Οι Σφαγές στην Κωνσταντινούπολη (1821) των Χριστιανών, και κυρίως Ελλήνων, από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 1821 ήταν αντίδραση των Τούρκων στην έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης και σε γεγονότα όπως η πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στην Ερεσό . Είχε ως αποτέλεσμα τη σφαγή, το βασανισμό ή τη φυγή χιλιάδων Ελλήνων, μεταξύ των οποίων του πατριάρχη και κορυφαίων ιερωμένων και Φαναριωτών. Από ιστορικούς έχει χαρακτηριστεί και ως “πογκρόμ”.
Ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ (1808-1839) είχε ανέβει στον θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φιλοδοξία μεγάλων μεταρρυθμίσεων και απαλλαγής του κράτους από διάφορες ισχυρές ομάδες στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, όπως ήταν οι Γενίτσαροι, οι οποίοι κατά τον Δ. Κόκκινο, αποτελούσαν «κράτος εν κράτει, απειθούντας εις κάθε αρχήν, τυραννούντας τους αμάχους πληθυσμούς και απειλούντας και αυτούς τους σουλτάνους.». Η είδηση, όμως, για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στην Πελοπόννησο που έφθασε στην Πύλη προς το βράδυ της 31ης Μαρτίου 1821, αλλά και για την έναρξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα λίγες μέρες αργότερα τον ανάγκασαν να αλλάξει πολιτική στάση.Η είδηση για τη σφαγή και την εμπορία Ελλήνων σκλάβων στην Κωνσταντινούπολη όπως δημοσιεύτηκε στην “Gazette de Lausanne” την 13 Νοεμβρίου 1821.
Στην Κωνσταντινούπολη η καχυποψία κατά των χριστιανών είχε αρχίσει πριν από την έκρηξη της επανάστασης στη Βλαχία, καθώς από διάφορες πηγές έφταναν στην Πύλη ειδήσεις ότι κάποιες μυστικές εταιρείες ετοιμάζουν εξέγερση. Οι υποψίες εντάθηκαν τον Ιανουάριο του 1821 όταν σκοτώθηκε ο αγγελιαφόρος της Φιλ. Εταιρείας Ύπατρος και έπεσαν στα χέρια των Τούρκων μυστικές επιστολές του Αλ. Υψηλάντη προς τον Αλή Πασά. Την ίδια εποχή ο προδότης Ασημάκης Θεοδώρου έδωσε στους Τούρκους την πληροφορία ότι η ελληνική επανάσταση είχε σαν σχέδιο την πρόκληση ταραχών στην Κωνσταντινούπολη και την πυρπόληση του τουρκικού στόλου. Αμέσως κυκλοφόρησαν φήμες ότι στη συνωμοσία ενέχονταν οι Φαναριώτες, ότι σε ελληνικά σπίτια κρύβονταν όπλα, ότι σχεδιαζόταν δολοφονία του σουλτάνου κλπ. Στον μουσουλμανικό πληθυσμό προκλήθηκε αναβρασμός κατά των χριστιανών και άρχισαν προσβολές και απειλές κατά των Ελλήνων. Σ’ αυτές συνέβαλαν και Εβραίοι της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ των οποίων και ο τραπεζίτης του μεγάλου βεζύρη Χαλέτ-εφέντη, για λόγους εμπορικού ανταγωνισμού.
Στο μεταξύ ο Υψηλάντης ετοίμαζε την εξέγερση στις Παραδουνάβιες χώρες. Με επιστολή του είχε απευθυνθεί στους Έλληνες της Μολδοβλαχίας και αλλού, υποσχόμενος ότι μια «ισχυρή δύναμη» που είναι πρόθυμη να βοηθήσει, για να τους εμψυχώσει να επαναστατήσουν. Η αγγελία αυτή καταθορύβησε όλες τις κυβερνήσεις, γιατί υπονοούσε ότι η Ρωσία υπέθαλπτε την Ελληνική Επανάσταση. Ο Τσάρος Αλέξανδρος αμέσως διέγραψε τον Υψηλάντη από τους καταλόγους του ρωσικού στρατού, διέταξε το στρατιωτικό του σώμα να διατηρήσει αυστηρή ουδετερότητα και διαβίβασε στην Υψηλή Πύλη ότι είναι άσχετος με τα γεγονότα αποδοκιμάζοντας την διαγωγή του Υψηλάντη.
