Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813). Ένας μεγάλος διδάσκαλος του Γένους και ένας φλογερός ζηλωτής της ορθοδόξου παραδόσεως.

 Μέσα στη χορεία των μεγάλων πνευματικών αναστημάτων της Ορθοδοξίας εξέχουσα θέση κατέχει ο εν Χίῳ οσιακώς κοιμηθείς στις 24 Ιουνίου 1813 άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο οποίος αναδείχθηκε διαπρεπής θεολόγος, φωτεινός διδάσκαλος του Γένους, ακαταπόνητος εθναπόστολος, στερρός υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, απαρέγκλιτος φρουρός και θεματοφύλακας της ορθοδόξου παραδόσεως, πολυγραφότατος συγγραφέας, ηγετικό στέλεχος του φιλοκαλικού κινήματος, ιδρυτής και σχολάρχης της περιωνύμου Μεγάλης Σχολής της Χίου.

Ο γενναίος και ακαταπόνητος αυτός αγωνιστής και ακοίμητος φρουρός των ορθοδόξων δογμάτων της αμωμήτου ημών πίστεως γεννήθηκε το 1721 στο χωριό Κώστος (ή Κόστος) της Πάρου, γεγονός που δικαιολογεί την επωνυμία « Πάριος», με την οποία έμεινε γνωστός στην Εκκλησιαστική Ιστορία, αφού το πραγματικό του επώνυμο ήταν Τούλιος. Είχε άλλα τρία αδέλφια, αλλά ο Αθανάσιος ήταν ο πρωτότοκος γιος του εκ Σίφνου καταγομένου πατρός του, ο οποίος ονομαζόταν Απόστολος Τούλιος, η δε μητέρα του ήταν από την Πάρο. Τα πρώτα του γράμματα διδάχθηκε στη γενέτειρα του, την Πάρο, ενώ σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες φοίτησε στη Σχολή του Παναγίου Τάφου στη Σίφνο, αλλά και στη Σχολή του Γένους στην Άνδρο με δαπάνες της Μονής του Αγίου Αντωνίου Κεφάλου της Πάρου. Η επιθυμία του για περαιτέρω μόρφωση τον οδήγησε το 1745 στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στην ιδρυθείσα το 1733 περιώνυμη Ευαγγελική Σχολή, στην οποία δίδασκαν ο ιδρυτής της, μοναχός Ιερόθεος Δενδρινός και ο Χρύσανθος Καραβίας που κατάγονταν και οι δύο από την Ιθάκη. Μετά από την εξαετή του φοίτηση αναχωρεί το 1751 για το Άγιο Όρος, όπου φοιτά στην περίφημη Αθωνιάδα Σχολή, την οποία διηύθυνε ο μοναχός Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ενώ το 1753 ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής ο εκ Κερκύρας ιεροδιάκονος Ευγένιος Βούλγαρης, ο οποίος ονομάσθηκε «ο νέος Αριστοτέλης της Ελλάδος». Από τον Ευγένιο Βούλγαρη ο Αθανάσιος διδάχθηκε τη φιλοσοφία και τις ξένες γλώσσες για να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί και να μεταφράζει τα ξένα συγγράμματα. Παράλληλα η μεγάλη του δίψα για ολοένα και περισσότερες γνώσεις τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη της Σχολής, αλλά και σε άλλες αγιορείτικες βιβλιοθήκες, όπου μελετούσε ακατάπαυστα την ελληνική ιστορία, την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άριστες επιδόσεις του στην Αθωνιάδα Σχολή εντυπωσίασαν τον Ευγένιο Βούλγαρη σε τέτοιο βαθμό, ώστε με την προτροπή του χειροτονήθηκε ο Αθανάσιος διάκονος, ενώ διετέλεσε και καθηγητής της Σχολής. Η πνευματική κατάρτιση του Αθανασίου και η φήμη που απέκτησε, παρακίνησε τους Θεσσαλονικείς να του ζητήσουν να αναλάβει τη διεύθυνση του «Ελληνομουσείου» της Θεσσαλονίκης, το οποίο ήταν η Σχολή του Γένους για την πόλη. Ο Αθανάσιος αρχικά αρνήθηκε την πρόταση, αλλά ύστερα από την επιμονή του Ευγένιου Βούλγαρη και των Θεσσαλονικέων ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής για δύο έτη (1758 -1760), όπου εργάσθηκε ως άριστος διδάσκαλος με καλλίκαρπη δράση. Παράλληλα διηκόνησε με ιδιαίτερο ζήλο το Ιερό Θυσιαστήριο, κηρύττοντας ανελλιπώς τον Θείο Λόγο και καθοδηγώντας πνευματικά το υπόδουλο Γένος.

Το 1760 ο Αθανάσιος αναγκάσθηκε όμως να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και τη Σχολή και να καταφύγει στην Κέρκυρα, αφού η επιδημία πανώλης που ενέσκυψε στην πόλη, οδήγησε και στο κλείσιμο της Σχολής. Η ευρυμάθεια και η πνευματική πολυπραγμοσύνη του φημισμένου θεολόγου, φιλοσόφου και φυσικομαθηματικού Νικηφόρου Θεοτόκη (1731 -1800) προσέλκυσε τον Αθανάσιο που διψούσε για διεύρυνση του πνευματικού του επιπέδου, στο να παρακολουθήσει στην Κέρκυρα κοντά στον επιφανή διδάσκαλο μαθήματα φιλοσοφίας, φυσικής και ρητορικής κατά τα έτη 1760-1764. Το 1764 προσκλήθηκε από τον συμμαθητή του στην Αθωνιάδα Σχολή, Παναγιώτη Παλαμά (1722 -1803), για να διδάξει στην Παλαμαία Σχολή του Μεσολογγίου, η οποία ιδρύθηκε το 1760 από τον φίλο και συμμαθητή του, ο οποίος είχε εκτιμήσει ιδιαίτερα τις ικανότητες και το ήθος του Αθανασίου. Έτσι ο Αθανάσιος εγκατέλειψε τις σπουδές του στην Κέρκυρα και έφτασε στο Μεσολόγγι, όπου δίδαξε μέχρι το 1767, ενώ παράλληλα εξήσκησε με επιτυχία και τα καθήκοντα του ιεροκήρυκος, αφού με τα φλογερά του κηρύγματα αναπτέρωνε το εθνικοθρησκευτικό συναίσθημα του λαού. Το 1767 μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέλαβε για τέσσερα έτη (1767 -1771) τη διεύθυνση του «Ελληνομουσείου». Έτσι για δεύτερη φορά ανέλαβε ο Αθανάσιος τη σχολαρχία της περίφημης Σχολής του Γένους της Θεσσαλονίκης.

Όμως το 1771 και μετά το ξέσπασμα των Ορλωφικών προσκαλείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναλάβει τη σχολαρχία της Αθωνιάδος Σχολής στο Άγιο Όρος. Ο Αθανάσιος αναλαμβάνει Σχολάρχης και παραμένει στη θέση αυτή επί έξι έτη (1771 -1777). Κατά την παραμονή του στο Άγιο Όρος και συγκεκριμένα το 1775 χειροτονήθηκε ιερέας από τον ευρισκόμενο στο Αγιώνυμο Όρος άγιο Μακάριο τον Νοταρά Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου (1731 -1805). Την εποχή όμως αυτή το Άγιο Όρος συνταράσσεται από την κολλυβαδική έριδα και ο Αθανάσιος αναδεικνύεται ένθερμος υπερασπιστής του κολλυβαδικού κινήματος, της περίφημης Φιλοκαλικής Αναγέννησης, μαζί με τους στενούς συνεργάτες του, Μακάριο Νοταρά Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου και Νικόδημο Αγιορείτη. Σκοπός του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων ήταν η επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση με ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της Κυριακής ως ημέρας της Αναστάσεως του Κυρίου μας και στη συχνή Θεία Μετάληψη. Η κολλυβαδική έριδα συνεκλόνισε το Άγιο Όρος στα μέσα του 18ου αιώνα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Αθανάσιος συκοφαντήθηκε και διώχθηκε από τους αντιπάλους του ως αιρετικός, γεγονός που οδήγησε το 1776 στην καθαίρεσή του. Όμως το 1781 αποκαταστάθηκε και πάλι στην κανονική του θέση, αφού οι κατηγορίες εναντίον του αποδείχθηκαν ανυπόστατες.


