. Τρία χρόνια άντεξαν στην πολιορκία αυτή. Και στο τέλος, αφού το Σούλι έπεσε, κατά την παράδοση, με προδοσία, σκελετωμένοι από την πείνα, διαιρεμένοι από τα τεχνάσματα και το χρυσάφι του πασά, αλλά ακόμη αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ελευθερία τους, κατέφυγαν στα ύστατα οχυρά τους, στο Κούγκι και στην Κιάφα.
Πάνω από το Σούλι και εκτεινόμενη προς τα νοτιοδυτικά απλώνεται μια κορυφογραμμή, αποτελούμενη από τέσσερις δύσβατες, άγριες και άγονες κορυφές: τον Αγιο Δονάτο, το Κούγκι, τη Ράχη του Κεραυνού (Βρέκε Βετετίμε) και την Κιάφα. Το θέαμα των κορυφών αυτών είναι μοναδικό, καθώς υψώνονται τραχιές και γυμνές, στεφανωμένες μόνο από εκκλησίες και φρούρια.
Η θέα
Στην κορυφή του Αγίου Δονάτου υπάρχει η όμορφη φερώνυμη εκκλησία και από εκεί, στον ειδικά διαμορφωμένο σε σκαλοπάτια χώρο, μπορεί ο κόσμος που συγκεντρώνεται να παρακολουθήσει την αναπαράσταση της τελευταίας μάχης στο Κούγκι και την τραγική κατάληξή της κάθε τελευταία Κυριακή του Μαΐου, με εξαίρεση τις φετινές εκδηλώσεις, που, λόγω της εορτής του Αγίου Πνεύματος, θα πραγματοποιηθούν την Κυριακή 7 Ιουνίου.
Απέναντι από το Κούγκι, εκεί όπου κατά τη μάχη αυτή υπήρχε η εκκλησία και το οχυρό του Σαμουήλ, βρίσκεται σήμερα το μοναχικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Και στο ύψωμα της Μπίρας, μετά τη γυμνή κορυφή του Βρέκε Βετετίμε, επάνω στην Κιάφα, ορθώνεται το φρούριο που έχτισε ο Αλή πασάς μετά την πτώση του Σουλίου. Η θέα που έχεις από το φρούριο σε αποζημιώνει για την κοπιαστική πορεία στο δυσδιάκριτο μονοπάτι που ανεβαίνει στην κορυφή. Τριγύρω ορθώνονται τα βουνά που περικυκλώνουν το Σούλι, ενώ στο βάθος διακρίνεται το ίδιο το χωριό. Προς τον Νότο, το μάτι φτάνει από τον κάμπο του Φαναρίου, πέρα από τον Αχέροντα, έως τη θάλασσα.
Σε αυτά τα υψώματα οι Σουλιώτες άντεξαν για ακόμη τέσσερις μήνες, ώσπου ήρθαν σε συμφωνία με τον Βελή πασά, τον γιο του Αλή και επικεφαλής της πολιορκίας, να αποχωρήσουν από το Σούλι με όλα τα υπάρχοντά τους και με Τούρκους ομήρους ως «ρεχέμια» (όμηροι για εγγύηση ότι θα τηρηθούν τα συμφωνημένα), για να εγκατασταθούν απείραχτοι σε όποιο άλλο μέρος ήθελαν. Ο Σαμουήλ έμεινε πίσω, για να παραδώσει την πυρίτιδα που ήταν αποθηκευμένη στο Κούγκι, και, κατά την παράδοσή της, ανατινάχτηκε μαζί με την αποστολή των Τούρκων. Οσοι Σουλιώτες επέζησαν βρήκαν καταφύγιο αρχικά στην Πάργα και στη συνέχεια στα Επτάνησα. Τελικά, το 1820 συμμάχησαν με τον άλλοτε καταστροφέα τους Αλή πασά στον πόλεμο που του κήρυξε η Πύλη. Επέστρεψαν, έτσι, στο Σούλι, το οποίο κράτησαν έως το 1822, οπότε, έπειτα από δύο χρόνια πολιορκίας από τις δυνάμεις του Σουλτάνου, το εγκατέλειψαν οριστικά, συνεχίζοντας όμως να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ελληνική Επανάσταση.
