Η δικτατορία Μεταξά θα βοηθούσε και στην εξουδετέρωση του «κομμουνιστικού κινδύνου», καθώς οι Ελληνες κομμουνιστές καταφέρονταν κατά του αγγλογαλλικού ιμπεριαλισμού
Χρειάζεται να γίνει αντιληπτό ότι το «Οχι» της 28ης Οκτωβρίου υπήρξε η απόλυτη φυσική συνέπεια του διεθνούς προσανατολισμού του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου προς τη Μεγάλη Βρετανία.
Η Ελλάδα, μετά τη μοναρχική παλινόρθωση του '35 και την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, μετεξελίχθηκε σ' ένα ισχυρό, όπως αποδείχθηκε, οχυρό του Ηνωμένου Βασιλείου στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β' είχε διδαχθεί από την άρνηση του πατέρα του, Κωνσταντίνου, ν' ακολουθήσει την Αγγλία και τη Γαλλία στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, γεγονός που του είχε στοιχίσει την έξοδό του από το θρόνο.
Τώρα ο Γεώργιος Β' είχε στο πλευρό του ένα παλιό φίλο του ελληνικού βασιλικού οίκου, το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, παλιό θαυμαστή της Γερμανίας, όπου είχε κάνει σπουδές στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου. Αλλά πριν ακόμα συνεργαστεί φανερά με τον Γεώργιο στην επιβολή της δικτατορίας, είχε δώσει έντονες διαβεβαιώσεις στους Αγγλους ότι θα βρεθεί ολόψυχα στο πλευρό τους.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου θα βοηθούσε και στην εξουδετέρωση του «κομμουνιστικού κινδύνου», καθώς οι Ελληνες κομμουνιστές καταφέρονταν και κατά του αγγλογαλλικού ιμπεριαλισμού.
Το δικτατορικό ελληνικό καθεστώς δημιουργούσε και ένα προπέτασμα καπνού απέναντι στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι στην Ιταλία και το ναζιστικό του Χίτλερ στη Γερμανία, προβάλλοντας τη συγγένεια των τριών καθεστώτων και το δήθεν ουδέτερο χαρακτήρα του. Αλλά ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ δεν άργησαν ν' αντιληφθούν τον έντονο φιλοβρετανικό χαρακτήρα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, που προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για να ενδυναμώσει όσο γίνεται καλύτερα στρατιωτικά.
Οπως αναφέρει ο Σπύρος Μαρκεζίνης, «η ιδεολογία του νέου καθεστώτος ήταν τεχνητή και η πραγματοποίησή του από πολλές απόψεις σκηνοθετημένη». Ηταν βέβαια ένα επικίνδυνο παιχνίδι, καθώς το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν απαγόρευε σε οπαδούς του να βλέπουν με κάποια συμπάθεια τα δικτατορικά καθεστώτα στην Ιταλία και τη Γερμανία, με τα οποία συγγένευαν ιδεολογικά. Κάτι που θα φανεί και μετά την κατάκτηση της Ελλάδας και την υπαγωγή της σε τριπλή κατοχή.
Η στενή συνεργασία της φιλελεύθερης Αγγλίας και γενικότερα των Αγγλοσαξόνων μ' ένα δικτατορικό καθεστώς έδειξε, όπως συνέβη και κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις θα μπορούσαν να επιβάλλουν ή να συνεργάζονται με δικτατορικά καθεστώτα, εφ' όσον εκείνα ανταποκρίνονται στα συμφέροντά τους.
Σύμφωνα με τον Αγγλο πρεσβευτή στην Ελλάδα εκείνης της περιόδου, σερ Σίντνεϊ Γουότερλοου, «η πολιτική που ακολουθείται από το Στρατηγό Μεταξά», στις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, «μπορούσε να εγκωμιαστεί ανεπιφύλαχτα». Οι Βρετανοί «ήταν αδύνατον να αμφιβάλλουν για την ειλικρίνεια της σταθερά εκφρασμένης του πεποίθησης, ότι η ασφάλεια της Ελλάδας ήταν αμετάκλητα συνδεμένη... με την επιβίωση της βρετανικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο».
Τρία χρόνια μετά την επιβολή του μεταξικού καθεστώτος, ο Γουότερλοου συμπέρανε ότι η συμβουλή του ήταν απόλυτα θετική. Η τάξη «που υπονομευόταν από τους κομμουνιστές είχε αποκατασταθεί σε όλους τους τομείς της διοίκησης», είχαν επίσης ενισχυθεί οι Ενοπλες Δυνάμεις και «ένα γενικό αίσθημα ασφαλείας» επικρατούσε, «σε χτυπητή αντίθεση με την ανησυχία και αβεβαιότητα του κοινοβουλευτισμού». Ο ίδιος ο Μεταξάς θα εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του προς τους Βρετανούς για την εμπιστοσύνη που του είχαν δείξει, γράφοντας τον Μάρτιο του 1937, στον Ελληνα πρεσβευτή Σιμόπουλο στο Λονδίνο: «...Οσον αφορά την πολιτικήν Αγγλίαν, οφείλω να ομολογήσω ότι μας έχει φεθεί εις πάσαν περίστασιν μετ' εξαιρετικής αγάπης και συμπάθειας, και τούτο το βλέπω καθ' ημέραν εμπρός μου εις πάσαν περίστασιν. Οφείλω μάλιστα να είπω ότι προσωπικώς ακόμη οφείλω χάριτας διά την ευμένειαν η οποία μοι επεδείχθη».
