Για τους κομμουνιστές η απελευθέρωση αποτελούσε μια πρωτόγνωρη εμπειρία, καθώς έβγαιναν από μία μακρόχρονη περίοδο διώξεων και παρανομίας
Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 1944, ώρα 11 το πρωί. «Η Λευτεριά φτερουγίζει πάνω από την Αθήνα μας». Εβδομήντα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από την απελευθέρωση της Αθήνας από το γερμανικό ζυγό. Ηταν μια ημέρα χαράς και ξέφρενου ενθουσιασμού. Πίσω όμως από τους πανηγυρισμούς υποκρύπτονταν ανησυχίες, πολιτικοί σχεδιασμοί και σκοπιμότητες ως προς τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν.
Το αυθόρμητο ξέσπασμα
Πριν ακόμα οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες εκκενώσουν την πόλη, ο αθηναϊκός λαός ξεχύθηκε στους δρόμους σε ένα αυθόρμητο ξέσπασμα: «Ηταν ένα κάρο φορτωμένο νέους και νέες που ξεφωνίζανε. Στο άλογο που τραβούσε το κάρο καθότανε καβάλα μια γυναίκα μελαχρινή σα γύφτισσα που είχε στο κεφάλι και στους ώμους ένα σάλι επαναστατικά κατακόκκινο. Φορούσε κίτρινο φουστάνι κι είχε διάφορα χαϊμαλιά στο στήθος, κρατούσε μια ελληνική σημαιούλα και ξεφώνιζε τραγουδώντας: "Απ' τα κόκαλα βγαλμένη...". Μια παρέα μάγκες γυρίζανε με ένα χαρτονένιο Χίτλερ κρεμασμένο σε ένα κοντάρι και φωνάζανε ρυθμικά "Εμπατίρησε". Πολλά τραμ και καμιόνια ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόμους φορτωμένα παιδιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που φωνάζανε συνθήματα των οργανώσεών τους. Είδα και μια παρέλαση πιτσιρίκων με ξύλινα τουφέκια, του "παιδικού μετώπου" του ΕΑΜ», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς για εκείνη τη «μεγάλη ημέρα» στα Τετράδια Ημερολογίου.
Ανάμεσα σ' εκείνους που ξεχύθηκαν στους δρόμους της απελευθερωμένης Αθήνας ήταν και ο Ροζέ Μιλλιέξ, καθηγητής του Γαλλικού Ινστιτούτου και υποστηρικτής του ΕΑΜ. Κρατώντας τον τετράχρονο γιο του από το ένα χέρι και τη γαλλική σημαία από το άλλο ενώθηκε με μια ομάδα του ΕΑΜ και άρχισαν να φωνάζουν αριστερά συνθήματα στο Κολωνάκι «για να τρομάξουν τους αστούς».
«Σε κάθε γωνιά βουίζουν τα χωνιά (...). Ανεβασμένοι στ' αυτοκίνητα ρίχνουν οι ΕΑΜίτες τα συνθήματα που τ' αρπάζει με μια φωνή ο κόσμος και τα κάνει βουή και σάλπισμα για να φτάσουν απ' άκρη σ' άκρη της Ελλάδας: Κανένα άσυλο στους προδότες! Λευτεριά-Λαοκρατία!», διαβάζουμε στην ανταπόκριση του «Ριζοσπάστη» που κυκλοφορούσε πλέον ελεύθερα στο κέντρο της πρωτεύουσας.Για τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων, ιδίως για τους κομμουνιστές, η απελευθέρωση αποτελούσε μια πρωτόγνωρη εμπειρία καθώς έβγαιναν από μια μακρόχρονη περίοδο διώξεων και παρανομίας: «Θεέ μου, τι ανείπωτη χαρά, τι ικανοποίηση, τι περηφάνια, να σεργιανάς την Κόκκινη Σημαία μας ύστερα από χρόνων καταφρόνια και κατατρεγμό, που μόνο "τους μάρτυρές μας σκέπαζε κατά γης" αναρτημένη μπροστά στο αυτοκίνητο να κυματίζει περήφανα μέσα στην καρδιά της Πρωτεύουσας», γράφει η Καίτη Ζεύγου, στέλεχος του ΚΚΕ.
