Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες ὥς μέγιστοι Θεολόγοι καί προστάτες τῆς Ἑλληνικῆς παιδεῖας

 

Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες ὥς μέγιστοι Θεολόγοι καί προστάτες τῆς Ἑλληνικῆς παιδεῖας

Υπό Κων/νου Παπαχριστοδούλου πτ. Θεολογίας, Καθηγητού Μουσικής, τέως πρωτοψάλτου του Ιερού μας Ναού

«Χαίροις Ιεραρχών η Τριάς, τής Εκκλησίας τά μεγάλα προπύργια, οι στύλοι τής ευσεβείας, ο τών πιστών εδρασμός, τών αιρετιζόντων η κατάπτωσις, οι ποιμάναντες τόν λαόν, Χριστού θείοις δόγμασι»

Η Εκκλησία μας, μέσα από ένα πλήθος θαυμάσιων ύμνων, αξιοποιεί όλο το μεγαλείο της λόγιας ελληνικής γλώσσας, προσπαθώντας να αποδώσει το μέγεθος και την αξία των τριών ιεραρχών που σήμερα εορτάζουμε. Τον Μέγα Βασίλειο, τον Ιερό Χρυσόστομο και τον Θεολόγο Γρηγόριο. Σπάνια η Εκκλησία δίνει απλόχερα τόσους και τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς και επίθετα. Μέγα, έχει ονομάσει μόνο τον άγιο Αντώνιο, τον ασκητή της ερήμου. Ιερό, μόνο τον άγιο Αυγουστίνο ενώ Χρυσόστομο κάνεναν άλλο στην ιστορία της. Επίσης Θεολόγους ονόμασε μόνο άλλους δύο εκτός του αγίου Γρηγορίου. Τον απόστολο Ιωάννη και το Συμεών το νέο Θεολόγο. Οι τρεις όμως ιεράρχες εκτός από μεγάλοι πατέρες, ιεράρχες και άγιοι ονομάζονται και διδάσκαλοι. Η Εκκλησία μας δίδει αυτό τον τίτλο μόνο στους  πατέρες εκείνους που διέπρεψαν και σε συγγραφικό έργο η διάσταση του οποίου είναι αμιγώς διδακτική. 

Και οι τρείς ιεράρχες σημάδεψαν με την παρουσία, το έργο και τις γραφές τους τον 4ο και 5ο αιώνα. Τις απαρχές δηλαδή της  Εκκλησιαστικής ιστορίας. Με όχημα την πλούσια ελληνική τους παιδεία και οδηγό το άγιο Πνεύμα μπόρεσαν να θεμελιώσουν την πίστη και την ορθή και σώζουσα χριστιανική διδασκαλία. Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος του έργου τους πρέπει να ταξιδέψει νοερά στις ταραγμένες εκείνες εποχές. Η Εκκλησία ταράζεται από αιρετικούς. Αμφισβητείται ο Τριαδικός Θεός, η σάρκωση του Υιού και Λόγου, η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος ως τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Οι πατέρες της Εκκλησίας καλούνται να δογματίσουν, να μιλήσουν στο λαό για την ορθή πίστη, να οριοθετήσουν και να περιχαρακώσουν την διδασκαλία της Εκκλησίας. Πολλές φορές οι σημερινοί άνθρωποι αδυνατούν να καταλάβουν τον αγώνα αυτό τον πατέρων. Δίνουν αρνητική σημασία στη λέξη δόγμα και θεωρούν την πίστη στα δόγματα της Εκκλησίας δυναστεία της ανθρώπινης ελευθερίας. Δεν είναι δυνατό να κατανοήσουν γιατί πατέρες όπως οι τρείς ιεράρχες μπορεί να έδιναν και το αίμα τους για μία λέξη. Ακόμη και για ένα γράμμα. Για το ότι ο Υιός πρέπει να είναι «ομοούσιος» και όχι «ομοιούσιος» με τον Πατέρα.