Παρά την ερήμωσή του, το Σούλι και ο μύθος του υπήρξαν από τότε μαγνήτης για πολλούς περιηγητές. Ενας από αυτούς, ο Αγγλος Smart-Hughes, περιγράφει τις εντυπώσεις του από τη θέα στην κορυφή της Κιάφας το 1812, η οποία από τότε δεν έχει απολέσει την άγρια ομορφιά και τη μαγεία της. «Η μοναδική εκ του φρουρίου της Κιάφας και καταπλήσσουσα φύσις της περί ημάς αγρίας σκηνογραφίας μας εκράτησεν επί τινας στιγμάς εκεί εμβροντήτους, συνέχοντας εν εκστάσει την αναπνοήν ημών. Αι τρισμέγισται τεθραυσμέναι πέτριναι μάζαι, οι βράχοι, οι κρημνοί και αι χαράδραι εφαίνοντο ως ερείπεια διαλελυμένου και εξηρθρωμένου κόσμου, όμοια προς την ποιητικήν εκείνην εικόνα της συγχύσεως, καθ' ην το Πήλιον, η Οσσα και ο Ολυμπος συσσωρεύονται το εν επί του άλλου υπό τις γιγαντώδεις των Τιτάνων χείρας».
Περιήγηση
Μοιάζει σαν ο άγριος τούτος τόπος να συμβολίζει το κόστος και τις θυσίες που απαιτεί η πραγματοποίηση της επιθυμίας να είσαι και να ζήσεις ελεύθερος.
Η περιήγηση στην περιοχή θα πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει και μια επίσκεψη στον Αχέροντα. Η καταπράσινη και πλούσια φύση του ποταμού έρχεται σε αντίθεση με το ξερό και άγριο τοπίο του Σουλίου. Ο Αχέροντας, ο ποταμός ο οποίος φύλαγε στην αρχαιότητα τις Πύλες του Αδη και στην Τουρκοκρατία την ιδιαίτερη πολεμική φυλή των Σουλιωτών, ενδείκνυται τόσο για μακρινές διαδρομές όσο και για σύντομους περιπάτους. Ο επισκέπτης μπορεί να ευχαριστηθεί πολύωρες πεζοπορίες, που περιλαμβάνουν και κολύμπι στα νερά του ποταμού αλλά και μια κοντινή βόλτα στις πανέμορφες πηγές του, κοντά στη Γλυκή. Ή μπορεί να κολυμπήσει σε μια από τις παραλίες στις εκβολές του, όπως στην Αμμουδιά, και να επισκεφτεί εκεί κοντά το αρχαίο Νεκρομαντείο.
Η διαμονή στην περιοχή μπορεί να γίνει στο χωριό Γλυκή ή στην πιο μακρινή, ορεινή και όμορφη μικρή κωμόπολη της Παραμυθιάς.
Η διαμονή στην περιοχή μπορεί να γίνει στο χωριό Γλυκή ή στην πιο μακρινή, ορεινή και όμορφη μικρή κωμόπολη της Παραμυθιάς.