Τάξη και ασφάλεια παντού
Παρά ωστόσο την έντονη ανησυχία του μη ΕΑΜικού κόσμου το ΕΑΜ τήρησε κατά γράμμα τις υποχρεώσεις του απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας τιθασεύοντας τη μεγάλη δύναμή του. Διασκεδάζοντας τους φόβους για λουτρό αίματος και τη διάχυτη επιθυμία για εκδίκηση, την ημέρα του πανηγυρισμού επικράτησε απόλυτη τάξη, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ο Βρετανός αντισυνταγματάρχης R. Sheppard, ο οποίος επισκέφθηκε το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές που έλεγχε το ΕΑΜ, διαπίστωσε απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις περιπολούσαν με πειθαρχία στους σχεδόν έρημους δρόμους.
Οι τελευταίες γερμανικές ωμότητες
Οι τελευταίες ημέρες της Κατοχής δεν ήταν, ωστόσο, αναίμακτες. Με στοχευμένες επιθέσεις δύο μέρες πριν απ' την υποχώρησή τους Γερμανοί και Τάγματα Ασφαλείας εκτέλεσαν 47 άτομα και πυρπόλησαν 400 σπίτια στο Κορωπί, λίγο έξω από την Αθήνα, στο δρόμο όμως προς την πρωτεύουσα από τα ανατολικά παράλια της Αττικής, όπου οι Βρετανοί ξεφόρτωναν τα όπλα για την ενίσχυση των αντιΕΑΜικών δυνάμεων.
Την παραμονή Γερμανοί επιτέθηκαν στην προσφυγική Καισαριανή, προπύργιο του ΕΑΜ, δολοφονώντας με απαγχονισμό τους αγωνιστές που συνέλαβαν.
Ακόμα και την ίδια στιγμή που χιλιάδες άτομα γιόρταζαν την απελευθέρωση, οι Γερμανοί προσπάθησαν να υπονομεύσουν και να καταστρέψουν βιομηχανικές υποδομές γύρω από την Αθήνα.
Η σημαντικότερη απόπειρα έγινε στον Πειραιά στις λιμενικές εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Η «Μάχη της Ηλεκτρικής», που έδωσε ο ΕΛΑΣ, έσωσε το εργοστάσιο από την καταστροφή, η οποία θα βύθιζε για μήνες την περιοχή της πρωτεύουσας στο σκοτάδι και διαφύλαξε το αγαθό του ηλεκτρισμού για τους κατοίκους της.
Το λιμάνι του Πειραιά δεν γλίτωσε, ωστόσο, την «υπογραφή του κτήνους». «Την 5.30 απογευματινήν της 12ης Οκτωβρίου ήρχισαν αι τρομακτικαί ανατινάξεις και εξηκολούθησαν μέχρι νυκτός. Κόπος και μόχθος γενεών κατεστρέφετο», γράφει ο Θεμιστοκλής Τσάτσος.
Η πρακτική της «καμένης γης» θα συνεχιστεί σε όλες τις πόλεις από τις οποίες υποχώρησαν οι Γερμανοί. Και φυσικά ούτε λόγος για αποζημιώσεις ή τιμωρία των υπευθύνων, παρ' όλο που ουσιαστικά επρόκειτο για πράξεις που δεν ήταν απαραίτητες για την επίτευξη στρατιωτικών στόχων.