Ο απόλυτος και αντικειμενικός σκοπός των πατέρων, όταν δίδουν τη σωστή ερμηνεία του δόγματος, είναι ένας και μοναδικός. Η σωτηρία του ανθρώπου. Έχει πολύ μεγάλη σημασία για τη σωτηρία μας αλλά και για την ζωή μας εν γένει, για τις σχέσεις μας με το Θεό αλλά και τους συνανθρώπους μας, αν πιστεύουμε σε Θεό που είναι μονάδα ή σε Θεό Τριαδικό. Σε Θεό πρόσωπο ή σε Θεό με την αφηρημένη σημασία που του δίνουν οι σημερινοί άνθρωποι. Η πίστη στο σωστό δόγμα για τους πατέρες, αποτελεί το διαβατήριο για τη σωτηρία. Γι’ αυτό αγωνίστηκαν για την ορθή διατύπωση και την ορθή εφαρμογή του.

Μέσα στο πλήθος των έργων τους οι τρείς Ιεράρχες απαντούν σε κάθε θέμα που μπορεί να απασχολήσει τον άνθρωπο. Πρώτα απ’ όλα επιδίδονται στην ερμηνεία των Γραφών. Τεράστιο το έργο του ιερού Χρυσοστόμου. Ερμηνεύει σχεδόν όλες τις επιστολές του Παύλου. Καταπληκτικές είναι οι ομιλίες του Μεγάλου Βασιλείου στην εξαήμερο δημιουργία του κόσμου αλλά και στους ψαλμούς του Δαβίδ. Είναι γεγονός ότι πολλές φορές οι μεγαλύτερες αιρέσεις και κακοδοξίες ξεκίνησαν μέσα από την παρερμηνεία των Γραφών. Το πλέον διαδεδομένο βιβλίο στον κόσμο μπορεί να είναι η Αγία Γραφή, είναι όμως και το πλέον ταλαιπωρημένο. Οι τρείς ιεράρχες έθεσαν ως πρωταρχικό τους μέλημα την ερμηνεία των Γραφών προκειμένου να δώσουν στους ανθρώπους το σωστό κανόνα για την ανάγνωση των ιερών κειμένων. Οι ερμηνείες τους θεωρούνται αυθεντικές και αγιοπνευματικές. Όταν λέμε ότι τη Γραφή την ερμηνεύει η Εκκλησία εννοούμε ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε την ερμηνεία των πατέρων ως αποκλειστική και μοναδική. Σήμερα ακούμε πολλούς νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς κ.α. να λένε ότι ερμηνεύουν τη γραφή. Ο καθένας με ένα διαφορετικό τρόπο. Έτσι έχουμε χιλιάδες ομάδες που θέλουν να ονομάζουν τον εαυτό τους «εκκλησία». Η καθεμιά με διαφορετική διδασκαλία. Επικαλούνται μάλιστα και το Άγιο Πνεύμα στη διαδικασία της ερμηνείας. Αλλά το Άγιο Πνεύμα που καθοδηγεί τους πατέρες της Εκκλησίας είναι πνεύμα ενότητας. Γι’ αυτό όλοι οι πατέρες συμφωνούν στην ερμηνεία και παραδίδουν μία και μοναδική αλήθεια. Την αλήθεια που σώζει.

Εκτός από την οριοθέτηση της πίστης έναντι των αιρετικών, οι τρεις ιεράρχες, με προεξάρχοντα τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, προσπάθησαν να αντικρούσουν τις εθνικές και προχριστιανικές δοξασίες. Αξίζει να αναφέρουμε ότι και οι τρεις είχαν κάνει λαμπρές σπουδές της λεγομένης «θύραθεν», κοσμικής δηλαδή παιδείας. Ο Μέγας Βασίλειος σπούδασε φιλοσοφία, ρητορική, νομικά, ιατρική, αστρονομία, γεωμετρία. Ο Ιερός Χρυσόστομος φιλοσοφία, ρητορική, νομικά και ο Άγιος Γρηγόριος  φιλοσοφία, ποίηση και ρητορική. Γι’ αυτό  εορτάζουμε και τους τρεις ως προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας. Αυτή λοιπόν η γνώση, τους έδινε το δικαίωμα να ασκήσουν κριτική σε κάθε τι που παρέπεμπε στο ειδωλολατρικό παρελθόν.  Στα έργα και τη σκέψη τους δε, περιέχεται η πλήρη σύζευξη του χριστιανισμού και του ελληνισμού. Η ελληνική γλώσσα και η αρχαία φιλοσοφική σκέψη χρησιμοποιήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να εκφραστούν με την μέγιστη ακρίβεια οι αλήθειες της πίστεώς μας. Δύσκολες έννοιες όπως Τριαδικότητα, ομοούσιο,  φύση, πρόσωπο χρησιμοποιούνται από τους πατέρες και όπου χρειάζεται δίδεται καινούριο νόημα. Είναι χαρακτηριστική η φράση ότι οι πατέρες «καινοτομούν τα ονόματα», δίνουν δηλαδή νέο περιεχόμενο στις λέξεις προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις νέες αλήθειες της πίστεως. Από την ελληνική σοφία κρατούν κάθε τι πολύτιμο και ωφέλιμο απορρίπτοντας  την ανθρωποκεντρική ειδωλολατρική  προσέγγιση του κόσμου και του θείου. Έτσι η ελληνική σκέψη και ο ελληνικός λόγος παίρνουν νέα διάσταση και εμβαπτίζονται μέσα στην Εκκλησία.