Η απάντηση -χαστούκι από τον Λάμπρο Τζαβέλα
Μετά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθειά του να καταλάβει το Σούλι, το 1789, ο Αλή πασάς αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την πανουργία του. Τον Ιούνιο του 1792 ξεκίνησε πολεμικές προετοιμασίες, ζητώντας από τους Σουλιώτες να τον βοηθήσουν να εκστρατεύσει κατά του Αργυρόκαστρου. Πράγματι, μια μικρή δύναμη 70 πολεμιστών, με επικεφαλής τον Λάμπρο Τζαβέλα, κίνησε να συνδράμει τον πασά. Εκείνος όμως τους αιχμαλώτισε και ζήτησε από τον Λάμπρο να του παραδώσει το Σούλι, αλλιώς θα σκότωνε τους αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους υπήρχε και ο γιος του Φώτος. Ο Λάμπρος του το υποσχέθηκε, όταν όμως γύρισε στον τόπο του, του έστειλε την περίφημη επιστολή του: «Αλή πασά, χαίρομαι που γέλασα έναν δόλιο και είμαι εδώ για να υπερασπίσω την πατρίδα μου εναντίον ενός κλέφτη. Ο γιος μου θα πεθάνει, εγώ όμως θα τον εκδικηθώ πριν από τον θάνατό μου. Κάποιοι Τούρκοι σαν κι εσένα θα πουν ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας με το να θυσιάσω τον γιο μου για τη δική μου σωτηρία. Σου απαντώ ότι εάν πάρεις το Βουνό (δηλαδή το Σούλι), θα σκοτώσεις τον γιο μου, την υπόλοιπη οικογένειά μου και τους συμπατριώτες μου και τότε δεν θα μπορέσω να εκδικηθώ τον θάνατό του. Αν όμως νικήσουμε, θα μπορέσω να κάνω και άλλα παιδιά· η γυναίκα μου είναι νέα. Εάν ο γιος μου, νέος καθώς είναι, δεν είναι ευχαριστημένος να πεθάνει για την πατρίδα του, τότε δεν είναι άξιος να ζήσει και να αναγνωρίζεται ως γιος μου. Προχώρα, λοιπόν, άπιστε, είμαι ανυπόμονος να σε εκδικηθώ». Οργισμένος από την απάντηση του Λάμπρου, ο Αλή πασάς εκστράτευσε με μεγάλη δύναμη στο Σούλι. Υστερα από πολύωρη μάχη στην Κιάφα και αφού οι μαχητές των δύο παρατάξεων σταμάτησαν αποκαμωμένοι να πυροβολούν, οι γυναίκες των Σουλιωτών, οι οποίες είχαν καταφύγει εκεί κοντά, φοβούμενες ότι οι Τούρκοι πήραν την Κιάφα και παρακινημένες από τη γυναίκα του Λάμπρου Μόσχω, αποφάσισαν να επιτεθούν κατά των Τούρκων παρά να σκλαβωθούν. Βλέποντας οι άντρες τις γυναίκες τους να επιτίθενται, τις ακολούθησαν και διέλυσαν τις δυνάμεις του Αλή πασά.
Μετά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθειά του να καταλάβει το Σούλι, το 1789, ο Αλή πασάς αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την πανουργία του. Τον Ιούνιο του 1792 ξεκίνησε πολεμικές προετοιμασίες, ζητώντας από τους Σουλιώτες να τον βοηθήσουν να εκστρατεύσει κατά του Αργυρόκαστρου. Πράγματι, μια μικρή δύναμη 70 πολεμιστών, με επικεφαλής τον Λάμπρο Τζαβέλα, κίνησε να συνδράμει τον πασά. Εκείνος όμως τους αιχμαλώτισε και ζήτησε από τον Λάμπρο να του παραδώσει το Σούλι, αλλιώς θα σκότωνε τους αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους υπήρχε και ο γιος του Φώτος. Ο Λάμπρος του το υποσχέθηκε, όταν όμως