Με την πλήρη αποχώρηση των Γερμανών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τριμελές κυβερνητικό κλιμάκιο από τους Φ. Μανουηλίδη, Γ. Ζεύγο και Θ.Τσάτσο για να αναλάβει την εξουσία των απελευθερωμένων περιοχών. Τμήματα των Βρετανικών Ειδικών Δυνάμεων και του Ιερού Λόχου εισήλθαν στην πόλη στις 14 Οκτωβρίου, ενώ την επόμενη ημέρα το κύριο τμήμα της Επιχείρησης ΜΑΝΝΑ, που περιελάμβανε και την ελληνική κυβέρνηση, ξεκίνησε από την Ιταλία.
Την κυβέρνηση συνόδευε ο Βρετανός πρεσβευτής R. Leeper και ο αντιστράτηγος R. Scobie, αρχηγός των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ελλάδα. Παρά το προπαγανδιστικό οπτικοακουστικό υλικό που προβάλλει τους Βρετανούς ως απελευθερωτές, ήταν φανερό ότι η περιορισμένη βρετανική στρατιωτική δύναμη δεν επαρκούσε για την απελευθέρωση της χώρας.
Σκοπός της ήταν να συνοδεύσει, να προστατεύσει και να εδραιώσει στην Αθήνα την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, την οποία τόσο είχαν μοχθήσει οι Βρετανοί να συγκροτήσουν.
Είχαν εξάλλου στα χέρια τους επίσημη πρόσκληση από τον Παπανδρέου, ο οποίος ζητούσε από το Foreign Office να προχωρήσει στα αναγκαία βήματα «με τακτ και επιμονή». Και δεν δίστασαν για αυτό το σκοπό να «θυσιάσουν», έστω και πρόσκαιρα, την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β'.
Η βρετανική παρουσία αποτελούσε μια διαρκή επισήμανση του απαραίτητου ρόλου των Βρετανών στις εξελίξεις στην Ελλάδα και συνιστούσε εγγύηση του νόμου και της τάξης για τους αστούς πολιτικούς. Η επιστροφή των τελευταίων στο θώκο της εξουσίας περνούσε μέσα από τη βρετανική διπλωματία και τα βρετανικά όπλα.
Την επομένη της απελευθέρωσης τους αυθόρμητους πανηγυρισμούς του αθηναϊκού λαού διαδέχθηκαν οργανωμένες συγκεντρώσεις με πολιτικό χαρακτήρα. Στις 13 και τις 14 Οκτωβρίου το ΕΑΜ κατέβασε συντεταγμένα τις δυνάμεις του στο κέντρο της Αθήνας με συνθήματα υπέρ των Συμμάχων, της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και της Λαοκρατίας.
Τη δεύτερη μέρα συνεργάτες των Γερμανών, που διέμεναν υπό περιορισμό αλλά ένοπλοι σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας, πυροβόλησαν εναντίον της ΕΑΜικής διαδήλωσης σκοτώνοντας επτά και τραυματίζοντας δεκάδες. Τα ένοπλα αυτά παραστρατιωτικά σώματα κάθε προέλευσης μαζί με τους αφοπλισμένους ταγματασφαλίτες και τον «εκκαθαρισμένο» Ελληνικό Στρατό Μέσης Ανατολής αποτέλεσαν, όπως αποδείχθηκε, τις «χρυσές εφεδρείες», σωτήριες στη σύγκρουση με το ΕΑΜ δύο μήνες αργότερα.
Το ΕΑΜ δεν απάντησε στην πρόκληση τηρώντας τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει. Στις 15 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του μη ΕΑΜικού χώρου να κάνει επίδειξη των δυνάμεών του με μια μαζική διαδήλωση στην οποία κυριάρχησε συνθηματολογία με αιτήματα για εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας και τιμωρία των Βουλγάρων.
Η δημόσια και μαζική αυτή έκφραση της διαφοροποίησης προανήγγειλε το χαρακτήρα της ταξικής σύγκρουσης που θα ακολουθούσε. «Εφτανε ένα σπίρτο για να πάρει η Αθήνα φωτιά σαν ένα δοχείο μπενζίνα», παρατηρούσε ο Θεοτοκάς.