Μετά την αναχώρησή του από το Άγιο Όρος αναλαμβάνει για τρίτη φορά τη σχολαρχία του «Ελληνομουσείου» της Θεσσαλονίκης κατόπιν επίμονης πρόσκλησης των Θεσσαλονικέων. Κατά την περίοδο αυτή το «Ελληνομουσείο» γνώρισε μεγάλη ακμή και φήμη, γεγονός που παρακίνησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη στο να προσκαλέσει τον Αθανάσιο για να αναλάβει τη σχολαρχία της περίφημης Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως, αφού σύμφωνα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν ο πλέον κατάλληλος και καταξιωμένος διδάσκαλος. Μάλιστα η επιθυμία του Πατριαρχείου στο να αναλάβει ο Αθανάσιος τη σχολαρχία της Πατριαρχικής Σχολής ήταν τόσο μεγάλη και επίμονη, ώστε του προτάθηκε να καθορίσει ο ίδιος το ποσό της αμοιβής του, αλλά και να επιλέξει την περιοχή, στην οποία επιθυμεί να χειροτονηθεί Μητροπολίτης. Ο επιφανής όμως διδάσκαλος και ακαταπόνητος αγωνιστής της ορθοδόξου παραδόσεως αρνήθηκε τη δελεαστική αυτή πρόταση, λέγοντας χαρακτηριστικά «τάς μέν ἀρχιερατείας τιμῶ καί προσκυνῶ, ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος ……. διά τοῦτο ἄφετέ με, παρακαλῶ, ἐδῶ εἰς τά πέριξ νά ὠφελῶ ὅσον δύναμαι τούς ἀδελφούς μου καί τό Γένος».

Έτσι το 1786 και σε ηλικία εξήντα πέντε ετών ο Αθανάσιος αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και να μεταβεί στην πατρίδα του, την Πάρο, για να επιδοθεί στην άσκηση και τη συγγραφή, έχοντας αποκτήσει ήδη πολλές γνώσεις, αλλά και πολυτιμότατη πνευματική εμπειρία. Μάλιστα η επιθυμία του ήταν να εγκαταβιώσει στη Μονή του Αγίου Μηνά, όπου υπήρχαν και τα πατρικά κτήματα. Ο Αθανάσιος επιβιβάσθηκε σε πλοίο στη Θεσσαλονίκη με προορισμό την Πάρο, αλλά το πλοίο προσάραξε στη μυροβόλο και αγιοτόκο νήσο Χίο, όπου έγινε δεκτός με πολλή χαρά από τους άρχοντες του νησιού. Ενδεικτικό είναι ότι μετά την άφιξή του, του παραχωρήθηκε από τους Δημογέροντες της Χίου ως κατοικία το μονύδριο της Αγίας Τριάδος στο Παλαιόκαστρο που αποτέλεσε το κάθισμά του και στο οποίο επιδόθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια στην προσευχή και το συγγραφικό του έργο. Την εποχή όμως αυτή οι φιλοπρόοδοι και φιλομαθείς Χίοι επιθυμούσαν να ιδρυθεί στο νησί τους μία σχολή που θα ήταν ανώτερη των ενοριακών – συνοικιακών σχολείων και εφάμιλλη των περιώνυμων σχολών της εποχής, όπως της Ευαγγελικής και της Αθωνιάδος Σχολής. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού θεωρούσαν ιδιαίτερα ευεργετική την παρουσία του Αθανασίου, ο οποίος ήταν ένας φωτισμένος διδάσκαλος με μεγάλη εμπειρία και πανελλήνια φήμη. Έτσι άρχισαν να προσπαθούν να πείσουν τον Αθανάσιο να παραμείνει στη Χίο και να αναλάβει τη διδασκαλία στην υπό ίδρυση σχολή. Ο Αθανάσιος δέχθηκε τελικά να παραμείνει προσωρινά στη Χίο και να διδάξει στη σχολή μέχρι να τελειώσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787 -1792), ο οποίος είχε ήδη ξεσπάσει. Όμως η παραμονή του Αθανασίου στη Χίο παρατάθηκε, αφού αφενός μεν ο πόλεμος δεν είχε σταματήσει, αφετέρου δε οι Χίοι άρχισαν να ασκούν πιέσεις στον Αθανάσιο να παραμείνει στο νησί και να αναλάβει τη σχολαρχία και το διδακτικό έργο της Σχολής της Χίου. Μάλιστα για την επίτευξη του σκοπού αυτού ζητήθηκε η βοήθεια και η μεσολάβηση του φίλου και ομόφρονός του, αγίου Μακαρίου του Νοταρά Αρχιεπισκόπου Κορίνθου, ο οποίος την εποχή αυτή εγκαταβιώνει στη Χίο, καθώς και του οσίου Νήφωνος του Κοινοβιάρχου. Έτσι κατά τη διάρκεια της προσωρινής ήδη παραμονής του Αθανασίου στη Χίο άρχισε η λειτουργία της Σχολής της Χίου, η οποία επισήμως λειτούργησε το 1792. Σχολάρχης ανέλαβε ο ίδιος ο Αθανάσιος, ο οποίος διατήρησε τη θέση αυτή μέχρι το 1811. Η περίφημη Σχολή της Χίου απέκτησε πανελλήνια φήμη και ακτινοβολία, αφού με τη φωτισμένη πνευματική καθοδήγηση του Διδασκάλου και Σχολάρχου της, Αθανασίου του Παρίου, κατέστη η πνευματική κυψέλη, στην οποία καλλιεργήθηκαν τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και η ανάγκη διατήρησης της ελληνορθοδόξου παραδόσεως ως ασπίδας προστασίας απέναντι στο ευρωπαϊκό πνεύμα του Διαφωτισμού, το οποίο ωθούσε προς τον ορθολογισμό και την αθεΐα. Ενδεικτικό είναι ότι στη Σχολή της Χίου φοίτησαν μαθητές από την Πελοπόννησο, την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Παρόλο όμως που η Σχολή της Χίου είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και είχε διαγράψει μία ανοδική πορεία και άνθηση χάρη στον σοφό, πολυμαθή, εργατικό και καταξιωμένο διδάσκαλό της, άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, ο οποίος διακρινόταν για τις σπάνιες αρετές και τον ανεπίληπτο βίο του, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από τη Σχολή το 1811, κατηγορούμενος από τους ιδεολογικούς αντιπάλους του ως συντηρητικός και ως φλογερός ζηλωτής της ορθοδόξου παραδόσεως.


Μετά από την παραίτησή του αποσύρθηκε στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου του Ρεστά, το οποίο βρίσκεται βορειοδυτικά της πόλεως της Χίου, ιδρύθηκε δε το 1770 από τον Χίο μοναχό Νείλο τον Καλόγνωμο που υπήρξε συμμοναστής του αγίου Μακαρίου του Νοταρά Αρχιεπισκόπου Κορίνθου. Στο γαλήνιο και καταπράσινο περιβάλλον του μονυδρίου του Αγίου Γεωργίου του Ρεστά εγκαταβίωσε έχοντας ως συνοδεία του τον ιερομόναχο όσιο Νικηφόρο τον Χίο (1750 – 1821) και τον ιερομόναχο Ιωσήφ τον εκ Φουρνά της Ευρυτανίας. Εκεί επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην προσευχή, τη νηστεία και τις αγρυπνίες, αλλά και στο πολυσχιδές συγγραφικό του έργο. Σε ηλικία ενενήντα δύο ετών και συγκεκριμένα στις 24 Ιουνίου του έτους 1813 παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον δικαιοκρίτη και στεφανοδότη Κύριο, τον Οποίο σε όλη του την επίγεια πορεία υπηρέτησε και υπερασπίσθηκε με ξεχωριστό σθένος. Ενταφιάσθηκε στη νότια πλευρά του καθολικού και μάλιστα στον ίδιο χώρο, όπου παλαιότερα είχε ενταφιασθεί ο ιδρυτής του μονυδρίου, Νείλος ο Καλόγνωμος.

