Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Ο Οδυσσέας Ελύτης πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο το 1940 ως ανθυπολοχαγός

 Με τον όρο Άξιον Εστί αναφερόμαστε στην εικόνα της Παναγίας, της «εφέστιας προστάτιδας», του Αγίου Όρους. Με το ίδιο όνομα επίσης τιτλοφορήθηκε το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη Άξιον Εστί (έκδοση, 1959), το οποίο αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στο λαϊκό ορατόριο Άξιον Εστί.


της Σοφίας Ντρέκου 


Η εικόνα της Παναγίας, το «Άξιον Εστί», είναι μια από τις περίφημες εικόνες του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών. Επί της εικόνας αυτής έγιναν κατά καιρούς πλείστα πιστά αντίγραφα ανά ένα εκ των οποίων βρίσκεται σε κάθε Μονή του Άθω. Εορτάζει με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα τη Δευτέρα του Πάσχα και στις 11 Ιουνίου σε ανάμνηση του κάτωθεν θαύματος, αρχή της φήμης της εικόνας και ως θαυματουργής.




Άξιον εστί. Η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου – 


Έργο και φωτογραφία Βενιαμίν ιερομονάχου Κοντράκη (1872)


Ο Ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης στο Αλβανικό Μέτωπο


«Συνήθως λησμονούμε, όμως, – κάποιοι και αγνοούν – ότι ο Ελύτης πολέμησε στο Αλβανικό Έπος 1940-41, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Προσβλήθηκε από τύφο και τελικά διασώθηκε «από θαύμα», όπως ο ίδιος ομολογεί. Ας δούμε συνοπτικά πώς ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του στο μέτωπο και σε ποια ποιητικά του έργα αποτυπώθηκε αυτή η συγκλονιστική για τον ποιητή εμπειρία.


Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρεται με βαρύ κοιλιακό τύφο στο νοσοκομείο Ιωαννίνων κι έπειτα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα.


Αλβανία, κακουχίες στα λασπωμένα χιόνια των βουνών, οιμωγές θανάτου, πείνα, υποχώρηση, αρρώστιες, γερμανική εισβολή, κατοχή, θυσίες, περηφάνεια, αντίσταση, προδοσία…


Από μια συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» με τίτλο «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας» το 1965, διαβάζουμε:




Ο Οδυσσέας Ελύτης στο αλβανικό μέτωπο το 1941. 


Μόνο αυτή η φωτογραφία ξεχώριζε στο λιτό του σπίτι.


. «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας»


-Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα; τον ρωτούν.


-Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου.


Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.


Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.




Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.


Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε κα μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (…) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (…) αν «έζησα το θαύμα» σώθηκα και από ένα θαύμα.


Η συμμετοχή του Ελύτη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ποιητική και ιδεολογική του διαμόρφωση και σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στην πνευματική του πορεία. Η εμπειρία του πολέμου ώθησε τον Ελύτη να στραφεί πιο άμεσα προς την ιστορία και το συλλογικό αίσθημα στο έργο του. Όπως σημειώνει ο ίδιος στην Αυτοπροσωπογραφία του:


Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά. (…) έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μιαν ομάδα, που έχει ορισμένα ιδανικά, και να μάχεσαι κι εσύ γι’ αυτά.


Ο Ελύτης έγραψε τρία εκτεταμένα ποιήματα με θέμα τον Αλβανικό πόλεμο, την άνοιξη του 1941 μόλις επέστρεψε από το μέτωπο: την Αλβανιάδα, τη Βαρβαρία και το Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.


Η «Αλβανιάδα», έργο ημιτελές σε τρία μέρη, δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1962 (μόνο ένα μέρος – τα υπόλοιπα καταστράφηκαν) στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», με εκτενή συνέντευξη του ποιητή και σχέδια του Γιάννη Μόραλη. Ας δούμε ένα σχετικό απόσπασμα από εκείνη τη συνέντευξη:


Πώς συμβαίνει να μην έχει εκδοθεί ακόμη η «Αλβανιάδα»; Μήπως έχουν δημοσιευθεί αποσπάσματα σε κανένα περιοδικό;


– Όχι, το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως τον Οκτώβριο του 1956 από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Δεν είχε, απ’ όσο ξέρω, καμιάν απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε στην ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ίσως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από κει και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο «αντίκτυπος».


Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε «αόρατη παραγγελία», η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων, έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα. Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κ’ ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα.


Με τράβηξε το «Άξιον Εστί» που είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλοιώς. Ωστόσο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξακολουθεί, προσωπικά, να με ικανοποιεί απολύτως κ’ έχει εξάλλου πάρει κατά κάποιο τρόπο το βάφτισμα της δημοσιότητας, ευχαρίστως σας το παραχωρώ.


Η Βαρβαρία, δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και έχει καταστραφεί. Από τον Ήλιο τον Πρώτο, τρία κομμάτια έμειναν έξω από τη έκδοση των ποιημάτων της συλλογής τo 1943 και ενσωματώθηκαν στην Καλοσύνη στις Λυκοποριές, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1947 στο περιοδικό Τετράδιο. Το πρώτο σχέδιο για το Άξιον Εστί τοποθετείται στο 1950 και το ποίημα δημοσιεύεται το 1959.




Ο Ελύτης ως στρατιώτης στο Μέτωπο


Ο Ελύτης συνέθεσε την ελεγεία του για τον ανθυπολοχαγό με σκοπό να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία. Σημειώνει στην Αυτοπροσωπογραφία του: «Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωναν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το Άσμα που έγραψα».


Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως έγραψε το ποίημα αυτό για το φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε στην Αθήνα βαριά άρρωστος.


Σε μια επιστολή του στον Kimon Friar, ο Ελύτης αναφέρθηκε στον έλληνα ήρωα, ενσαρκωμένο στο πρόσωπο του ανθυπολοχαγού, με τα παρακάτω λόγια:


«Χίλιες φορές τον είχανε σκοτώσει και χίλιες φορές είχε ξαναναστηθεί ανάμεσά μας. Αυτό ήταν χωρίς αμφιβολία το μέτρο και η αξία ενός πολιτισμού βασισμένου στην αγάπη της ζωής και όχι του θανάτου. Στην ελευθερία που ξαναγεννούσε τη ζωή μέσα απ’ τα ερείπια του θανάτου».

Στην ερώτηση δημοσιογράφου: Τι είναι εκείνο που σας συγκίνησε στο Έπος του Σαράντα; ο Ελύτης απάντησε:


– Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διάβαζα στην πράξη, και μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ώς τότε στα βιβλία και για την ιστορία της χώρας μου. Ηταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξ αιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Ετσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο που ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Άδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε με καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ώς τότε φοβόμουνα επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκαπήλων.


Το Άξιον Εστί αποτελεί τη μετουσίωση της εμπειρίας του Ελύτη στην Αλβανία, σε μια ύψιστη ποιητική, που δεν έχει σχέση με συνθήματα ή παχιά λόγια.

Η Πορεία προς το μέτωπο είναι τόσο αληθινή σα μεταφυσική! Γράφει ο ποιητής:


Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.


Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως…


Το Άξιον Εστί έχει θεολογική δομή (Η Γένεση – Ανάγνωσμα – Προφητικόν – Τα Πάθη – Το Δοξαστικό) μα στην ουσία του συνιστά μια ανθρωπολογική προφητεία – και τούτη η προφητεία είναι πειστική: των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω.


Στην πρόσφατη διάλεξή της στη Γεννάδειο (19.10.2011) για τον Ελύτη η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου αποκάλυψε ότι ετοιμάζεται μια μελέτη που θα περιλαμβάνει λεπτομερειακά την πορεία του ποιητή στην Αλβανία. Την περιμένουμε με ενδιαφέρον για να δούμε αυτή την άγνωστη στους πολλούς πλευρά της ζωής του Ελύτη.