Ο Λόγος της Απελευθέρωσης
Η επίσημη άφιξη της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Γ. Παπανδρέου, στην οποία το ΕΑΜ συμμετείχε με έξι υπουργούς, έγινε το πρωί της Τετάρτης 18 Οκτωβρίου 1944. Σύμφωνα με τον επίσημο εορτασμό κατευθύνθηκαν αρχικά στην Ακρόπολη, όπου ο πρωθυπουργός ύψωσε την ελληνική σημαία, ενώ τιμητικά αγήματα του Ιερού Λόχου και του ΕΛΑΣ παρουσίασαν όπλα.
Επρόκειτο για μια συμβολική παρουσία του αντάρτικου στρατού, καθώς πειθαρχώντας στις διαταγές του Βρετανικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής ο ΕΛΑΣ είχε κρατήσει τις δυνάμεις του έξω από τα όρια της Αττικής.
Αμέσως μετά τη δοξολογία στη Μητρόπολη, στην οποία χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος και μελλοντικός Αντιβασιλέας Δαμασκηνός, ο Παπανδρέου εκφώνησε στην πλατεία Συντάγματος τον περίφημο Λόγο της Απελευθέρωσης. Σε αυτόν επισήμανε την αναγκαιότητα διατήρησης της εθνικής ενότητας έως τη διεξαγωγή των εκλογών, την εθνική ολοκλήρωση και την ανασύνταξη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Παράλληλα επιβεβαίωσε με έμφαση την απόφαση να τιμωρηθούν οι προδότες της πατρίδας και οι εκμεταλλευτές της δυστυχίας του λαού, διαβεβαιώνοντας ότι «Η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος». Απευθυνόμενος σε ένα κοινό αρνητικά διακείμενο απέναντί του, το οποίο συνεχώς τον διέκοπτε με συνθήματα Λαοκρατία και Εθνική Νέμεση, δεν δίστασε να αναφέρει εκτός κειμένου την περίφημη φράση «πιστεύομεν εις την Λαοκρατίαν».
Ο αγώνας για την εξουσία
Επρόκειτο, ωστόσο, μόνο για σχήματα λόγου. Ούτε οι δωσίλογοι τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε, και πολύ περισσότερο, ούτε ο Παπανδρέου πίστευε στη λαοκρατία. Ο παλαιός πολιτικός κόσμος στον οποίο ανήκε, αδυνατούσε να κατανοήσει τις νέες πραγματικότητες που επέβαλλε η μορφή που είχε λάβει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Συσπειρωμένος γύρω από τις εξόριστες ελληνικές κυβερνήσεις και τους Βρετανούς, σχεδίαζε την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή. Συμμαχίες που συγκροτούνταν και διαλύονταν σε μία ημέρα, πισώπλατα μαχαιρώματα, εντυπωσιακές αλλαγές θέσεων και απόψεων, τακτικισμοί και ατελείωτες δολοπλοκίες χαρακτήριζαν τους Ελληνες αστούς πολιτικούς που διψούσαν για εξουσία ύστερα από 8 χρόνια κοινοβουλευτικής αδράνειας.
Για την αγωνιώσα αστική τάξη το βασικό πρόβλημα ήταν ότι το ΕΑΜ συγκροτούσε τη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση.
Η Αντίσταση είχε αναδείξει νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες ασκούσαν εξουσία σε εκτεταμένες περιοχές της ορεινής Ελλάδας και ανέμεναν να κεφαλαιοποιήσουν την κυριαρχία τους στο πολιτικό πεδίο. «Είμαστε εμείς που νικήσαμε τη σκλαβιά! Εμείς που σπάσαμε τις αλυσίδες! Εμείς που χύσαμε το αίμα μας! Εμείς που θα σε ξαναχτίσομε Ελλάδα Λεύτερη! Ανεξάρτητη, λαοκρατούμενη. Χωρίς τυράννους και τυραννίες. Χωρίς φασίστες και διχτάτορες», γράφει ο «Ριζοσπάστης» στο κύριο σχόλιό του στις 12 Οκτωβρίου με τον τίτλο «Χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά!».