Ο λαμπρός και επιφανής αυτός διδάσκαλος με την ανεκτίμητη πνευματική προσφορά στο ελληνορθόδοξο Γένος μας, κατετάγη επίσημα στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου Α΄ στις 9 Ιανουαρίου 1995, η δε μνήμη του καθιερώθηκε να τιμάται στις 24 Ιουνίου, την ημέρα δηλαδή της οσιακής κοιμήσεώς του στη μυροβόλο και αγιοτόκο νήσο Χίο. Δέκα έτη μετά από την επίσημη κατάταξή του στο ορθόδοξο αγιολόγιο και συγκεκριμένα στις 25 Ιουνίου 2005 τελέσθηκαν με την πρέπουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα από τον αοίδιμο Μητροπολίτη Παροναξίας κυρό Αμβρόσιο Στάμενα (+ 25 Μαρτίου 2008) τα εγκαίνια του περικαλλούς Ιερού Ναού επ’ ονόματι του Αγίου Αθανασίου του Παρίου στο χωριό Κώστος Πάρου,το οποίο είναι και γενέτειρά του.Την ημέρα αυτή των εγκαινίων του ναού του Αγίου εορτάζεται πανηγυρικά και η μνήμη του στη νήσο Πάρο.Η μνήμη του τιμάται επίσης στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίνης Αντιπάρου, αλλά και στον Ιερό Ενοριακό Ναό της Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού Λιβαδίων πόλεως Χίου, όπου το αριστερό του κλίτος (παράβημα) τιμάται από τις 24 Ιουνίου 2001 στον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι το μονύδριο του Αγίου Γεωργίου του Ρεστά, όπου ο άγιος αποσύρθηκε από το 1811 μέχρι την οσιακή του κοίμηση στις 24 Ιουνίου 1813, περιήλθε το 1998 στην ενορία Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού Λιβαδίων, της οποίας έκτοτε αποτελεί μετόχιο. Λείψανα του Αγίου φυλάσσονται στους Ιερούς Ναούς Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού Λιβαδίων Χίου (τμήμα της τιμίας κάρας), Αγίου Αθανασίου Παρίου Κώστου Πάρου, Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου και Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Χώρας Νάξου, ενώ την ασματική του ακολουθία εποίησε ο Μοναχός Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης. Αξιολογότατο είναι και το συγγραφικό έργο του αγίου Αθανασίου του Παρίου, αφού χάρη στην πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα αναδείχθηκε με τη διδασκαλία και τις συγγραφές του ως ένας από τους μεγαλύτερους και πολυγραφότερους θεολόγους και διδασκάλους στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα φερόμενα έργα του υπολογίζονται σε 85 και κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: Αντιρρητικά – Πολεμικά, Δογματικοκανονικά, Λειτουργικά, Διδακτικά, Αγιογραφικά – Υμνολογικά, Ομιλίες – Λόγοι και Επιστολές.

Η πνευματική προσφορά του λαμπρού διδασκάλου του Γένους και ακαταπόνητου αγωνιστού των δογμάτων της πίστεώς μας και της ορθοδόξου παραδόσεως, αγίου Αθανασίου του Παρίου, υπήρξε ανεκτίμητη και πολυτιμότατη για τη διατήρηση του ορθοδόξου φρονήματος του Γένους μας. Ο «ἄκρος ζηλωτής τῶν πατρῴων τῆς εὐσεβείας δογμάτων» άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, όπως χαρακτηριστικά αποκαλείται από τον βιογράφο του, Ανδρέα Ζ. Μάμουκα, υπήρξε βαθύτατα πατερικός και ησυχαστικός και αναδείχθηκε ηγετικό και δυναμικό στέλεχος του κολλυβαδικού κινήματος, αγωνιζόμενος με σθένος για τη διατήρηση της σχέσεως του ελληνορθοδόξου Γένους μας με την παράδοση, δηλαδή με την ομαλή και απρόσκοπτη συνέχεια της εν Χριστῴ ζωής. Παράλληλα αγωνίσθηκε και για την ύπαρξη μιας παιδείας, η οποία θα πρέπει να στηρίζεται στην παράδοση του Γένους, να μην θεοποιεί τη γνώση και να αποκαθαίρει την ψυχή του ανθρώπου από τα πάθη, καθιστώντάς τον ηθικό και ενάρετο. Ο ευρυμαθής και σοφός άγιος Αθανάσιος ο Πάριος υπήρξε βαθύτατα ευσεβής και εξαιρετικά φιλακόλουθος, θεωρώντας την ορθόδοξη πίστη ως καθολικό τρόπο ύπαρξης και τη λατρεία ως χώρο μέσα στον οποίο διασώζεται η παράδοση ή από τον οποίο ξεκινά η αλλοτρίωσή της με το πρόσχημα της «ανανεώσεως». Γι’ αυτό και έδινε ιδιαίτερη σημασία στην τιμή των αγίων, οι οποίοι θεωρούνται ως οι κύριοι συντελεστές για την πνευματική ακμή της Εκκλησίας. Ιδιαίτερη πνευματική βαρύτητα είχε για τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο η τιμή των νεομαρτύρων, αφού πρότεινε «νά τιμῶνται, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας ἤ νά τιμῶνται ὡς ἅγιοι οἱ νεομάρτυρες καί πρίν ἀπό τήν ἔγκριση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας», διότι με την τιμή τους αναπτερώνεται το εθνικοθρησκευτικό συναίσθημα του υπόδουλου λαού και ενδυναμώνεται η πίστη στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αξιομνημόνευτη ήταν η φιλανθρωπία και η αφιλαργυρία του, δεδομένου ότι απεβίωσε πάμπτωχος με μοναδική περιουσία μία ενδυμασία, έναν λύχνο και ένα μελανοδοχείο. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος συνέχισε την παράδοση των ανυπέρβλητων μαχητικών ιεραρχών, αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1357) και αγίου Μάρκου του Ευγενικού (1444) ,ασκώντας έντονη κριτική στην Ευρώπη και τη Δύση που γι’ αυτόν ήταν έννοιες ταυτόσημες. Έτσι δικαιολογείται και ο σθεναρός του αγώνας εναντίον της «αθεΐας» και του πνεύματος του Διαφωτισμού. Με τον όρο «αθεΐα» και «άθεος» δεν εννοούσε μόνο την απόρριψη του Θεού στη ζωή του ανθρώπου, αλλά και την απομάκρυνση από τον Θεό των Πατέρων ημών που είναι η Ορθοδοξία. Παράλληλα αντιμαχόταν την αποχριστιανοποίηση των ιδεολογικών συνθημάτων της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία έκανε λόγο για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη, ενώ ήταν εναντίον και όλων αυτών που καταφεύγουν να σπουδάσουν στις ακαδημίες της Ευρώπης, διότι προσπαθούσαν να υποκαταστήσουν την ελληνορθόδοξη παράδοση με ιδεολογίες ξένες προς την πίστη μας, τις οποίες μάλιστα χαρακτήριζε «νεωτερισμούς». Οι θέσεις του για την Ευρώπη και την παιδεία της έγιναν αντικείμενο τέτοιας αρνητικής κριτικής από τους υπέρμαχους της ευρωπαϊκής σκέψεως και τους επιφανείς λογίους της εποχής του, όπως ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής, ώστε τον θεωρούσαν «συντηρητικό» διδάσκαλο, άνθρωπο «περιορισμένου πνευματικού ορίζοντος», σύμβολο του «σκοταδισμού» και εκφραστή της «αντίδρασης». Όμως ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μιμούμενος τους αρχαίους απολογητές της Εκκλησίας ανέλαβε να αποκρούσει τις κατηγορίες εναντίον του χριστιανισμού και ιδιαίτερα αυτούς που αμφισβητούσαν τη θεότητα του Ιησού Χριστού,καθώς και τα επιχειρήματα των αθέων οπαδών του Βολταίρου, αφού σύμφωνα με την άποψή του ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός συνδεδεμένος με την αθεΐα και υιοθετηθείς με τη Γαλλική Επανάσταση από το γαλλικό έθνος, ήταν πολύ πιο επικίνδυνος από τις αρχαίες αιρέσεις. Επικριτική ήταν και η θέση του απέναντι στον Παπισμό, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την αμάθεια και τη φτώχεια του υπόδουλου ελληνικού λαού, επεδίωξε να τον αποσπάσει από την Ορθόδοξη Εκκλησία και να τον προσδέσει στον Παπισμό που εισήγαγε τον σχολαστικισμό και τη φιλοσοφία στη Θεολογία ,ενώ κατήργησε τη χάρη που προσφέρει πλουσιοπάροχα το Άγιο Πνεύμα.

Η πολύτιμη και ανεκτίμητη πνευματική παρακαταθήκη που μας άφησε ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, δίνει την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς μας τη βαρυσήμαντη πνευματική αξία της ελληνορθοδόξου παραδόσεως.Μιας παραδόσεως, της οποίας ανυποχώρητος υπερασπιστής υπήρξε ο οσιακώς κοιμηθείς στην ευλογημένη γη της μυροβόλου και αγιοτόκου νήσου Χίου στις 24 Ιουνίου 1813, άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο λαμπρός αυτός διδάσκαλος του Γένους, ο πολυγραφότατος συγγραφέας, ο θαρραλέος ομολογητής της πίστεως, ο γνήσιος εκφραστής της πατερικής παραδόσεως, ο σθεναρός υπέρμαχος της ελληνοχριστιανικής παιδείας.