γύρισε στον τόπο του, του έστειλε την περίφημη επιστολή του: «Αλή πασά, χαίρομαι που γέλασα έναν δόλιο και είμαι εδώ για να υπερασπίσω την πατρίδα μου εναντίον ενός κλέφτη. Ο γιος μου θα πεθάνει, εγώ όμως θα τον εκδικηθώ πριν από τον θάνατό μου. Κάποιοι Τούρκοι σαν κι εσένα θα πουν ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας με το να θυσιάσω τον γιο μου για τη δική μου σωτηρία. Σου απαντώ ότι εάν πάρεις το Βουνό (δηλαδή το Σούλι), θα σκοτώσεις τον γιο μου, την υπόλοιπη οικογένειά μου και τους συμπατριώτες μου και τότε δεν θα μπορέσω να εκδικηθώ τον θάνατό του. Αν όμως νικήσουμε, θα μπορέσω να κάνω και άλλα παιδιά· η γυναίκα μου είναι νέα. Εάν ο γιος μου, νέος καθώς είναι, δεν είναι ευχαριστημένος να πεθάνει για την πατρίδα του, τότε δεν είναι άξιος να ζήσει και να αναγνωρίζεται ως γιος μου. Προχώρα, λοιπόν, άπιστε, είμαι ανυπόμονος να σε εκδικηθώ». Οργισμένος από την απάντηση του Λάμπρου, ο Αλή πασάς εκστράτευσε με μεγάλη δύναμη στο Σούλι. Υστερα από πολύωρη μάχη στην Κιάφα και αφού οι μαχητές των δύο παρατάξεων σταμάτησαν αποκαμωμένοι να πυροβολούν, οι γυναίκες των Σουλιωτών, οι οποίες είχαν καταφύγει εκεί κοντά, φοβούμενες ότι οι Τούρκοι πήραν την Κιάφα και παρακινημένες από τη γυναίκα του Λάμπρου Μόσχω, αποφάσισαν να επιτεθούν κατά των Τούρκων παρά να σκλαβωθούν. Βλέποντας οι άντρες τις γυναίκες τους να επιτίθενται, τις ακολούθησαν και διέλυσαν τις δυνάμεις του Αλή πασά.
Ολες οι πράξεις του δράματος
Η κατάληψη του Σουλίου μετά την πολιορκία του δεν ήταν η τελευταία πράξη στο δράμα των Σουλιωτών. Ο Αλή πασάς, καταπατώντας τη συμφωνία, αποφάσισε να τους καταδιώξει και να τους εξοντώσει έως τον τελευταίο. Οι περισσότεροι Σουλιώτες, όσες φάρες ακολούθησαν τους Τζαβελαίους, με αρχηγό τον Φώτο, πρόλαβαν να καταφύγουν απείραχτοι στην Πάργα. Μια άλλη, μικρή ομάδα παγιδεύτηκε στο Ζάλογγο, όπου και ορισμένα από τα γυναικόπαιδα προτίμησαν να πέσουν από τον γκρεμό από το να παραδοθούν στα χέρια των Τούρκων. Εκεί, στο Ζάλογγο, νότια του Αχέροντα, δεσπόζει το μεγάλο μνημείο που έχει ανεγερθεί στη μνήμη τους. Επειτα ο Αλή πασάς στράφηκε εναντίον ορισμένων οικογενειών που είχαν καταφύγει στο σημερινό χωριό Ριζά. Στον πύργο του Δημουλά παγιδεύτηκαν τα γυναικόπαιδα, με αρχηγό τη Δέσπω Μπότση, η οποία έβαλε φωτιά στο μπαρούτι και ανατινάχτηκε μαζί τους, για να μην καταλήξουν δούλοι του σουλτάνου. Το δράμα ολοκληρώθηκε με την καταδίωξη των Μποτσαραίων, οι οποίοι από το 1800 είχαν έρθει σε συμφωνία με τον πασά, οπότε και τους παραχωρήθηκε το αρματολίκι στα Τζουμέρκα. Χίλιοι διακόσιοι Σουλιώτες κατέφυγαν τότε στη Μονή Σέλτσου, όπου, ύστερα από πολιορκία τεσσάρων μηνών, κατασφάχτηκαν από 7.000 άντρες του Αλή πασά. Από τη σφαγή γλίτωσαν και κατέφυγαν στην Πάργα μόνο 50, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Μάρκος Μπότσαρης.