Το ΕΑΜ έχοντας ευρύτατη λαϊκή στήριξη και πολιτική δυναμική κάθε άλλο παρά βίαια επιθυμούσε να καταλάβει την εξουσία. Προσβλέποντας στη δημιουργία μιας αστικής δημοκρατίας, όπου θα υπήρχε ελευθερία πολιτικής δράσης, προωθούσε την πολιτική της εθνικής ενότητας και της δημοκρατικής ομαλότητας.
Η συνέχιση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σε άλλα μέτωπα, οι διεθνείς συσχετισμοί δυνάμεων αλλά και τα όρια και οι δυνατότητες της ελεύθερης Ελλάδας δεν άφηναν πολλά περιθώρια για επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας. «...Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μας πει πάρτε την και κάνετε σοσιαλισμό [...]. Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, αλλαγές της κατάστασης [...]. Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη», τόνιζε ο γ.γ. του ΚΚΕ Γ. Σιάντος στην 44η Συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) στις 27 Ιουλίου 1944.
Οσο και αν κατακρίθηκε η απόφαση από το ίδιο το ΚΚΕ, μεταγενέστερα, υπό το πρίσμα ότι το κόμμα «δεν μπόρεσε να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας και τότε ακόμη, ιδίως μετά το 1943, που οι συνθήκες επέβαλλαν να θέσει το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας», η ουσία παραμένει ότι το ΕΑΜ, και μέσω αυτού ο κύριος εταίρος του το ΚΚΕ, πιστό στη γραμμή της Εθνικής Ενότητας υπέγραψε το Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου και προσχώρησε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας αντιμετωπίζοντας συνεχώς τη δυσπιστία των αστών πολιτικών ως προς τις προθέσεις του.
Υπό την επίπλαστη ενότητα της κυβέρνησης Παπανδρέου υπέγραψε ακόμα και τη Συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, κατά την οποία όλες οι δυνάμεις του υπάγονταν στις διαταγές του Βρετανού αντιστράτηγου R. Scobie.
Τον Σεπτέμβριο 1944 τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν πιεζόμενα την υποχώρησή τους με κατεύθυνση προς Βορρά.
Και ενώ ο ΕΛΑΣ επετίθετο στους Γερμανούς προξενώντας τους μαζικές απώλειες (σύμφωνα με βρετανικές αναφορές, τον Οκτώβριο 1944 οι Γερμανοί είχαν απώλειες 1.180 ανδρών) αλλά και σε όσους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας αρνήθηκαν να αφοπλιστούν (βλέπε Μελιγαλάς) -αν και είχαν καταδικαστεί ως προδοτικά τόσο από τους Βρετανούς όσο και από την κυβέρνηση Παπανδρέου-, βασικός στόχος των Βρετανών και του Παπανδρέου ήταν η ομαλή επάνοδός τους στη χώρα ώστε να μην καταλάβει το ΕΑΜ την εξουσία.
Φτάνουμε λοιπόν από εκεί που ξεκινήσαμε: στις 12 Οκτωβρίου 1944, την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας. «Ενας νέος κόσμος θα υψωθεί από τα ερείπια», υποσχέθηκε ο Παπανδρέου στο λόγο του. Αντί όμως να ξημερώσει ένας «γενναίος, νέος κόσμος», τον οποίο οραματίστηκαν και για τον οποίο αγωνίστηκαν όλοι όσοι έμειναν στη χώρα και αντιστάθηκαν στους ναζί και τους συνεργάτες τους, αυτό που περίμενε τον ελληνικό λαό ήταν νέα ερείπια.