Βιβλιογραφία

· Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721 -1813), Πρακτικά Πνευματικού Συμποσίου, Έκδοση Χιακής Αδελφότητος Αττικοβοιωτίας «Ο Κοραής», Αθήναι 2004.

· Χαλκιά –Στεφάνου Πόπης, Οι Άγιοι της Χίου, Β΄ Έκδοσις, Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήναι 2008.

· Χαροκόπου Αντωνίου Ν., Η περιώνυμη Μεγάλη Σχολή της Χίου –Το ιστορικό «Γυμνάσιο Χίου», Εκδοτικός Οίκος Αφών Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 2006.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια, π. Γεώργιος Μεταλληνός (+)

 

21/5/2020, Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια, π. Γεώργιος Μεταλληνός (+)

Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια



Ἡ σωστή χρήση τῶν πηγῶν


Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ στάση τῶν ἱστορικῶν ἀπέναντι στό Μέγα Κωνσταντῖνο εἶναι ἀντιφατική. Γιά ἄλλους ὑπῆρξε μέγα αἴνιγμα ἤ στυγνός δολοφόνος καί καιροσκόπος, γιά ἄλλους δέ, τό μέγα θαῦμα τῆς ἱστορίας. Αὐτό συμβαίνει διότι ἐπικρατοῦν συνήθως ἰδεολογικά κριτήρια καί παραταξιακές ἐκτιμήσεις ἐρήμην τῶν πηγῶν. Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἐγκλήματα στό χῶρο τῆς ἱστορίας, πού ὁδηγεῖ αὐτόχρημα στήν αὐτοκατάργηση τοῦ ἱστορικοῦ καί τῶν ἐρευνῶν του, εἶναι ἡ χρησιμοποίηση τῆς ἱστορίας μέ ὁποιεσδήποτε διασκευές της κατά τό δοκοῦν, ὥστε νά χρησιμοποιεῖται γιά νά ἀποδειχθοῦν πράγματα πού ἱστορικά δέν θεμελιώνονται. Ἕνα ἄλλο ἐπίσης πρόβλημα εἶναι ὄχι μόνον ἡ ἰδεολογική χρήση τῆς ἱστορίας καί τῶν πηγῶν ἀκόμη, ἀλλά εἶναι καί ὁ ἱστορικός ἀναχρονισμός. Νά ἐπιχειροῦνται δηλαδή ἑρμηνευτικές προσβάσεις στά ἱστορικά γεγονότα καί στά ἱστορικά πρόσωπα μέσα ἀπό κρίσεις καί προϋποθέσεις τοῦ παρόντος, τοῦ ὁποιουδήποτε παρόντος. Γνωρίζετε ἀσφαλῶς ὅλοι ὅτι ὅταν συντάσσει κανείς μία ἱστορική διατριβή καί μάλιστα ἄν εἶναι διδακτορική διατριβή πού εἶναι ἡ σημαντικότερη ἐργασία ἑνός ἐπιστήμονος, παραθέτει ἕνα εἰσαγωγικό ἤ πρῶτο κεφάλαιο πού ἀναφέρεται στήν ἐποχή μέσα στήν ὁποία τοποθετοῦνται τά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολεῖται. Αὐτή ἡ τοποθέτησις εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία, σφαιρική ἀπό πάσης πλευρᾶς τοποθέτηση, γιά νά μπορεῖ κανείς τά συμπεράσματα τά ὁποῖα θά συναγάγει, νά τά τεκμηριώνει καί μάλιστα κατά τρόπον ἀναμφισβήτητον. Ὁ ἱστορικός ἀναχρονισμός καί ἡ ἰδεολογική χρήση τῆς ἱστορίας, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀρρώστιες τῶν ἀσχολουμένων μέ τήν ἱστορία, στήν ἐποχή μας περισσότερο. Ἐπίσης, εἶναι δυνατόν, νά στοχάζεται κανείς εἰς τά ἱστορικά γεγονότα ἐρήμην τῶν πηγῶν. Αὐτό εἶναι μυθιστόρημα, δέν εἶναι ἱστορία. Μυθιστόρημα σημαίνει, ἤ ἱστορικό ρομάντσο ἀκόμη, σημαίνει ὅτι χρησιμοποιεῖ κανείς κάποια γεγονότα τά ὁποῖα ἔστω, στηρίζονται στίς πηγές καί τά συνδέει μέ ἕναν αὐθαίρετο τρόπο. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πάλι ἄλλη νόσος τῆς ἱστορικῆς ἐπιστήμης. Ὁ μακαρίτης, ὁ μέχρι τοῦ θανάτου του πατριάρχης τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστορικῶν στόν τόπο μας, ὁ Ἀπόστολος Βακαλόπουλος, μ’ ἕνα κλασικό ἔργο πού μᾶς ἔδωσε γιά τήν ἱστορία, πολύτομο, τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, ἀναγκάζεται νά ἀπολογηθεῖ στήν ἐπανέκδοση τοῦ πρώτου καί δευτέρου τόμου καί νά πεῖ τό ἑξῆς, ὅτι «μέ κατηγορεῖτε διότι δέν στοχάζομαι ἐπί τῶν γεγονότων, ἀλλά νομίζω ὅτι ἐπιστήμη εἶναι πρῶτον ἡ ἔρευνα καί ἡ παρουσίαση τῶν πηγῶν ἀναλυτικά, κριτικά, καί ἐν συνέχειᾳ ὁ στοχασμός. Ἀφῆστε με λοιπόν ἐγώ νά ἀσχοληθῶ μέ τίς πηγές», ἔλεγε ὁ Βακαλόπουλος, «καί ἐν συνέχεια σεῖς, κάμνετε τούς στοχασμούς σας».

Ἐπαναλαμβάνω λοιπόν, ἰδεολογική χρήση τῆς ἱστορίας, ἱστορικός ἀναχρονισμός, παραταξιακή νοοτροπία, καί ἐν συνέχειᾳ ἀνέρειστος, ἀθεμελίωτος στοχασμός, καταργοῦν τόν ἱστορικό καί τήν ἔρευνά του. 



Οἱ πηγές

Μιλώντας γιά τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, ποιές εἶναι οἱ πηγές ἀπό τίς ὁποῖες ἀντλοῦμε πληροφορίες; Ὁ σύγχρονος ἱστορικός, ὁ πατέρας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, εἶναι ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, ὁ ὁποῖος συνεδέετο μέ φιλικούς δεσμούς μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο καί γι’ αὐτό τό λόγο καί οἱ δικές του πληροφορίες πρέπει νά κρίνονται καί νά διασταυρώνονται μέ ἄλλες πηγές. Ἄν δέν μποροῦν νά διασταυρωθοῦν παραμένουν ὡς μαρτυρίες ἀλλά πού δέ μπορεῖ νά τίς ἐπικαλεῖται κανείς καί νά ὑποστηρίξει αὐτό τό ὁποῖον θέλει.

Ἕνας ἄλλος σύγχρονος ἱστορικός, φίλος του γιοῦ τοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ Κρίσπου, ἦταν ὁ Λακτάντιος. «Περί τοῦ θανάτου τῶν διωκτῶν», τοῦ Χριστιανισμοῦ προφανῶς, ἔχει γράψει. Εἶναι ὅμως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος ὁ ὁποῖος εἰς τά ἔπη του ἀσχολεῖται μέ τίς δύο Ρῶμες, τήν Παλαιά καί τή Νέα Ρώμη. Θεωρεῖ τήν δευτέρα, Νέα Ρώμη, ὡς σύνδεσμο Ἀνατολῆς καί Δύσεως, θά ἐπανέλθω σ’ αὐτό. Αὐτές εἶναι οἱ ἀσφαλέστερες, σύγχρονες πηγές. 



Ζώσιμος

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, πηγή πού περιέχει ὅποιο ἀρνητικό στοιχεῖο ἐπαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα γιά τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, εἶναι ὁ εἰδωλολάτρης, ὁ ἐθνικός καί φανατικός μάλιστα εἰδωλολάτρης ἱστορικός, ὁ Ζώσιμος. 425 περίπου μέ 518. Γράφει δηλαδή ἕνα, ἑνάμιση αἰώνα μετά τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. 