Η κατάληψη του Σουλίου μετά την πολιορκία του δεν ήταν η τελευταία πράξη στο δράμα των Σουλιωτών. Ο Αλή πασάς, καταπατώντας τη συμφωνία, αποφάσισε να τους καταδιώξει και να τους εξοντώσει έως τον τελευταίο. Οι περισσότεροι Σουλιώτες, όσες φάρες ακολούθησαν τους Τζαβελαίους, με αρχηγό τον Φώτο, πρόλαβαν να καταφύγουν απείραχτοι στην Πάργα. Μια άλλη, μικρή ομάδα παγιδεύτηκε στο Ζάλογγο, όπου και ορισμένα από τα γυναικόπαιδα προτίμησαν να πέσουν από τον γκρεμό από το να παραδοθούν στα χέρια των Τούρκων. Εκεί, στο Ζάλογγο, νότια του Αχέροντα, δεσπόζει το μεγάλο μνημείο που έχει ανεγερθεί στη μνήμη τους. Επειτα ο Αλή πασάς στράφηκε εναντίον ορισμένων οικογενειών που είχαν καταφύγει στο σημερινό χωριό Ριζά. Στον πύργο του Δημουλά παγιδεύτηκαν τα γυναικόπαιδα, με αρχηγό τη Δέσπω Μπότση, η οποία έβαλε φωτιά στο μπαρούτι και ανατινάχτηκε μαζί τους, για να μην καταλήξουν δούλοι του σουλτάνου. Το δράμα ολοκληρώθηκε με την καταδίωξη των Μποτσαραίων, οι οποίοι από το 1800 είχαν έρθει σε συμφωνία με τον πασά, οπότε και τους παραχωρήθηκε το αρματολίκι στα Τζουμέρκα. Χίλιοι διακόσιοι Σουλιώτες κατέφυγαν τότε στη Μονή Σέλτσου, όπου, ύστερα από πολιορκία τεσσάρων μηνών, κατασφάχτηκαν από 7.000 άντρες του Αλή πασά. Από τη σφαγή γλίτωσαν και κατέφυγαν στην Πάργα μόνο 50, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Μάρκος Μπότσαρης.
Οι κτηνοτρόφοι -πολεμιστές
Το πότε και από πού εγκαταστάθηκαν εκεί ακόμη παραμένει ζήτημα σχετικά αδιευκρίνιστο. Φαίνεται όμως ότι οι Σουλιώτες, αρβανίτικο φύλο με θρησκεία χριστιανική, έκαναν τόπο διαμονής τους το Σούλι από τα μέσα του 14ου αιώνα, στο πλαίσιο των μετακινήσεων αλβανικών πληθυσμών στην περιοχή ήδη από τον 13ο αιώνα. Ως περιπλανώμενοι κτηνοτρόφοι, ήταν εξαρχής εξοικειωμένοι με τη χρήση των όπλων και τη διεξαγωγή ληστρικών επιδρομών. Αυτή τη χρήση την ανήγαγαν σε τέχνη του πολέμου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε σταδιακά κατέληξαν να ζουν με τον πόλεμο και για τον πόλεμο. Ακόμη και οι γυναίκες τους συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, συχνά ενθαρρύνοντας τους άντρες ή κουβαλώντας πολεμοφόδια, κάποιες φορές παίρνοντας και οι ίδιες τα όπλα. Τα παιδιά, από την ηλικία των 10 ετών, μπορεί να μη μάθαιναν γράμματα, περνούσαν όμως μια εκπαίδευση που τους μετέτρεπε σε ακούραστους πολεμιστές και δεινούς νυχτομάχους, και τους μάθαινε να αντέχουν στις στερήσεις και σε κάθε είδους κακουχίες. Με αυτή τη διαπαιδαγώγηση, οι μικροί Σουλιώτες ενσωματώνονταν στη φάρα τους, στο σύνολο των συγγενών οικογενειών που χαρακτήριζε τη δομή της σουλιωτικής κοινωνίας. Οι αρχηγοί από τις φάρες σχημάτιζαν το συμβούλιο, το οποίο λάμβανε τις σημαντικές αποφάσεις που αφορούσαν το σύνολο.
http://www.dimokratianews.gr/content/45729/oi-koryfes-toy-soylioy-poy-den-patise-pote-o-ali-pasas