Εάν ο 20ός αιώνας ήταν ο αιώνας της θεωρίας, ο 21ος προβλέπεται να είναι ο αιώνας των δεδομένων (dada). Κάτι άλλωστε που φαίνεται και από τις τάσεις του σύγχρονου θεάτρου (ιδίως της περφόρμανς), όπου δεν πρωταγωνιστεί πλέον η μυθιστορία και η αφαιρετική σκέψη, αλλά οι ιστορίες/καταθέσεις απλών ανθρώπων που κομίζουν, προς θέαση και ακρόαση, τεκμήρια.
Και το ερώτημα που εγείρεται είναι το εξής: η συμμετοχή του θεατή-αφηγητή ή δρώντος προσώπου είναι αυτόματα και δείγμα χειραφέτησης, ή πράξη ανάλογη με τη συμμετοχή του στη νεοφιλελεύθερη αγορά;
Η νέα αγορά
Προφανώς δεν μιλούμε για κάτι εντελώς καινούργιο. Να θυμίσω τη δεκαετία των '60s, τότε που οι εναλλακτικοί καλλιτέχνες πίστευαν πως η συμμετοχή θα δημιουργούσε ένα νέο πολίτη, οι πράξεις του οποίου θα οδηγούσαν σε πολιτική δράση ικανή να ανατρέψει το αφήγημα του καπιταλισμού.
Εκτοτε πολλά έχουν αλλάξει. Εάν θεωρήσουμε ότι η συμμετοχική περφόρμανς των '60s ήταν μέρος μιας πιο μεγάλης κίνησης πολιτικής χειραφέτησης, σήμερα όλα δείχνουν υποταγμένα σε μια πολιορκητική οικονομία υπηρεσιών. Ο θεατής τής εποχής μας είναι ένα άτομο που παρακολουθεί από κοντά την αγορά και, όπως ένας άρτια εκπαιδευμένος αθλητής, ξέρει να τρέχει πίσω από κάθε καινούργιο προϊόν. Γι' αυτόν η συμμετοχή στην όλη διαδικασία αγοράς ή θέασης ενός προϊόντος είναι μια καθημερινή πρακτική, χωρίς κάποια κριτική ή ιδεολογική θέση.
Χωρίς να θέλω να μειώσω άτομα ή ομάδες, τις περισσότερες φορές αισθάνομαι πως αυτό που κάνουν δεν διαφέρει και πολύ από την πρακτική που περιέγραψα. Οπως μπαίνει κάποιος σ' ένα δοκιμαστήριο ρούχων και προβάρει ποικίλες αμφιέσεις και ανάλογα πράττει, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους θεατές που καλούνται να καταθέσουν ιστορίες ή να συνδράμουν στα δρώμενα ή απλά να τα υποδεχθούν. Και εδώ έχουμε ένα είδος δοκιμαστηρίου, όπου τα δρώμενα «φοριούνται» σαν εμπειρίες, τις οποίες ο κόσμος πετάει αμέσως μετά (μαζί με τα πολυφορεμένα παπούτσια του) για να πάει παραπέρα. Οπως ένας καταναλωτής αντιμετωπίζει τα αγαθά της αγοράς ως δυνάμει αξεσουάρ παράστασης ενός διευρυμένου «εγώ», έτσι και ο συμμετοχικός θεατής δοκιμάζει νέες «εαυτότητες», χωρίς υποχρεωτικά να αλλάζει εσωτερικά (που είναι και το απώτερο ζητούμενο).
Απ' αυτήν την άποψη, λοιπόν, η συμμετοχή στην περφόρμανς, όσο καλοπροαίρετη και να 'ναι, καταλήγει πολλές φορές να είναι μια άλλου τύπου συμμετοχή στην οικονομία, με τη διαφορά τώρα ότι στη θέση των προϊόντων της αγοράς έχουμε την προβολή προσωπικών εμπειριών. Πολύ σπάνια έχουμε κάποια ανθεκτική εναλλακτική πρόταση ικανή να αναχαιτίσει την εμπορευματοποίηση του καλλιτεχνικού προϊόντος. Αντίθετα, η όλη εμπειρία είναι διαρκώς εκτεθειμένη στον κίνδυνο να γίνει η ίδια εμπορεύσιμο γεγονός που κάποιος αγοράζει ξανά και ξανά, ή που προσφέρεται άπαξ σε εκείνους που ήταν παρόντες τη συγκεκριμένη στιγμή υλοποίησής της.