Ὁ Εὐσέβιος ὅπως εἴπαμε εἶναι ὁ πατέρας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί κοιμᾶται, ἀποθνήσκει, περί τό 339, 340. Τό 337 πεθαίνει ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἄρα εἶναι σύγχρονος. Ὁ Ζώσιμος ἦταν φανατικός ὀπαδός τῆς ἀρχαίας θρησκείας καί ἔγραψε τό ἔργο «Ἱστορία Νέα» πού ἀρχίζει ἀπό τόν Αὔγουστο καί τελειώνει τό 410, σέ ἕξι βιβλία. Οἱ πηγές του εἶναι παγανιστικές. Οἱ πληροφορίες τίς ὁποῖες δίδει δέν διασταυρώνονται. Ἀλλά ἐκεῖνοι πού θέλουν νά ἐκμεταλλευτοῦν τήν περίπτωση ἐναντίον τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀντλοῦν συνεχῶς ἀπό ἀναπόδεικτα στοιχεῖα τά ὁποῖα παραδίδει ὁ Ζώσιμος. Βλέπετε πώς προσπαθῶ νά μείνω ἀντικειμενικός, δέν εἶναι ἄν ἐμᾶς μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ Κωνσταντῖνος νά φανεῖ καλός ἤ κακός. Τό πρόβλημα στήν ἔρευνα εἶναι τί λέγουν οἱ πηγές. Ἑπομένως, καί ὁ Εὐσέβιος σέ πολλά σημεῖα πρέπει νά δεχθεῖ αὐτή τή διασταύρωση γιά τό ἔγκυρο τῶν πληροφοριῶν του, ἀλλά πολύ περισσότερο ὁ Ζώσιμος πού εἶναι καί μεταγενέστερος. Εἶναι ἀπορριπτικός ἔναντι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί εἶναι συγχρόνως λιβελογράφος. Ἡ ἐπιστήμη σήμερα δέχεται, κριτικά, ὅτι ὁ Ζώσιμος πραγματικά δέν ὑπῆρξε ἱστορικός ἐπιστήμων. Γράφει συναισθηματικά πολλές φορές, εἶναι ἠθικολόγος περισσότερο παρά ἐπιστήμων. Ὑπάρχει ἕνα καταπληκτικό ἄρθρο, τοῦ Ντίντλεϋ, σέ ἕνα περίφημο γερμανικό περιοδικό τοῦ 1972. Ὅπως ἐπίσης ἕνα σπουδαῖο ἄρθρο, πού ἔχει τόν Ντίντλεϋ ὑπόψιν, εἰς τό παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τοῦ κυρίου Τσακανίκα. Ὁ φανατισμός τοῦ Ζωσίμου καί ἡ λιβελογραφική ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ Κωνσταντίνου, φαίνεται στό ὅτι τοῦ ἀποδίδει τήν παρακμή τῆς ἀρχαίας θρησκείας καί τῆς αὐτοκρατορίας σέ στιγμή ὅπου στήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἡ αὐτοκρατορία, τῆς Ρώμης, ἀποκτᾶ τή μεγαλύτερη ἔκταση καί τή μεγαλύτερη ἑνότητα καί αἴγλη. Ἐντελῶς διαφορετικά δηλαδή εἶναι τά πράγματα ἀπ’ ὅ,τι τά παρουσιάζει ὁ Ζώσιμος.

Σημασία ἔχει ὅτι ἄκριτα ἀναπαράγονται ἀπό τούς μεταγενεστέρους, καί μάλιστα ἀπό τούς συγχρόνους μας νεοπαγανιστές ἤ νεοειδωλολάτρες, οἱ ἀπόψεις τοῦ Ζωσίμου. Σκόπιμα γιά νά στιγματιστεῖ καί ἀπορριφθεῖ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί τό ἔργο του. Νά σπιλωθεῖ καί νά ὑποτιμηθεῖ τό πρόσωπό του. Ἡ κορύφωση εἶναι ἡ ὕπουλη πραγματικά καί ἀδίωκτη, ἀκαταδίωκτη δικαστικά, μετά, τί νά κάνεις, πού νά προσφύγεις σέ ποιά δικαιοσύνη σ’ αὐτό τό χῶρο, εἶναι τά ὅσα δημοσιεύονται, ἀνώνυμα τίς περισσότερες φορές. Πόσες φορές μοῦ στέλνουν κείμενα, ἀπό τό ἴντερνετ, ἄλλοι μέ ἐπαινοῦν ἀλλά οἱ περισσότεροι, κυρίως οἱ νεοειδωλολάτρες, μέ κατηγοροῦν καί μοῦ ἀποδίδουν ἀπόψεις πού ποτέ δέν τίς σκέφτηκα. Ἄλλοι τό κάνουν ἴσως γιά νά ἀποκτήσουν κύρος, νά μήν τούς ἀδικήσω. Έ, γεράσαμε τώρα στήν ἔρευνα, σοῦ λέει τό λέει καί ὁ Μεταλληνός. Κι αὐτό εἶναι τιμή μου. Ἀλλά δέ μέ τιμᾶ τό ὅτι μοῦ ἀποδίδουν ἀπόψεις πού δέν τίς γνωρίζω ἐγώ ὁ ἴδιος. Δέ θέλω τώρα νά φέρω… ἔτσι δουλεύει καί ὁ… θά πῶ τό ὄνομα διότι εἶναι δημόσια πράγματα, ὁ κύριος Γεωργαλᾶς, ὁ παλαιός συνεργάτης τοῦ Παπαδοπούλου, εἶναι ἀνέντιμο διότι ἀποδίδει σέ κάποιο βιβλίο ἀνθελληνικές θέσεις τίς ὁποῖες ποτέ δέ σκέφτηκα. … (ἀπάντηση σέ ἀκροατή: Ὁ Γεωργαλᾶς… ζεῖ… καί νά ’ναι καλά ὁ ἄνθρωπος καί νά ζήσει καί νά μετανοήσει πρίν φύγει ἀπό τόν κόσμο γιά τά ψέματα τά ὁποῖα λέει.) Μένει ὅμως τό κείμενο καί τό παίρνουν φοιτητές. Αὐτό γίνεται γενικά καί μέ τόν Ζώσιμο. Ὁ Βολταῖρος ἐπί παραδείγματι, τοποθετεῖται ἀρνητικά ἀπέναντι στόν Κωνσταντῖνο. Ὁ Γίββων τοποθετεῖται ἀρνητικά καί θά τό δοῦμε αὐτό στή συνέχεια. Ἀμέσως τώρα, ποιοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διαχρονικά καί συγχρονικά στήν ἐποχή μας, κατηγοροῦν καί ἀπορρίπτουν τόν Μέγα Κωνσταντῖνο.

Ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρηγόπουλος, τόν 19ο αἰώνα, ὁ πρῶτος μεγάλος ἱστορικός μας, πολλά πράγματα πρέπει νά ἀνανεωθοῦν σήμερα, ἀλλά βασικά τό ἔργο του παραμένει πολύτιμη πηγή διότι, τό λέγω γι’ αὐτούς πού ἴσως δέν τό γνωρίζουν, ὁ Παπαρηγόπουλος ἔχει ἕνα προσόν: δέ στοχάζεται κυρίως ἀλλά ἀκολουθεῖ τίς ἱστορικές πηγές. Τό ἔργο του εἶναι ἀνάπτυξη τῶν ἱστορικῶν πηγῶν. Ἄρα καί νά μή βρεῖ κανείς ὅλες τίς πηγές, μπορεῖ πιστότατα νά τίς μελετήσει ὅπως ἀποδίδονται ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Παπαρηγόπουλο. Λέγει λοιπόν. Πρώτη ὁμάδα, πού ἐμίσησε τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, ὡς πρόμαχο τοῦ νέου θρησκεύματος, εἶναι οἱ τοῦ ἀρχαίου θρησκεύματος ὀπαδοί. Οἱ εἰδωλολάτρες τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ζώσιμος. Ὁ Ζώσιμος τοῦ ἀποδίδει ὅλες τίς συμφορές, κατά τόν Ζώσιμο, συμφορές τοῦ κράτους. Καί σήμερα λοιπόν ἀποδίδονται στόν Κωνσταντῖνο, ἀναπόδεικτα, ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἐπικαλεῖται ὁ Ζώσιμος καί οἱ νεοειδωλολάτρες. Κατά πόσον ἔχουν δίκιο, θά τό δοῦμε στή συνέχεια. Δεύτερο, ἐπιτίθενται στόν Μέγα Κωνσταντῖνο, ἀπό τόν 18ο κυρίως αἰώνα, οἱ ὀπαδοί τοῦ Διαφωτισμοῦ. Μία γνώμη τοῦ Ζωσίμου, πού διέφυγε, τήν ὑπογραμμίζω: «ἐγκατέλειπε τό πάτριον δόγμα καί ἠσπάσθη τήν ἀσέβεια». Βλέπετε πόσο σχετικά εἶναι τά πράγματα. Ἀσέβεια εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Καί ἡ πάτρια θρησκεία τιμᾶται! Βέβαια ἕνας ἐρευνητής τῆς ἱστορίας ὅπως ὁ ὁμιλῶν, δέν ἀσχολεῖται μέ συναισθηματικά πράγματα. Ἀλλά καταλαβαίνετε, πῶς ἀνατρέπεται ἡ προοπτική καί πῶς περιμένεις νά ἐπαινέσει κάποιος τόν Κωνσταντῖνο ὅταν ἔχει αὐτή τή βασική προοπτική στήν προσέγγισή του. Παρόλα αὐτά, σπεύδω νά πῶ ὅτι πολλές φορές ὁ Ζώσιμος ἤ ἀποσιωπᾶ σημαντικά ἔργα τοῦ Κωνσταντίνου ἤ τόν ἐπαινεῖ γιά τίς ἀρετές τίς ὁποῖες διέθετε. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μιλώντας γιά τόν Μέγα Βασίλειο χρησιμοποιεῖ τήν ἑξῆς παροιμία πού ἴσως εἶναι δική του: «θαυμάζει ἀνδρός ἀρετήν καί πολέμιος». Τή λεβεντιά ἑνός ἀνθρώπου τή θαυμάζει καί ὁ ἀντίπαλός του. Ὅταν σέ ἐπαινεῖ ὁ ἀντίπαλός σου σημαίνει ὅτι κάτι ἀξίζεις. Καί δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀναγκάζεται ὁ Ζώσιμος νά ἐπαινέσει τόν Κωνσταντῖνο.