Είναι μάλιστα άξιο λόγου το ότι στις μέρες μας, μέσα στη συχνά ανερμάτιστη σκέψη του καιρού μας, ορισμένοι επιζητούν την αναθεώρηση του σχήματος Ελληνισμός-Χριστιανισμός. Ζητούν επιστροφή δήθεν στις αξίες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της αρχαίας ελληνική θρησκείας. Στην ουσία οδηγούνται σε ένα γραφικό «νεοπαγανισμό», μια νέα μορφή  ειδωλολατρίας. Ορισμένες εκδηλώσεις που βλέπουμε γύρω μας, κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποτελούν ένα μείγμα κακής πληροφόρησης  και ελλιπούς γνώσης του παρελθόντος, αρρωστημένης προγονολατρείας και κακώς εννοούμενης επιστροφής στις ρίζες. Φτάνουν μάλιστα κάποιες ακραίες φωνές να κραυγάζουν ότι ο ελληνικός πολιτισμός καταστράφηκε από τη στιγμή που στην Ελλάδα έφτασε ο χριστιανισμός. Επιζητούν, οι σύγχρονοι αυτοί «δωδεκαθεϊστές»  να ανατρέψουν το θεωρητικό σχήμα των τριών ιεραρχών, το οποίο έχει ωστόσο καθαγιαστεί από χρήση και άσκηση δύo χιλιάδων ετών, περίπου, και το οποίο έχει οδηγήσει την ανθρώπινη διανόηση σε κορυφαίες στιγμές, και τον ανθρώπινο πολιτισμό σε μοναδικά φιλοσοφικά και επιστημονικά επιτεύγματα. Άλλωστε οι τρεις ιεράρχες ποτέ δεν απέρριψαν το αρχαιοελληνικό πνεύμα αφού όπως προείπαμε μετείχαν της ελληνικής παιδείας. Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να δεχθούν την αρχαιοελληνική θρησκευτικότητα η οποία βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με τις αλήθειες του χριστιανισμού. Όσον αφορά τη σύγκριση που ατυχώς γίνεται από κάποιους, μεταξύ των ελλήνων φιλοσόφων και των τριών ιεραρχών αρκεί η άποψη του μεγάλου ιστορικού Παπαρηγόπουλου ο οποίος θαυμάσια υπογραμμίζει: «οι Βασίλειοι, οι Γρηγόριοι και οι Χρυσόστομοι υπερέβαλον κατά την ευγλωττίαν και την επιστήμην άπαντας τους έτι σωζομένους εθνικούς σοφιστάς και αυτούς τους μέχρι Πλουτάρχου προκατόχους αυτών, αποτελέσαντες εποχήν λόγου νέαν, μεγάλην και ένδοξον διά το ανθρώπινον γένος».  Αρκεί να αναφέρουμε ότι μόνο  ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραψε 19.000 προσωδιακούς στίχους  βάσει των μέτρων του Ομήρου και του Ησιόδου. Απέδωσε δηλαδή σε μορφή αρχαιοελληνικής ποίησης όλο σχεδόν το θεολογικό του έργο.

Ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει τους χριστιανούς να σέβονται τα έργα των  «έξωθεν συγγραφέων». Φρονούσε ότι οι νέοι πρέπει να μελετούν όλα εκείνα τα κείμενα τα οποία βοηθούν στην ηθική εξύψωση, και ιδίως την ποίηση του Ομήρου. Μέσα λοιπόν σε μία εποχή που η αρχαιότητα θεωρούνταν ειδωλολατρική και τα αρχαία γράμματα ρίπτονταν στον «κάλαθο των αχρήστων», ο Μέγας Βασίλειος άντλησε από την αρχαία σοφία άπειρα παραδείγματα, χρήσιμα για την αγωγή των παιδιών. Προχώρησε όμως και πέρα από αυτό. Κατέθεσε συγκεκριμένες και ρηξικέλευθες προτάσεις για το που πρέπει να χτιστούν σχολεία, για το πώς πρέπει να λειτουργούν Αυτά, για το τι πρέπει να διδάσκεται εκεί, ώστε οι νέοι να αντλούν τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια. Αυτή η αγωνία και η σπουδή του Μεγάλου Βασιλείου φαίνεται με τον καλύτερο τρόπο στην πραγματεία του με τίτλο: «προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγους». Είναι ένα έργο σε μορφή επιστολής και απευθύνεται στους ανεψιούς του οι οποίοι σπούδαζαν σε εθνικές φιλοσοφικές σχολές.

Την αξία της Παιδείας και της Αγωγής εξαίρει και ο ιερός Χρυσόστομος σε ειδική μελέτη του «περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα».  Οι απόψεις του θα έβρισκαν σύμφωνους πολλούς από εμάς που ασχολούμαστε ενεργά με την παιδεία για την οποία λέει ότι «της τέχνης ταύτης ουκ έστιν άλλη μείζων».

Οι τρείς πατέρες δεν μιλούν όμως στα έργα τους μόνο για τους μαθητές αλλά νουθετούν και τους διδασκάλους. Άξιος του ονόματός του, κατά τον Χρυσόστομο, είναι ο διδάσκαλος όταν ως μόνη του χαρά και ικανοποίηση θεωρεί την πρόοδο των μαθητών του. Κατά τον Μεγάλο Βασίλειο, «ευφραίνουσι μαθηταί διδασκάλους προς αύξησιν επιδόντες». Μόνο όταν ο διδάσκων είναι άψογος θα έχει το θάρος να επιτιμά τους μαθητές του. Χρήσιμο είναι κατά τον Χρυσόστομο, να είναι προσυνής. Κατά τον Γρηγόριο, «παιδαγωγικόν είναι το μικρόν τι συγχωρεί». Δεν πρέπει πάντοτε όμως ο διδάσκαλος να δυκνύει επιείκεια, προσθέτει ο Χρισόστομος αλλά και αυστηρότητα.

Όπως είναι καταφανές οι τρείς ιεράρχες είχαν αγωνία για τη σωστή παίδευση των νέων. Αγωνία που υπάρχει διάχυτη μέσα σε όλο το έργο τους. Η μετοχή τους αυτή στην ελληνική παιδεία αλλά και η σύζευξη που πέτυχαν μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού είναι και ο σπουδαιότερος λόγος για τον οποίο η εκκλησία μας  τους έθεσε προστάτες της παιδείας και θέσπισε τον κοινό εορτασμό τους γι’ αυτό το λόγο.