Η είδηση για την επανάσταση στη Βλαχία έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τη 1η Μαρτίου στον Ρώσο πρέσβη Στρογγανώφ, ο οποίος ενημέρωσε τον σουλτάνο και αρνήθηκε ότι η Ρωσία έχει οποιαδήποτε σχέση με τα γεγονότα. Η Υψηλή Πύλη δεν πείστηκε ότι η Ρωσία είναι αμέτοχη και θεώρησε ότι απειλείται το Ισλάμ. Προχώρησε σε αντίποινα κατά των Χριστιανών, αρχίζοντας από την Κωνσταντινούπολη και τους επιφανέστερους Έλληνες τις πρώτες μέρες του Μαρτίου. Κηρύχθηκε ιερός πόλεμος και ουλεμάδες (μαθητές ισλαμικών σχολών) περιέτρεχαν τις μουσουλμανικές συνοικίες εξεγείροντας τους μουσουλμάνους. Τουρκικός όχλος άρχισε βιαιοπραγίες κατά των Ελλήνων με καταστροφές καταστημάτων, ληστείες και φόνους. Οι Έλληνες όμως ψύχραιμοι δεν αντέδρασαν στις προκλήσεις των διαδηλωτών, κλείστηκαν στα σπίτια τους, δεν βγήκαν στους δρόμους και περίμεναν να καταλαγιάσει η οργή του όχλου. Όσοι μπορούσαν αναχωρούσαν για την Οδησσό. Την 8η Μαρτίου αναγνώστηκε σε όλα τα τζαμιά φιρμάνι που καλούσε τους πιστούς να οπλιστούν και να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Στον Οικουμενικό Πατριάρχη δόθηκε εντολή να αφορίσει την επανάσταση και ταυτόχρονα κορυφαίοι ιερείς κλήθηκαν στο παλάτι όπου κρατήθηκαν ως όμηροι. Ο σουλτάνος κάλεσε επίσης τον σεϊχουλισλάμ (τον ανώτατο ιερωμένο των μουσουλμάνων) και του ζήτησε να κηρύξει φετφά (απόφαση) για την κήρυξη ιερού πολέμου και γενική σφαγή των χριστιανών. Ο σεϊχουλισλάμ ζήτησε κάποιο χρόνο για να το σκεφτεί. Στο διάστημα αυτό ενημέρωσε τον Πατριάρχη για τον επερχόμενο κίνδυνο τον οποίο θα μπορούσε να αποτρέψει αν λάμβανε διαβεβαιώσεις ότι η εξέγερση δεν ήταν γενική. Προ αυτής της κατάστασης ο Πατριάρχης εξέδοσε επιτίμια (αφορισμούς) κατά του Υψηλάντη, του Σούτσου και των επαναστατών της Βλαχίας. Η γενική σφαγή απετράπη αλλά οι εκτός ελέγχου γενίτσαροι και ο όχλος συνέχισε τις σφαγές εις βάρος των χριστιανών.
Ο Σουλτάνος ζήτησε για εγγύηση επτά αρχιερείς. Οι τουρκικές αρχές τότε συνέλαβαν και φυλάκισαν στην Κωνσταντινούπολη στις φυλακές του Μποσταντζή τους Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεο, Νικομηδείας Αθανάσιο, Αγχιάλου Ευγένιο, Εφέσου Διονύσιο, Δέρκων Γρηγόριο και Τυρνόβου Ιωαννίκιο. Παράλληλα ο σουλτάνος διέταξε τον μαρτυρικό πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ να στείλει στην Πύλη έναν κατάλογο των ελληνικών οικογενειών που έμεναν στο Φανάρι και στον οποίο θα κατέγραφε αναλυτικά τα ονόματα των ανδρών, τον τόπο καταγωγής τους και τα επαγγέλματά τους. Μοναδικό σκοπός της Πύλης ήταν να δημιουργήσει ένα κατάλογο «ομήρων», ώστε να επιλέγει ανάλογα με τις περιστάσεις, τα υποψήφια θύματά της. Συμπληρωματικά εξέδωσε και ένα διάταγμα απαγόρευσης αναχώρησης των Ελλήνων από οποιαδήποτε περιοχή της Αυτοκρατορίας με πλοίο που θα έφερε οποιαδήποτε σημαία. Δυστυχώς οι πρέσβεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων συγκατένευσαν στο παράλογο αίτημα των Οθωμανών και μάλιστα έδωσαν εντολή στους προξένους τους να μην παρέχουν άσυλο σε όσους Έλληνες θα αναζητούσαν καταφύγιο, ενώ απαγόρευσαν να δέχονται οι πλοίαρχοι στα πλοία τους Έλληνες που θα προσπαθούσαν να γλιτώσουν. Έτσι οι ελληνικοί πληθυσμοί έμειναν απροστάτευτοι στις εκδικητικές διαθέσεις του Μαχμούτ.