Διαφωτιστές

Οἱ Διαφωτιστές λοιπόν, ὁ Γίββων, ὁ Βολταῖρος. Ὁ Βολταῖρος συνεχῶς ἀπορρίπτει τό Βυζάντιο ὁ δέ Γίββων ἀκόμη καί στόν τίτλο τοῦ βιβλίου του, ναί μέν δέν ἀρνεῖται ὅτι τό ὄνομα τῆς αὐτοκρατορίας δέν εἶναι Βυζάντιο ἀλλά εἶναι Νέα Ρώμη, εἶναι συνέχεια ἀπό πλευρᾶς πολιτικῆς καί ἐδαφικῆς ἀλλά ὄχι καί πολιτιστικῆς καί πνευματικῆς, τῆς παλαιᾶς Ρώμης, μιλεῖ γιά τήν Decline and Fall of the Roman Empire. Δηλαδή εἶναι τό κατρακύλισμα καί ἡ πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Κι αὐτό ὀφείλεται κατ’ αὐτόν, κατά τόν Γίββωνα, στόν Χριστιανισμό. Τό ἔργο του εἶναι σπουδαῖο, ἀλλά ὅταν ἔχει συγκεκριμένη προοπτική, καταλαβαίνετε τό βασικό μειονέκτημά του. Στή διαστροφή τῶν πνευμάτων κατά τόν Παπαρηγόπουλο, οὐκ ὀλίγον συνετέλεσε καί ἡ παπική ἀρχή. Μπορεῖ νά εἶναι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀναγεγραμμένος εἰς τό ἁγιολόγιο τοῦ παπισμοῦ, ἀλλά δέν παύει νά μισεῖται ἤ νά τόν ἀποστρέφονται οἱ ρωμαιοκαθολικοί ἐπειδή μετέφερε τήν πρωτεύουσα στή Νέα Ρώμη καί ὁδήγησε στήν ἀφάνεια τήν Παλαιά Ρώμη. Ἄν γινότανε κάτι τώρα σέ μᾶς, λέγω τώρα μία σκέψη, ἡ πρωτεύουσα νά μεταφερθεῖ στή Θεσσαλονίκη, τί θά κάναμε κύριε δήμαρχε ἐμεῖς, οἱ χαμουτζῆδες, ὅπως μᾶς λένε οἱ βόρειοι, σ’ αὐτή τή μεταβολή; Σημασία τώρα οὐσιαστικότερη ἔχει τό ἑξῆς: τό ὄνομα Κωνσταντῖνος μολονότι ἐννοιολογικά προέρχεται ἀπό τήν ἑλληνική γλώσσα. Κώνστας εἶναι ἡ constantia εἶναι ἡ σταθερότης, ἡ δύναμη τοῦ χαρακτῆρος, καί τά δύο ἀπό τό ρῆμα ἵσταμαι καί ἵστημι, ἑπομένως ἡ προέλευση ἐννοιολογικά εἶναι ἀρχαιοελληνική, ἑλληνική, ἀλλά τό ὄνομα Κωνσταντῖνος ἐπεκράτησε στή Δύση. Ἀπό τό σχίσμα καί μετά, οὐδείς πάπας καί οὐδείς ἡγεμόνας τῆς Δύσεως, ἔλαβε τό ὄνομα Κωνσταντῖνος. Ἔγινε τό μισητότερο ὄνομα εἰς τήν Δύση ἐν ἀντιθέσει μέ τήν Ἀνατολή πού φθάσαμε πρίν ἀπό κάποια χρόνια ἀπό τόν ἀνώτατο ἄρχοντα καί ὄχι μόνο τόν πρώην, τόν τέως βασιλέα, ἀλλά καί πρόεδρο δημοκρατίας μέχρι τούς ἀρχηγούς τῶν κομμάτων, νά ἔχουν ὅλοι τό ὄνομα Κωνσταντῖνος. Καί ἡ μακαρίτισσα ἡ Μαλβίνα ἡ Κάραλη, εἶπε κάποτε μέ κάποια ἀγανάκτηση, καλά βρέ παιδιά, δέν ὑπάρχει κανένας Βρασίδας, Ἐπαμεινώνδας, μόνο Κωνσταντῖνοι ὑπάρχουν. Ἔγινε τό ἀγαπητότερο ὄνομα, κι ἐπειδή ἔχω καί τόν γαμπρό μου Κωνσταντῖνο, συγνώμη γι’ αὐτό πού λέγω, τό ἔζησα καί προχτές, οἱ Κωνσταντῖνοι ἔγιναν, δόξα τῷ Θεῷ, περισσότεροι ἀπό τούς Γιώργηδες καί τούς Γιάννηδες. Αὐτό σημαίνει πόσο ἀγαπήθηκε, λαογραφικά μιλῶ αὐτή τή στιγμή, πόσο ἀγαπήθηκε αὐτό τό ὄνομα.

Καί τέταρτη ὁμάδα πού στρέφεται ἐναντίον του εἶναι οἱ δυτικόφρονες οἱ ὁποῖοι, ἀκρίτως, ἀκολουθοῦν πάντοτε κάποιαν Εὐρώπη, κάποια Δύση, χωρίς νά ἐνδιαφέρονται ἄν αὐτά πού λέγονται εἶναι ὀρθά ἤ ὄχι. 