Οι τρεις Ιεράρχες όμως δεν υπήρξαν απλώς διδάσκαλοι ή παιδαγωγοί ή καθοδηγητές. Υπήρξαν πρωτίστως και κυρίως άνθρωποι, οι οποίοι επόνεσαν βαθειά τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα έζησαν το Θεό όχι σαν αφηρημένη ιδέα. Πυρακτώθηκαν ολόκληροι από το υπερφυές μυστήριο. Πλημμύρισαν από το θείο. Αυτή η βαθύτατη βίωση του θείου και του ανθρωπίνου είναι το μυστικό τους. Ο πολύ μεγάλος σύγχρονος θεολόγος π.Γεώργιος Μεταληνός συνηθίζει να λέει ότι οι πνευματοφόροι πατέρες και οι άγιοι ασκητές της Εκκλησίας μας αισθάνονται μέσα τους την παρουσία του Αγίου Πνεύματος όπως η έγκυος γυναίκα συναισθάνεται την παρουσία του εμβρύου. Οι Πατέρες κυοφορούν ουσιαστικά το Άγιο Πνεύμα. Πρόκειται για μια θαυμαστή σύζευξη ουρανού και γής που τελείται μυστηριακά εντός τους. Αυτό το μυστήριο δίδεται ως δώρο στον άνθρωπο με απώτερο σκοπό τη σωτηρία του. Η ρήση του Κυρίου Ιησού Χριστού ότι μετά την Ανάληψή του θα έλθει το Πνεύμα το Άγιον και θα οδηγήσει την Εκκλησία του, δηλαδή τον άνθρωπο «εις πάσαν την αλήθειαν» βρίσκει την εκπλήρωσή της στα πρόσωπα των πατέρων, και δή των τριών Ιεραρχών

«Επεφάνη η χάρις τού Θεού πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς διά τών Διδασκάλων, τά ήθη κοσμηθέντας, τούς τρόπους βελτιωθέντας, θεογνωσίας αίγλη, τόν νούν περιλαμφθήναι» Σε αυτά τα λόγια ο υμνογράφος συνοψίζει όλο το έργο της θείας οικονομίας όπως αυτό συντελείται στα πρόσωπα των τριών μεγάλων Ιεραρχών. «Η χάρις του Θεού φανερώθηκε σε όλους τους ανθρώπους, εκπαιδεύοντάς μας και αυξάνοντας την προκοπή μας  με τη βοήθεια των τριών Ιεραρχών και διδασκάλων. Πως γίνεται αυτό; Βελτιώνοντας τους τρόπους και τη συμπεριφορά μας απέναντι στο Θεό και τον άνθρωπο και γεμίζοντας το νού μας, την καρδιά και την ύπαρξή μας με την αίγλη, τη δόξα της Θεογνωσίας η οποία είναι και ο απώτερος σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου.

Είθε το έργο, το ήθος και η αγιότητα των τριών μεγάλων ιεραρχών και διδασκάλων Μεγάλου Βασιλείου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του θεολόγου να αποτελέσουν παράδειγμα μίμησης μαθητών και διδασκάλων. Χρυσός δε κανόνας στην πορεία μας να γίνει το σύνθημα του Γρηγορίου όπως το εφάρμοζαν και οι τρείς πατέρες: 

«Σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι
γενέσθε φως και φωτίσαι
εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους
αγιασθήναι και αγιάσαι»
 
Ομιλία εις την εορτήν των τριών Ιεραρχών
(Εκφωνήθηκε στον Ιερό Ναό μας την 30ή Ιανουαρίου 2016)

https://www.profitisilias.gr/enoria/index.php/eortologio/2010-09-20-05-05-20/702-o-agioi-treis-ierarxes-os-megistoi-theologoi-kai-prostates-tis-ellinikis-paideias

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ο Χιοπολίτης

 


ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΧΙΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Μια πλειάδα Νεομαρτύρων είχε εξισλαμισθεί με το ζόρι και κατόπιν επιστρέφοντες στην πίστη του Χριστού, υπέστησαν το μαρτύριο. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ο Χιοπολίτης.

Γεννήθηκε στη Χίο, στη συνοικία Παλαιόκαστρο, στα τέλη του 18ου αιώνα από γονείς φτωχούς και απλοϊκούς, αλλά όμως με στερεή ευσέβεια και πίστη στο Θεό. Όταν μεγάλωσε μετέβη με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ζαννή στην Κωνσταντινούπολη προς αναζήτηση εργασίας, διότι η ζωή στο άγονο νησί ήταν δύσκολη. Προσλήφτηκαν σε κάποια επιχείρηση ως κλητήρες. Μετά από καιρό ο αδελφός του παντρεύτηκε και αργότερα αρραβωνιάστηκε και ο Δημήτριος μια νέα από το Σταυροδρόμι της Πόλης. Επειδή όμως δεν πήρε τη συγκατάθεση του αδελφού του και του αφεντικού του, εκδιώχτηκε από το σπίτι και την εργασία του.