Αλλά εκείνο τον Οκτώβριο του 1940 φάνηκε ότι οι μάσκες θα έπεφταν, η φασιστική Ιταλία, με ιμπεριαλιστικές βλέψεις, είχε αποφασίσει να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας.
Στις 23 Οκτωβρίου ο Ελληνας πρεσβευτής στη Ρώμη τηλεγράφησε στην Αθήνα, ότι «κατά πληροφορίας στρατιωτικής πηγής προστίθεται ήδη και χρονικός προσδιορισμός μεταξύ 25 και 28 τρέχοντος διά την εκδήλωσιν της εναντίον της Ελλάδος ενεργείας».
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, συνοδευόμενος από το στρατιωτικό ακόλουθο Μοντίνι και ένα διερμηνέα, έφτασαν στην έπαυλη του πρωθυπουργού Μεταξά στην Κηφισιά. Ζήτησαν να τον δουν. Ο Μεταξάς, φορώντας τη ρόμπα του, δίχως να προλάβει να ντυθεί άνοιξε ο ίδιος την πόρτα στους Ιταλούς επισκέπτες. Ο Ιταλός πρεσβευτής τον χαιρετά και του επιδίδει τη διακοίνωση της κυβέρνησής του. Ο Μεταξάς τη διαβάζει προσεκτικά και όταν τελειώνει την ανάγνωση σηκώνεται όρθιος. Ο Γκράτσι βρήκε την ευκαιρία να διευκρινίσει στο συνομιλητή του ότι αν δεν γίνουν δεκτοί οι όροι του ιταλικού τελεσιγράφου, οι ένοπλες δυνάμεις των Ιταλών από την Αλβανία θα εισβάλουν στην Ελλάδα στις 6 το πρωί. Ο Μεταξάς τότε του απάντησε: «Donc, monsieur, c'est la guerre» (Λοιπόν, κύριε, έχουμε πόλεμο)!
Πάραυτα τηλεφώνησε στον Γεώργιο, κάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο και αμέσως μετά έσπευσε στην αγγλική πρεσβεία και ενημέρωσε τον πρεσβευτή σερ Μάικλ Πάλερετ, ζητώντας να σταλεί κατεπείγον τηλεγράφημα στο ναύαρχο Κάνιγκαμ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, καλώντας τον αγγλικό στόλο να καταπλεύσει στα ελληνικά χωρικά ύδατα για να υπερασπίσει τα Ιόνια νησιά και ιδιαίτερα την Κέρκυρα, ή να αποτρέψει μια πιθανή ιταλική απόβαση στην Πελοπόννησο.
Την ίδια στιγμή συνέταξε και έστειλε με τη βοήθεια της αγγλικής πρεσβείας ένα θερμό τηλεγράφημα στο Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσόρτσιλ, ζητώντας παράλληλα επειγόντως βοήθεια, κυρίως αεροπορική από τη Βρετανία.
Η Ελλάδα έμπαινε πλέον στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, όπως είχε κάνει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ενας δικτάτορας, ο Μεταξάς, ερχόταν σε ένοπλη αντιπαράθεση με δύο άλλους δικτάτορες, αρχικά με τον Μουσουλίνι και λίγο αργότερα η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον Χίτλερ.
Η «Νέα Τάξις», όπως εξήγησε ο Μεταξάς, συνεπαγόταν τον ακρωτηριασμό της Ελλάδας υπέρ της φασιστικής Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Μιλώντας εμπιστευτικά προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες των ελληνικών εφημερίδων, ο Ελληνας πρωθυπουργός είπε ότι «διά την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια».
Σύμφωνα με το διπλωμάτη Γεώργιο Σεφέρη, ο Μεταξάς «δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η 28η Οκτωβρίου δεν επεκύρωσε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».
Ο ελληνικός λαός εκδηλώθηκε έντονα κατά της ιταλικής φασιστικής εισβολής.
Ο αρχηγός του ΚΚΕ, κρατούμενος στη φυλακή, έγραψε γράμμα που το δικτατορικό καθεστώς επέτρεψε να δημοσιευθεί στο λογοκρινόμενο Τύπο της εποχής.
Το γράμμα τόνισε μεταξύ άλλων ότι «ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά... Σήμερα όλοι οι Ελληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Στον πόλεμο αυτό, που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Επαθλο για τον εργαζόμενο λαό θα είναι μια καινούρια Ελλάδα λυτρωμένη από κάθε ιμπεριαλιστική εξάρτηση».
Η στιγμιαία συμπόρευση Ζαχαριάδη-Μεταξά απέναντι στην επίθεση του ιταλικού φασισμού ίσως, άθελά της, ν' αποτέλεσε τον προάγγελο της Αντιχιτλερικής Συμμαχίας, καθώς η Αγγλία (διακριτική φίλη της 4ης Αυγούστου), η Σοβιετική Ενωση (φίλη του ΚΚΕ) και οι ΗΠΑ θα ενωθούν για ν' αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του Αξονα στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.