Βιογραφικά στοιχεῖα

Δύο τρία βιογραφικά στοιχεῖα πρίν προχωρήσω σέ κάποιες ἀπολογητικές θέσεις. Τό ὄνομα του ἦταν Imperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus Augustus – τό πλῆρες ὄνομα ὅταν ἀπό τό 324 ἔγινε μονοκράτωρ. Γεννήθηκε στίς 22 Φεβρουαρίου περί τό 280. Κατ’ ἄλλους λίγο ἐνωρίτερα, κατ’ ἄλλους λίγο ἀργότερα. Στή Ναϊσό, εἰς τήν Νίσσα τῆς Σερβίας. Τά νεανικά του χρόνια τά πέρασε ὡς ὅμηρος εἰς τήν αὐλή τοῦ αὐτοκράτωρος Διοκλητιανοῦ ἤ στήν αὐλή τοῦ συναυτοκράτωρος Γαλερίου. Ὅμηρος ὥστε νά ἐμποδιστεῖ ὁ πατέρας του πού ἦταν Καίσαρ, ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρός, νά ἐπαναστατήσει ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορος. Ἴσως γνώρισε τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί τά θαύματά του στήν Ἀνατολή, γιατί ἡ ἀγάπη του πρός τούς μάρτυρες πρέπει νά ἔχει κάποιο οὐσιαστικό ἔρεισμα. Ὑπῆρξε γενναῖος πολεμιστής μέ πολλά προσόντα, μέ ἡρωικό φρόνημα. Στήν ἀρχή ἐνυμφεύφθη τή σεμνή Νινευίνα καί ἀπέκτησε τόν Κρῖσπο, τό πρῶτο παιδί του. Γιά πολιτικούς λόγους, ὅπως καί ὁ πατέρας του, ἀναγκάστηκε νά χωρίσει τή Νινευίνα καί νά νυμφευθεῖ τήν κόρη τοῦ συναυτοκράτωρος Μαξιμιανοῦ, τήν Φαύστα. Ἡ Φαύστα προφέρεται λατινιστί Φάουστα καί πραγματικά ἦταν ἡ Φάουστα τῆς οἰκογενείας. Ὁ Βοσταντζόγλου ἔχει γράψει ὁ μακαρίτης σχετικά μέ τήν Φαύστα. Ἀπέκτησε ἀπό τήν Φαύστα τρεῖς γιούς. Τόν Κωνσταντῖνο, τόν Κωνστάντιο καί τόν Κώνσταντα πού βασίλευσαν καί οἱ τρεῖς. Βλέπετε, ὅλα τά ὀνόματα στρέφονται γύρω ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ὁ Διοκλητιανός ἐφήρμοσε ἕνα νέο σύστημα διοικήσεως, τήν Renovatio Imperius, τήν ἀνανέωση τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τό 285, τήν τετραρχία. 

Ὁ Διοκλητιανός ἦταν ὁ πρῶτος Αὔγουστος καί Καίσαρ, δεύτερος Αὔγουστος θά λέγαμε, ὁ Γαλέριος. Βοηθός του στήν Ἀνατολή. Ὁ Μαξιμιανός ἐπίσης συναύγουστος, εἶχε καίσαρα τόν Κωνστάντιο Χλωρό, τόν πατέρα τοῦ Κωνσταντίνου στή Νίσσα. Τό 305, τήν 1η Μαΐου, παραιτήθηκε ὁ Διοκλητιανός καί ὁ Μαξιμιανός καί ὁ Χλωρός ἀνακυρήχθηκε Αὔγουστος στήν Δύση καί ὁ Γαλέριος στήν Ἀνατολή. Ὁ Κωνσταντῖνος τότε ἐκλήθη στή Δύση, κοντά στόν πατέρα του. Τό 306 ἐπέρχεται ὁ θάνατος τοῦ Κωνσταντίου Χλωροῦ καί στίς 25 Ἰουλίου τοῦ 306, ὁ στρατός ἀνεκύρηξε τόν Κωνσταντῖνο αὐτοκράτορα. 

Πρέπει νά λάβουμε ὑπ’ ὄψη κάτι ἐδῶ. Δέν ὑπῆρχε κληρονομικότητα τῆς βασιλείας, ὅπως ὅλη τήν περίοδο τοῦ Βυζαντίου, τῆς Νέας Ρώμης δηλαδή, τῆς Ρωμανίας, ὅπως δέν ὑπῆρχε καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Κληρονομικοί θεσμοί δέν ὑπῆρχαν, θεσμοθετημένη κληρονομική διαδοχή. Ἁπλούστατα, ὁ στρατός ἡ σύγκλητος καί ὁ λαός μποροῦσαν νά δεχθοῦν τό γιό κάποιου νά τούς διαδεχθεῖ, ἀλλά ὄχι κληρονομικῷ δικαιώματι. Αὐτή εἶναι ἡ δημοκρατία τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ὄχι τό ὄνομα βασιλεύς. Ἔχω πεῖ καί ἄλλες φορές σ’ αὐτή τήν αἴθουσα, ἄς λέγεται ὅπως θέλει νά λέγεται, ἀρκεῖ νά ἐκλέγεται. Αὐτή εἶναι ἡ δημοκρατία. 

Ὁ Κωνσταντῖνος λοιπόν ἀνακηρύχθηκε ἀπό τόν στρατό καί τήν σύγκλητο αὐτοκράτωρ. Ἀλλά καί ὁ Μαξέντιος, ὁ γιός τοῦ Μαξιμιανοῦ, τό ἴδιο ἔτος στίς 28 Ὀκτωβρίου, ἀνακηρύχθηκε καί αὐτός αὐτοκράτορας. Τό 311 ἀποθνήσκει ὁ Γαλέριος καί τόν διαδέχεται ὁ Λικίνιος πού ἔλαβε ὡς σύζυγο τήν Κωνσταντία – Κωνσταντία καί αὐτή – θετή ἀδερφή τοῦ Κωνσταντίνου. 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 312 ὁ Κωνσταντῖνος ἐνίκησε τόν Μαξέντιο – θά τό δοῦμε γιατί – στή Μιλβία, κατ’ ἄλλους Μουλβία, γέφυρα. Ἡ σύγκλητος ἀνακήρυξε τότε πρῶτον Αὔγουστο τόν Κωνσταντῖνο. Τό 313 ὁ Λικίνιος ἐνίκησε τόν Μαξιμῖνο. Καί μένουν τώρα δύο Αὔγουστοι. Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ πρῶτος Αὔγουστος καί ὁ Λικίνιος δεύτερος Αὔγουστος. Ἔτσι τό 313 ἐκδίδεται τό περιβόητο διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, πού θά δοῦμε πιά εἶναι ἡ σημασία του. Τό 321 ὁ Λικίνιος ἐπαναφέρει τούς διωγμούς μέ νέο διάταγμα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ἐνῶ τό 313 εἶχε ἀποφασιστεῖ, μέ πρῶτον τόν Κωνσταντῖνο, νά πάψουν οἱ διωγμοί. Ἐπέρχεται ἡ σύγκρουση μεταξύ τῶν δύο καί ἡ ἥττα τοῦ Λικινίου. 

Τό 324 ὁ Κωνσταντῖνος γίνεται μονοκράτορας, ἡ αὐτοκρατορία ἀποκτᾶ ἑνότητα σέ μία ἀχανῆ ἔκταση. Ἀπό τήν Θούλην, πού μπορεῖ νά ἦταν ἡ σημερινή Ἰσλανδία, ἤ τουλάχιστον ἡ Ἰρλανδία, μέχρι τήν Περσία καί τήν Ἰνδία. Ἑπομένως γίνεται ἕνα ἑνιαῖο κράτος, μέ μία κεντρική ἐξουσία, ἕναν κεντρικό αὐτοκράτορα. 

Τό 325 συγκαλεῖ τήν Ἅ’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τό 330 ἐγκαινιάζει τή νέα πρωτεύουσα, τή Νέα Ρώμη. Στίς 22 Μαΐου τοῦ 337 πεθαίνει στό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας – Μικρασία – πού ἦταν ἡ πόλις καταγωγῆς τῆς Ἁγίας Ἑλένης καί γι’ αὐτό ὀνόμασε τήν πόλην αὐτήν Ἑλενούπολη. Βαπτίστηκε ἀπό τόν φίλο του, Εὐσέβιο Νικομηδείας, μέ λευκή ἐσθήτα, ὡς κατηχούμενος καί μετά ἀπό λίγο ἀρρώστησε καί πέθανε σέ ἡλικία περίπου ἑξήντα ἐτῶν. Ἡ σωρός του μεταφέρθηκε καί ἐτάφη στή νέα πρωτεύουσα, τή Νέα Ρώμη.



Κατηγορίες ἀπό τόν Ζώσιμο

Αὐτά εἶναι τά τυπικά ἱστορικά. Ὁ Κωνσταντῖνος κατηγορήθηκε ἀπό τόν Ζώσιμο γιά τή δολοφονία καί ἐξόντωση τῶν ἀντιπάλων του. 

Τί μαρτυροῦν οἱ πηγές; Κάποια πράγματα τά ὁποῖα λέγονται ἀπό τούς ἀντιπάλους του, καί μάλιστα τό Ζώσιμο πού εἶναι ἡ πηγή τῶν συκοφαντιῶν κατά τοῦ Κωνσταντίνου, μένουν στό χῶρο τοῦ θρύλου. Ὅταν εἶναι κάτι ἀναπόδεικτο τό ἀναφέρει μέν ὁ ἱστορικός ὅπως κάνω καί ’γω τώρα, χωρίς ὅμως νά μπορεῖ νά στηρίξει ὁποιαδήποτε συμπεράσματα σέ ἀμέριστες ὑποθέσεις ἤ σκέψεις.