Το γεγονός αυτό λύπησε ιδιαίτερα το Δημήτριο και τον έριξε σε απελπισία, διότι δεν είχε καθόλου χρήματα να ζήσει. Αλλά μέσα στη λύπη και την απόγνωσή του θυμήθηκε ότι κάποιος επιφανής και πλούσιος τούρκος του όφειλε κάποια χρήματα, από παλιά δούλεψή του σ’ αυτόν. Πήγε λοιπόν να του τα ζητήσει, μη γνωρίζοντας την τραγωδία που τον περίμενε. Την καλοστημένη παγίδα που του είχε στήσει ο διάβολος. 

Όταν έφτασε στο αρχοντικό του τούρκου, ο ίδιος έλειπε και του άνοιξε η κόρη του, μια έκφυλη νέα. Μόλις αντίκρισε το Δημήτριο, ο οποίος ήταν τότε είκοσι δύο ετών και ασυνήθιστα όμορφος, κυριεύτηκε από σφοδρό ερωτικό πόθο γι’ αυτόν. Τον καλοδέχτηκε, τον οδήγησε στο σαλόνι του σπιτιού και τον φίλεψε καφέ και γλυκίσματα και καπνό. Του είπε να περιμένει τον πατέρα της, προκειμένου να του δώσει τα χρωστούμενα. Μετά από λίγο δεν έχασε καιρό και του επιτέθηκε με ανήθικες προθέσεις. Εκείνος σάστισε και την απώθησε. Τότε εκείνη τον προειδοποίησε πως αν δεν ενέδιδε στις πορνικές ορέξεις της θα τον κατηγορούσε ότι της επιτέθηκε εκείνος και τότε το μόνο που θα τον έσωζε ήταν ο εξισλαμισμός, διαφορετικά ο θάνατος. Ο Δημήτριος δυστυχώς ενέδωσε και διέπραξε την αμαρτία, χωρίς να το θέλει ο ίδιος, αλλά για να γλυτώσει τη ζωή του, όπως έγραψε αργότερα στους δικούς του. Αλλά και δεύτερη δυστυχία τον βρήκε, η τουρκοπούλα δεν του επέτρεπε πια να φύγει από το σπίτι και έβαλε φρουρούς να τον φυλάγουν, για να συνηθίσει στη νέα του ζωή.  

Πόνος και θλίψη κυρίευσαν την ψυχή του. Κάθε μέρα και περισσότερο συνειδητοποιούσε το μεγάλο κρίμα που έβαλε στο κεφάλι του. Προσπάθησε αρκετές φορές να το σκάσει αλλά δεν τα κατάφερε.

Πέρασαν δύο εφιαλτικοί μήνες στο τούρκικο αρχοντικό. Προσευχόταν μυστικά και παρακαλούσε το Θεό να τον απαλλάξει από αυτό το μαρτύριο. Κάποιο βράδυ, στην περίοδο του ραμαζανίου και ενώ όλοι στο σπίτι κοιμούνταν βαθιά, από το πολύ φαγητό και ποτό, έκαμε το σημείο του σταυρού και κατόρθωσε να ξεφύγει. Έτρεξε στη συνοικία του Σταυροδρομίου στο σπίτι ενός φίλου του Χριστιανού, τον οποίο παρακάλεσε να τον κρύψει. Εκείνος τον δέχτηκε και τον έκρυψε. Ο Δημήτριος κλεισμένος στο απόμερο δωμάτιό του έκλαιγε απαρηγόρητα μέρα και νύχτα. Θρήνοι και κοπετοί ακουγόταν σε όλο το σπίτι. Ξερίζωνε τα μαλλιά του και ξέσχιζε τα μάγουλά του από τους θρήνους του και το κακό που τον βρήκε, Κάκιωνε τον εαυτό του, που δεν αντιστάθηκε στην έκφυλη τουρκοπούλα. Παρακάλεσε το φίλο του να έρθει πνευματικός στο σπίτι για να εξομολογηθεί το μεγάλο κρίμα του. Εξομολογήθηκε με αστείρευτα δάκρια, μετανιώνοντας πικρά για την διπλή αμαρτία του, την πορνεία και την αποστασία.