Στις 10 Απριλίου απαγχονίστηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ μπροστά στην πόρτα του Πατριαρχείου και ο νεκρός του υπέστη τις ασχημότερες πράξεις. Το σκήνωμά του διαπομπεύτηκε στους δρόμους της Πόλης και μετά από τρεις ημέρες ρίφθηκε στη θάλασσα. Ο απαγχονισμός του πατριάρχη, κατά τον G. Finlay, ύστερα από διαταγή του σουλτάνου, ερμηνεύθηκε από όλους τους φανατικούς μουσουλμάνους σαν άδεια για να λεηλατήσουν και να δολοφονήσουν όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς. Γι’ αυτό τον λόγο οι διωγμοί εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, μετά το θάνατο του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ εντάθηκαν. Οι πρόκριτοι και πολλοί άλλοι ιεράρχες θανατώθηκαν αλληλοδιαδόχως: την ίδια ημέρα έλαβε χώρα ο απαγχονισμός των αρχιερέων Αθανασίου Νικομηδείας, Ευγενίου Αγχιάλου και Διονυσίου Εφέσου. Ο τραπεζίτης Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος απαγχονίστηκε. Στις 22 Απριλίου τουρκικός όχλος λεηλάτησε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά 13 ναούς, ενώ τον Μάιο προχώρησαν και σε ομαδικές εκτελέσεις. Όλοι οι Φαναριώτες, όσοι δεν πρόλαβαν να γλυτώσουν, ή φονεύθηκαν ή εξορίστηκαν στη Μικρά Ασία. Από τους εξόριστους δημευόταν η περιουσία, έτσι ώστε στην εξορία συνέβαινε και η φυσική τους εξόντωση. Μερικοί Φαναριώτες αποκεφαλίστηκαν όπως οι Ιωάννης και Σκαρλάτος Καλλιμάχης.
Ενώ οι ποινές συνεχίζονταν από τις επίσημες αρχές, ο όχλος ερεθιζόμενος από την κυβέρνηση και αυτός έκανε τις χειρότερες επιδρομές και επί διάστημα πολλών εβδομάδων στίφη καθοδηγούμενα από γενιτσάρους και ουλεμάδες διέτρεχαν την πόλη και τα περίχωρα του Βοσπόρου καταληστεύοντας και σφάζοντας τους Έλληνες. Στις 3 Ιουνίου 1821, έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη οι απαγχονισμοί των υπόλοιπων φυλακισμένων μητροπολιτών σε διαφορετικό σημεία της Κωνσταντινούπολης: του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δωροθέου στο Μέγα Ρεύμα, του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ στο Νεοχώρι, του μητροπολίτη Τυρνόβου Ιωαννικίου στο Αρναούτκιοϊ, και τέλος του μητροπολίτη Δέρκων Γρηγορίου στα Θεραπειά.
Στην Αδριανούπολη απαγχονίστηκε ο πρώην Πατριάρχης Κύριλλος και πολλοί προεστοί. Στη Θεσσαλονίκη ο τοποτηρητής του μητροπολίτη επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος και οι επισημότεροι κάτοικοι απαγχονίστηκαν, ενώ ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης απαγχονίστηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε μεταβεί για τη συμμετοχή του στην Σύνοδο του Πατριαρχείου. Σφαγές Χριστιανών έλαβαν χώρα και στη Λάρισα, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες, την Κω, τη Ρόδο, την Κρήτη και την Κύπρο.
Τον Μάιο θανατώθηκαν με πνιγμό στη θάλασσα 500 Πελοποννήσιοι. Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, μετά από την πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στην Ερεσσό, οι Τούρκοι στράφηκαν κατά των νησιωτών Ελλήνων που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Πολλοί συνελήφθησαν, επιβιβάστηκαν με τη βία σε πλοία και πνίγηκαν στη θάλασσα. Άλλοι αποκεφαλίστηκαν στους δρόμους.
Την κατάσταση περιγράφει ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος: «Τρομερή ήταν η ατμόσφαιρα κατά τους μήνες εκείνους στην Κωνσταντινούπολι. Η ζωή των Ελλήνων βρισκόταν γενικά στη διάθεση των Τούρκων. Αν τολμούσε Έλληνας έμπορος να υπενθυμίση την πληρωμή του εμπορεύματος σε τούρκο αγοραστή, κινδύνευε να σκοτωθή επί τόπου για την αυθάδειά του. Οποιαδήποτε ώρα μπορούσε κάθε Έλληνας να γίνη ανάρπαστος από το σπίτι του και να κλειστή στη φυλακή.» Οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης με ανδρεία υπέμειναν τους σκληρούς διωγμούς χωρίς να λυγίσουν. Και οι ξένοι πρεβευτές; Ατάραχοι και απαθείς παρακολουθούσαν τους διωγμούς και τις σφαγές των αμάχων…
Απήχηση
Μετά τις βιαιοπραγίες η Ρωσία διαμαρτυρήθηκε έγγραπτα, λέγοντας ότι αν η Τουρκία δεν σταματήσει, τότε η Ρωσία χωρίς να πάρει εκ νέου θέση θα θεωρεί ότι η Τουρκία διεξάγει πόλεμο εναντίον της Χριστιανοσύνης. Η σύληση του σκηνώματος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ αποτυπώθηκε από πολλούς καλλιτέχνες, μεταξύ των άλλων σε έργα του φον Ες, Ροϊλού και Λύτρα.
Πηγές
wikipedia
larissanet.gr
https://timisto1821.gr/σφαγές-στην-κωνσταντινούπολη-1821/