Σε τούτες τις δύσκολες μέρες που περνάμε νομίζω πως ο λόγος του ποιητή είναι επίκαιρος παρά ποτέ. Μη, παρακαλώ σας, μη, μη λησμονάτε τη χώρα μου![1]


3. ♪♫ Βίντεο: Η «Πορεία προς το μέτωπο» από το Άξιον Εστί


του μεγάλου Οδυσσέα Ελύτη. Απαγγέλλει ο Μάνος Κατράκης.




Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.


Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.


Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.


Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.


Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων.


Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.




Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.


Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.


Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.


Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959) Ολόκληρο το Έργο ΕΔΩ [PDF] [πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 136-139]. Πηγή, Επιμέλεια: www.sophia-ntrekou.gr


Ναι, ο Ελύτης, όπως και άλλοι ομότεχνοί του, ήταν στο αλβανικό μέτωπο !

O Γιώργος Ζεβελάκης δίνει σημαντικές πληροφορίες και για άλλους ποιητές και συγγραφείς που στρατεύθηκαν το 1940.


Αντιγράφω, αυτούσιο, το κείμενό του, γιατί αισθάνομαι τη Μνήμη ως χρέος:


“Τα “φύλλα πορείας” των λογοτεχνών που συμμετείχαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 συνοψίζουν την ιστορία εκείνης της εθνικής εποποιίας.


Άλλοι ζήτησαν και πήγαν εθελοντές επειδή είχε περάσει η σειρά τους, ενώ οι νεώτεροι στρατεύτηκαν.


– Ο Γιώργος Θεοτοκάς, αγύμναστος του 1926, κατατάχθηκε στο Χαϊδάρι, εκπαιδεύτηκε στους όλμους και στάλθηκε στον Κιθαιρώνα.


– Ο Άγγελος Τερζάκης, δεκανέας πυροβολικού του 1927, υπηρέτησε στο Αργυρόκαστρο.


– Ο νεώτερης ηλικίας Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύτηκε μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και τοποθετήθηκε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Α’ Σώμα Στρατού. Πολέμησε ως διμοιρίτης στις μάχες της Μπολένας, δεξιά από τη Χειμάρρα. Όταν το τάγμα του αποδεκατίστηκε, σώθηκε ως εκ θαύματος. Τον Μάρτιο του 1941 προσβλήθηκε από τύφο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί τον βρήκαν οι βομβαρδισμοί των Γερμανών καθηλωμένο στο κρεβάτι. Μετά την υποχώρηση και ύστερα από πολλές κακουχίες ο Ελύτης έφτασε στην Αθήνα, «στηριζόμενος σ’ ένα μπαστούνι, κάτωχρος και ρακένδυτος».

– Ο Στέλιος Ξεφλούδας ήταν έφεδρος λοχαγός πεζικού και πολέμησε με τον λόχο του στα υψώματα της Τρεμπεσίνας.


– Ο Νίκος Καββαδίας, αγύμναστος λόγω θαλάσσιας υπηρεσίας, έγινε ημιονηγός (μουλαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε σε ένα τρυφερό πεζό που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας, «Λόγχη».


– Ο Λουκής Ακρίτας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο θαυμάσιες πολεμικές ανταποκρίσεις.


Τέλος,

– O Γιάννης Μπεράτης παρά την επισφαλή υγεία του ζήτησε και πέτυχε να καταταχθεί εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το αριστουργηματικό χρονικό του πολέμου, «Πλατύ Ποτάμι».


Πηγή: Αχ. Μαμάκης, Λογοτέχναι και άνθρωποι των γραμμάτων εις τα βουνά της Αλβανίας, Έθνος, 28 Οκτωβρίου 1947.)» www.sophia-ntrekou.gr

https://iellada.gr/istoria/o-odysseas-elytis-polemise-sto-alvaniko-metopo-1940-os-anthypolohagos