Η εξομολόγηση απάλυνε τον πόνο του και γαλήνεψε την ψυχή του. Είχε πάρει την απόφαση να μαρτυρήσει, προκειμένου να ξεπλύνει το ανόμημά του. Έστειλε μήνυμα στον αδελφό του να συμφιλιωθεί μαζί του και έστειλε γράμμα στους γονείς του, στο οποίο τους εξηγούσε την πρόθεσή του να ομολογήσει το Χριστό, κάτι που δεν έκαμε όταν έπρεπε. Τους ζητούσε να τον συγχωρήσουν για τις ανάρμοστες πράξεις του και να μη λυπηθούν, αλλά να χαρούν για την απόφασή του να μαρτυρήσει για το Χριστό. Να του δώσουν την ευχή τους να μη δειλιάσει στα βασανιστήρια που τον περίμεναν. Το γράμμα το έδωσε στον πνευματικό του να το στείλει εκείνος στους γονείς του, συμπληρώνοντας το μαρτυρικό του τέλος. 

Κατόπιν άρχισε μια σκληρή προετοιμασία, με αδιάκοπη προσευχή, νηστεία με ελάχιστο ψωμί και νερό,  αμέτρητε μετάνοιες, αγρυπνία και ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων. Δεν άργησε να αξιωθεί θείων οπτασιών και αποκαλύψεων, τις οποίες διηγούνταν στον πνευματικό του. Εκείνος προσπάθησε να τον αποτρέψει από το μαρτύριο, λέγοντάς του πως υπήρξε κίνδυνος να δειλιάσει από τους αφόρητους πόνους και πως υπάρχουν και άλλοι τρόποι σωτηρίας. Τον συμβούλεψε να φύγει μακριά και να ζήσει εν μετανοία. 

Αλλά ο Δημήτριος παρέμεινε αμετάπειστος. Τότε ο ιερέας του διάβασε τις κανονισμένες ευχές, τον έχρισε με άγιο Μύρο, τον κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και του έδωσε την ευχή του.

Την άλλη ημέρα βγήκε από την κρυψώνα του και κατευθύνθηκε στον Καϊμακάμη (αστυνομικό διευθυντή) της Πόλης. Παρουσιάστηκε μπροστά του και με θάρρος  του είπε: «Άρχοντά μου, γνωρίζετε ότι εγώ ήμουν Χριστιανός αλλά με πίεσαν και με ανάγκασαν να δεχθώ την μιαρή και καταφρονημένη θρησκεία σας. Όμως εγώ ήμουν και είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω. Γι’ αυτό ήρθα εδώ για να ομολογήσω μπροστά σου πως έκανα λάθος και να κηρύξω την αλήθεια της αγίας πίστεώς μου. Έκανα λοιπόν μεγάλο λάθος, το ομολογώ. Μία είναι η πίστη , των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών». Την ίδια στιγμή πέταξε το κάλυμμα της κεφαλής του, το οποίο φορούσαν οι μουσουλμάνοι. Όποιος το έβγαζε δημόσια σήμαινε την άρνηση του Ισλάμ.

Ο Καϊμακάμης συγκράτησε το θυμό του, πήρε το φέσι και του το έδωσε, τάζοντας αξιώματα και χρήματα αν το φορούσε και γινόταν μουσουλμάνος. Αλλά ο Δημήτριος δεν του έδινε σημασία. Μετά από αυτό έδωσε διαταγή να τον κλείσουν στην πιο σκοτεινή και υγρή φυλακή, δένοντάς του τα πόδια με αλυσίδες και το λαιμό με το βασανιστικό ξύλο. Αλλά ο άγιος και πάλι δεν δείλιασε, αλλά χαιρόταν και περίμενε με ανυπομονησία το μαρτύριο.   Την άλλη μέρα τον οδήγησαν ξανά στον Καϊμακάμη για μια ύστερη προσπάθεια να πεισθεί να αλλαξοπιστήσει. Όμως εκείνος έμεινε απαθής μπροστά στις δελεαστικές προτάσεις και τις φοβέρες τους.

