Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Παναγία η Εσφαγμένη




Παναγία η Εσφαγμένη 

Η θαυματουργή αυτή εικόνα είναι τοιχογραφία του 14ου αιώνα και βρίσκεται στο νάρθηκα του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου, το οποίο είναι ενσωματωμένο εις το Καθολικόν της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου. Η Παναγία η Εσφαγμένη είναι μία εκ των επτά θαυματουργών εικόνων της Θεοτόκου που φυλάσσονται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους. 
Από το “Προσκυνητάριον του Βατοπαιδίου” εις το κεφάλαιον “Περί της ιεράς Εικόνος της Εσφαγμένης και του παρ’ αυτής εξαισίου τερατουργήματος” μαθαίνουμε το ιστορικό: Ένας ιεροδιάκονος και εκκλησιάρχης του καθολικού, λόγω του διακονήματός του, έφθανε στην τράπεζα κάθε μέρα με καθυστέρηση. Κάποτε ο τραπεζάρης αρνήθηκε να του δώσει φαγητό λόγω της καθυστερήσεως. Ο ιεροδιάκονος αγανακτισμένος επέστρεψε στον ναό και είπε τα εξής μπροστά στην εικόνα: “Μέχρι πότε θα σε υπηρετώ και θα κοπιάζω κι εσύ δεν θα μεριμνάς ούτε για την τροφή μου;” Και παίρνοντας ένα μαχαίρι το κτύπησε στο πρόσωπο της Παναγίας, από το οποίο, σαν να ήταν ζωντανό, άρχισε να τρέχει αίμα, ενώ αυτός τυφλώθηκε κι έπεσε κάτω σαν τρελός. Στην κατάσταση αυτή έμεινε τρία χρόνια απέναντι από την εικόνα κλαίγοντας και παρακαλώντας την Παναγία να τον συγχωρέσει. Μετά την παρέλευση τριών ετών εμφανίστηκε η Παναγία στον ηγούμενο και του ανήγγειλε ότι χαρίζει την υγεία στον τολμηρό ιεροδιάκονο αλλά το χέρι που διέπραξε την ιεροσυλία θα τιμωρηθεί. Πράγματι όταν πέθανε, στην ανακομιδή του λειψάνου του αντίθετα με όλο του το σώμα που είχε λιώσει το δεξί του χέρι παρέμενε αναλλοίωτο και φυλάσσεται έτσι ως σήμερα. Κάποτε ένας ιερέας επισκέπτης της μονής αμφισβήτησε το θαύμα, αλλά όταν έβαλε το δάχτυλο στο σημείο της πληγής άρχισε αμέσως να τρέχει αίμα. Ο ιερέας έντρομος δεν πρόλαβε να βγει από το καθολικό και έπεσε νεκρός. 

Λεπτομέρεια του προσώπου της «Εσφαγμένης» 