Ιδωμένη απ' αυτή τη σκοπιά, η μετακίνηση του ατόμου από το ρόλο του καταναλωτή αγαθών (και θεαμάτων) στο ρόλο του συμμετέχοντος επαναλαμβάνει παρά προκαλεί τις στρατηγικές των πολυεθνικών εταιρειών. Δείτε, για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο εταιρείες όπως η Nike ή ακόμη και ολόκληρες πόλεις όπως το Λας Βέγκας δημιουργούν ψευδοπεριβάλλοντα, τα οποία φιλοξενούν τον καταναλωτή, με στόχο να του δώσουν την ευκαιρία να βιώσει, υποτίθεται άμεσα, τον αντίκτυπο αυτών των brands τόσο σε επίπεδο συναισθημάτων όσο και αναμνήσεων. Η φύση της εμπειρίας μέσα από τη συμμετοχή του καταναλωτή μεταφράζεται σε μια κατά φαντασία απόδραση από την καθημερινή ζωή, την οποία βοηθά η εμπειρία του ίδιου του αγαθού. Πράγμα που σημαίνει ότι κάθε νέα συμμετοχή είναι και μια περαιτέρω φυλάκιση, γιατί απλούστατα μας κάνει να επιστρέφουμε διαρκώς στο ίδιο περιβάλλον και να επαναλαμβάνουμε τις ίδιες επιτελεστικές κινήσεις που οδηγούν στις ίδιες αγορές. Μιλάμε, δηλαδή, για συμμετοχή με τη μορφή «κορπορατικής επιτέλεσης», η οποία στηρίζει παρά ανατρέπει το μηχανισμό του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος.
Είναι προφανές πως το ιδεώδες της αγοράς του σύγχρονου καταναλωτή σιγά σιγά απορροφά το δημοκρατικό ιδεώδες του ακτιβιστή πολίτη, ο οποίος δεν εμπλέκεται πλέον στη διαμόρφωση της κοινωνίας ή στο γράψιμο της ιστορίας. Προσωπικά δεν δέχομαι την τάση των θιασωτών του χώρου να μετρούν το πολιτικό ή ιδεολογικό τους μπόι επικαλούμενοι την παθητική στάση του «κλασικού» θεατή. Αυτός που συμμετέχει σωματικά ή διά της προσωπικής του αφήγησης δεν είναι υποχρεωτικά πιο δραστήριος ή κριτικά πιο υποψιασμένος από τον μη δραστήριο ή σιωπηλό θεατή.
Το ότι ο πολιτισμός μας έχει πιο πολύ ανάγκη τα δεδομένα της ιστορίας παρά τις αφαιρέσεις της μυθιστορίας, είναι αλήθεια. Χάσαμε το «πραγματικό» και ζούμε με ομοιώματα, οπότε πολύ καλά κάνουν οι καλλιτέχνες της περφόρμανς και καταφεύγουν σε άλλα μοντέλα επικοινωνίας, ώστε να αποκαταστήσουν τις σχέσεις της τέχνης τους με το θεατή. Από την άλλη, όμως, απαιτείται μεγάλη προσοχή ώστε η γείωση των εμπειριών, είτε της θέασης είτε της συμμετοχής, να μην οδηγεί σε μια άλλη μορφή εξυπηρέτησης ενός οικονομικού συστήματος που σταθεροποιεί τη θέση του μέσα από την εμπορία αναπαραστάσεων, που εν προκειμένω έχουν να κάνουν με το πακετάρισμα αυθεντικών και βιωματικών εμπειριών. Χωρίς πρόθεση απαξίωσης, διερωτώμαι σε τι διαφέρουν, αλήθεια, πολλές από τις συμμετοχικές περφόρμανς που βλέπουμε από εκείνες που προσφέρουν τα θεματικά πάρκα, τα καραόκι και τα τηλεοπτικά τοκ σόου;
Συμπέρασμα: Για μένα όποιο θέατρο κάνει το θεατή να σκεφτεί δημιουργικά είναι και «επικίνδυνο» -εννοώ για το σύστημα- και πολιτικό. Χωρίς αυτή τη διάσταση οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια μορφή αγοράς ή πώλησης εμπειριών. 7