Εκείνη την ημέρα συνέβη πέθανε αιφνιδίως ο Καϊμακάμης και τη θέση του πήρε άλλος πιο αυστηρός και φανατικός Καϊμακάμης, ο οποίος πίεζε ασφυκτικά το Δημήτριο να αλλάξει γνώμη. Επειδή όμως είδε την αδιαλλαξία του, τον παρέδωσε στους ανελέητους αστυνομικούς του να τον βασανίσουν. Του έδωσαν πάνω από επτακόσιους ραβδισμούς και τον γύμνωσαν και ξάπλωσαν σε βασανιστική σανίδα, δένοντάς του σφικτά και ρίχνοντάς του παγωμένο νερό στο σώμα (ήταν χειμώνας και έκανε δριμύ ψύχος). Μετά έκαιγαν κεραμίδια και  τούβλα τα οποία έβαζαν στο πρόσωπο και τις μασχάλες του. Ο Μάρτυς τα υπόμενε χωρίς να βγάλει την παραμικρή κραυγή, παρά μόνο δοξολογούσε το Θεό, ο Οποίος τον αξίωσε να πάθει για χάρη Του!

Η τουρκοπούλα, η οποία τον είχε παρασύρει στην αμαρτία, έμαθε γι’ αυτόν και πήγε στη φυλακή να τον δει. Προσπάθησε με δόλιους λόγους να τον πείσει να αρνηθεί το Χριστό, να τον παντρευτεί και να τον κάνει άρχοντα. Αλλά και πάλι η χάρις του Θεού τον προστάτεψε. Ο Δημήτριος έμεινε απαθής στις αισχρές προτάσεις της ασελγούς μουσουλμάνας.

Οι συμπατριώτες του χριστιανοί της Πόλης συγκέντρωσαν χρήματα για να τον εξαγοράσουν από τους Τούρκους, ισχυριζόμενοι ότι ήταν τρελός. Οι Τούρκοι συμφώνησαν αλλά διαφώνησε ο Δημήτριος, ο οποίος δεν δέχτηκε την απελευθέρωσή του και τους παράγγειλε να προσεύχονται για εκείνον, να κρατηθεί ως το τέλος εδραίος στο μαρτύριό του.

Μετά από εννέα δραματικές ημέρες αφόρητων βασανιστηρίων, βγήκε η καταδικαστική απόφαση: θάνατος δια αποκεφαλισμού. Το οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης, όπου είχαν μαζευτεί πολλοί μουσουλμάνοι να χαρούν το θάνατο του «απίστου», αλλά και πολλοί χριστιανοί να θαυμάσουν τον ηρωικό Μάρτυρα του Χριστού. Όταν ο δήμιους σήκωσε το φονικό ξίφος, ο Δημήτριος αναφώνησε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου». Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα φτερούγησε η ψυχή του στα ουράνια, για να συναντήσει το Χριστό. Ήταν 29 Ιανουαρίου του 1802.

Αλλά εκείνη την στιγμή έγινε το απροσδόκητο. Οι παρακολουθούντες το μαρτυρικό τέλος του Μάρτυρα όρμησαν για να πάρουν κάτι από το αγιασμένο σώμα του. Βουτούσαν υφάσματα στο αίμα του και έπαιρναν τεμάχια από τα αιματοβαμμένα ρούχα του. Μάταια προσπαθούσαν οι δήμιοι να τους εμποδίσουν, με ραβδισμούς και προπηλακισμούς! Μάλιστα δόθηκε εντολή να μην δοθεί το τίμιο λείψανό του στους χριστιανούς να ταφεί, αλλά να ριχτεί στη θάλασσα. Όμως κάποιος δήμιος, προφανώς δωροδοκούμενος, το παρέδωσε να ταφεί στη νήσο Πρώτη, μέσα σε ναό ενός μοναστηρίου.

Ο τάφος του ήταν πηγή θαυμάτων, τα οποία αναφέρει στο συναξάρι του ο άγιος Αθανάσιος Πάριος, ο οποίος το κατέγραψε. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Ιανουαρίου.

https://www.impantokratoros.gr/371502EA.el.aspx