Το ιστορικό της εικόνας από το χειρόγραφο του 17ου αιώνα, που επιγράφεται “Προσκυνητάριον του Βατοπαιδίου” εις το κεφάλαιον “Περί της ιεράς Εικόνος της Εσφαγμένης και του παρ’ αυτής εξαισίου τερατουργήματος” : “Ο τότε υπηρέτης της Εκκλησίας και ιεροδιάκονος, μίαν των ημερών, όντας κοπιασμένος από μίαν προλαβούσαν αγρυπνίαν, αφού ετελείωσε και το έργον της υπηρεσίας του, υπήγεν εις τον τραπεζάρην του καιρού εκείνου ζητώντας του ολίγον ψωμί και κρασί διά να θεραπεύση την πείναν οπού βιαίως τον ενοχλούσεν. Αλλ’ ο τραπεζάρης θυμωθείς διά το παράκαιρον ζήτημα απεδίωξεν αυτόν άδιδον ονειδίζωντάς τον ως αδιάκριτον και κοιλιόδουλον, οπού τον ενοχλούσεν παράκαιρα. Τότε ο διάκονος οργισθείς κατά του τραπεζάρη και μην ημπορώντας τί να του κάμη εις εκδίκησην, εγύρισεν εις την εκκλησίαν θυμωμένος και κρατώντας το μαχαίριον εις το χέρι του έλεγεν, ματαίως και εύκαιρα κοπιάζω υπηρετώντας και κοπιάζωντας κάθε ημέραν φιλοκαλώντας και διακονών εις την εκκλησίαν ταύτην, ημέραν και νύκτα και ούτε κάν ψωμί και ολίγον κρασί δεν μου δίνουσι να θεραπεύσω την πείνα μου. Και ταύτα λέγοντας, κινούμενος δε και εξ ενεργείας του διαβόλου και ερχόμενος έως έμπροσθεν αυτής της εικόνος εσήκωσε το μαχαίρι, και με χέρι τολμηρόν και ανόσιον, εκτύπησε την αγίαν ταύτην εικόνα εις το δεξιόν μάγουλον πλησίον του οφθαλμού, και ευθύς – ω των θαυμασίων σου Πανύμνητε Δέσποινα – ήνοιξε πληγή και ανέβλυσεν ωσάν από ζωντανόν σώμα αίμα πολύ (και από τότε την ωνόμασαν Εσφαγμένην). Και κτυπώντας του το αίμα εις τους οφθαλμούς ετυφλώθη τελείως ο δύστηνος και βλέποντας ο ταλαίπωρος τοιούτον παράδοξον τέρας έμεινε κλαίων τοιαύτην παρανομίαν και οδυνώμενος έπεσεν εκεί εις στο έδαφος, ενώπιον της αγίας εικόνος και εθρήνει απαρηγόρητα, κτυπώντας την κεφαλήν εις τα μάρμαρα και ήλεγχεν τον εαυτόν του ως φονέα και παράνομον και άξιον μυρίων θανάτων. Και μέτ’ ολίγην ώραν έγινε φανερόν εις όλους τους πατέρας της Μονής τούτο το παράδοξον τερατούργημα και έδραμον όλοι τους και είδαν οφθαλμοφανώς και την πληγήν του μαχαιρίου και το αίμα οπού εχύθη από την αγίαν εικόνα ακόμη υγρόν και το μαχαίρι αιματωμένον και τον εικονοκτόνον διάκονον κατά γής κείμενον και κατηγορούντα τον εαυτόν του ως ένοχον θανάτου και τρέμοντα ως σεληνιαζόμενον και παραλαλούντα ως δαιμονιζόμενον και την μορφήν της ιεράς εκείνης εικόνος μεταμορφωμένην και αχνήν ομοίαν ανθρώπου φονευμένου και εξεπλάγησαν και από τον φόβο τους έμειναν άπαντες εκστατικοί. Τότε ο ηγούμενος με όλην την αδελφότητα έψαλλαν ολονυκτίους αγρυπνίας, δεήσεις τε και παρακλήσεις προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον ίνα εξιλεώσει τον δίκαιόν Της θυμόν και να θεραπεύσει η ευσπλαχνία Της το τοιούτον τολμηρόν παρανόμημα οπού ο δυστυχής εκείνος διάκονος έπραξε. Και ούτω μετά πολλάς ημέρας ύστερον εισηκούσθη η δέησις αυτών και εφάνη η Παντάνασσα Θεοτόκος εις οπτασίαν τώ ηγουμένω λέγουσα ότι αφέθη η αμαρτία τώ διακόνω και εθεραπεύθη από τον σεληνιασμόν οπού τον εσπάραττεν. Εκείνος δε ο άθλιος ποιήσας στασίδιον ενώπιον της ιεράς εκείνης εικόνος εστήκετον εκεί αεννάως, χρόνους τρεις ολοκήρους, κλαίων και οδυρόμενος την μεγάλην του ανομίαν, έως οπού και αυτός ήκουσε παρά της αυτής ελεούσης εικόνος (ήτις εχάρισεν αυτώ και το φως των οφθαλμών) το “αφέθη η αμαρτία σου” όμως το τολμηρόν σου χέρι να μείνει ξηρόν επί ζωής σου και μετά θάνατον άλυτον”. Το οποίον και εσυνέβη και μετά την αυτού κοίμησιν, το μέν σώμα αυτού διελύθη όλον, η δε πάντολμος χείρ αυτού έμεινεν άσηπος και κατάξηρος. Και φαίνεται έως της σήμερον εις ένα κουβούκλιον, ήτοι συρτάριον, υποκάτωθεν της αγίας ταύτης εικόνος, μαρτυρούσα προφανώς το τότε θαυμάσιον το δε εκχυθέν αίμα φαίνεται εις το πρόσωπον επάνω εις την πληγήν έως της σήμερον. Η Εικών αύτη πηγάζει ιάσεις και θεραπείας καθ’ εκάστην εις τους προστρέχοντας μέτ’ ευλαβείας προς αυτήν, δεικνύουσα ότι η τιμή της εικόνος διαβαίνει εις το πρωτότυπον, παρά του οποίου έρχεται η αγιαστική χάρις εις τους ευλαβείς και ούτω εξεναντίας η θεία δίκη παιδεύει τους ατάκτους και ανευλαβείς των ιερών εικόνων, εις παράδειγμα και σωφρονισμόν των μεταγενεστέρων και δόξαν της Θεομήτορος. Ανάπτει Δε έμπροσθεν αυτής αεννάως κανδήλιον αργυρούν εν, και λαμπάς ακοίμητος”. 

(Από το χειρόγραφο κώδικα 293 της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου του ΙΖ’ αιώνος)