Ἡ περίπτωση τοῦ Μαξιμιανοῦ

Ἡ περίπτωση τοῦ Μαξιμιανοῦ, γιά νά μείνω σέ μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ὁ Μαξιμιανός ἤθελε νά γίνει αὔγουστος, αὐτοκράτορας καί διώχθηκε ἀπό τόν γιό του Μαξέντιο. Ἔτσι κατέφυγε στήν κόρη του, ἦταν πεθερός τοῦ Κωνσταντίνου, στήν κόρη τοῦ Φαύστα καί ζήτησε προστασία ἀπό τόν Κωνσταντῖνο. Τό 310 ὅμως ὀργάνωσε συνωμοσία καί κίνημα γιά ἀνατροπή τοῦ Κωνσταντίνου. Αὐτή ἦταν ἡ κατάσταση τῆς ἐποχῆς. 

Ξέρετε, κανείς, ὅσο μεγάλος κι ἄν εἶναι, δέ μπορεῖ νά πάψει νά εἶναι τέκνο τῆς ἐποχῆς του. Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι ὅταν ἐφαρμόζεται ὁ λεγόμενος ἱστορικός ἀναχρονισμός, εἶναι ἀποτυχία τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας. Ἐμεῖς θά ἑρμηνεύσουμε τά πράγματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, μεθιστάμενοι σ’ αὐτή τήν ἐποχή κι ὄχι μεταφέροντας τήν ἐποχή στίς δικές μας συνθῆκες σήμερα. Ὁ Μαξιμιανός διέδωσε ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος φονεύθηκε στόν πόλεμο κατά τῶν Φραγκογερμανῶν στά βόρεια σύνορα, καί πῆρε ἕνα μέρος τοῦ στρατοῦ μέ τό μέρος του καί αὐτοανακηρύχθηκε αὐτοκράτορας. Ὁ Κωνσταντῖνος ἐπέστρεψε καί ὁ Μαξιμιανός κλείστηκε στό φρούριο τῆς Μασσαλίας. Ὁ Κωνσταντῖνος τόν αἰχμαλωτίζει, τόν συγχωρεῖ ὅμως, μέ τή μεσολάβηση καί τῆς γυναίκας του τῆς Φαύστας. 

Νέα συνωμοσία τοῦ Μαξιμιανοῦ καί τῆς Φαύστας τώρα, γιά νά δολοφονηθεῖ ὁ Κωνσταντῖνος. Ἀποτυγχάνει ἡ προσπάθεια. Ἡ Φαύστα τότε, ἡ Φάουστα ὅπως εἶπα τῆς οἰκογένειας, ἐνοχοποιεῖ τόν πατέρα της. Ὁ Μαξιμιανός ἀναγκάστηκε νά αὐτοαπαγχονιστεῖ, κρεμάστηκε δηλαδή, γιατί κατάλαβε ὅτι τά πράγματα ἔγιναν σκληρότερα γι’ αὐτόν. Κατηγοροῦν γι’ αὐτό τόν Κωνσταντῖνο. Κοιτάξτε, ὅταν κάποιος εἶναι ἀνώτατος ἄρχων, καί δέν εἶναι ἁπλῶς πολιτικά καί διοικητικά ἀνώτατος ἄρχων, ἀλλά συγκεντρώνει ὅλες τίς ἐξουσίες ὀνομάζετο Rectus Totius Omnis, δηλαδή ὁ κυβερνήτης, ὁ διοικητής ὁλοκλήρου του κόσμου. Ὁ Κωνσταντῖνος λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ Ἀνώτατος Δικαστής. Ἦταν Pontifex maximus, ὁ ἀνώτατος ἀρχιερεύς. Αὐτά δέν τά μετέφερε ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του, τά βρῆκε στή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Ἑπομένως, πάσα πράξις ἔπρεπε νά δικαστεῖ ἀπό τόν ἀνώτατο δικαστή. Ὁ ὁποῖος βέβαια περιεστοιχίζετο ἀπό τόν στρατό ἀλλά στά πολιτικά πράγματα ἀπό τήν σύγκλητο. Δέν εἶναι λοιπόν δυνατόν νά ἀποδίδουμε μονομερῶς τήν εὐθύνη, ὅπως ὅταν κανείς εἶναι πρόεδρος τῆς δημοκρατίας καί ὑπογράψει θανατική ποινή ἡ ὁποία ὁρίζεται ἀπό τό δικαστήριο, εἶναι ὑποχρεωμένος νά τό πράξει. Ἄν ἀρνηθεῖ ὁ ἀνώτατος ἄρχων, βασιλιάς παλαιότερα, πρόεδρος τῆς δημοκρατίας, νά δεχθεῖ αὐτό πού προτείνει ἡ δικαστική ἐξουσία καταλαβαίνετε ποιές ἐπιπτώσεις θά γίνουν. 



Ἡ περίπτωση τοῦ Βασσιανοῦ

Δεύτερο, ἡ περίπτωση τοῦ Βασσιανοῦ. Θ’ ἀποφύγω τίς λεπτομέρειες, διότι, εἰς τήν στάση τοῦ Βασσιανοῦ, κι ἐδῶ ὁ Κωνσταντῖνος ἔδειξε μεγαθυμία κι ὅταν ἀποκαλύφθηκε ἡ συνωμοσία – πάλι συνωμοσία – ἐναντίον τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος, ὁ Βασσιανός ἐξετελέσθη μέ τήν ἐφαρμογή τῶν νόμων τοῦ κράτους. Εἶναι δυνατόν λοιπόν, ἐν ψυχρῷ, νά ἀποδοθεῖ ἡ κατηγορία στόν Κωνσταντῖνο καί νά θεωρηθεῖ δολοφόνος; Κάθε ἀνώτατος ἄρχων τότε θά ἔπρεπε νά ὀνομάζεται δολοφόνος, ἐκτός καί ἄν ὁ ἀνώτατος ἄρχων χρησιμοποιεῖ τούς νόμους. Ἀλλά ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία γι’ αὐτό κατόρθωσε τόσα χρόνια νά ἐπιβιώσει· δέν ἐνεργοῦσε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο. 



«Τούτῳ Νίκα» Περίπτωση τοῦ Μαξεντίου

Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Μαξεντίου, τοῦ κουνιάδου τοῦ Κωνσταντίνου. Ὁ Μαξέντιος ἐπεθύμησε νά γίνει ὁ μόνος αὐτοκράτορας καί ἐστράφη κατά τοῦ Κωνσταντίνου ἐπικαλούμενος τόν θάνατο – τήν δολοφονία κατ’ αὐτόν – τοῦ πατέρα του, τοῦ Μαξιμιανοῦ. Διατάζει τήν καταστροφή τῶν ἀγαλμάτων τοῦ Κωνσταντίνου. Ὁ Κωνσταντῖνος μέσω τῶν Ἄλπεων ἔρχεται στήν Ἰταλία καί συναντῶνται οἱ δύο στρατοί στήν ἴδια γέφυρα τοῦ Τίβερη, δύο χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τή Ρώμη. Ἐδῶ ἐμφανίζεται ἡ γνωστή θεοσημία, ὅπως τό περιγράφει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, κατά τό ἀπομεσήμερο. Βλέπει δηλαδή στόν οὐρανό τόν Σταυρό καί τά γράμματα πού ἔλεγαν «Τούτῳ Νίκα», ὄχι δηλαδή «Ἐν Τούτῳ Νίκα». Μέ αὐτό τό σύμβολο θά μπορεῖς νά νικᾶς, ἄς νικᾶς. Ὁ Λακτάντιος παραθέτει τό κείμενο εἰς τά Λατινικά. Καί λέει πάλι ὅτι ἦταν Σταυρός, ὅτι τό εἶδε σέ ἐνύπνιον ὁ Κωνσταντῖνος, βλέπετε ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχές, καί εἶπε ὅτι τά γράμματα ἦσαν In Hoc Vincas, Ἐν τούτῳ, ἐδῶ, δηλαδή, ὑπάρχει τό In. Ἐν αὐτῷ, δηλαδή, νά νικᾶς. Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος καί ὁ στρατός, ὑπάρχουν σχετικές πηγές, ἐβεβαίωσαν πώς τό εἶδαν καί αὐτοί τό σύμβολο, ἄρα τό εἶδε ὁλόκληρος ὁ στρατός καί ὄχι μόνον ὁ Κωνσταντῖνος. Γεγονός εἶναι ἕνα. Εἴτε ὡς ἐνύπνιον τό εἶδε, εἴτε μέρα μεσημέρι στόν οὐρανό, σημασία ἔχει ὅτι ἀπό τότε ὁ Κωνσταντῖνος κατασκευάζει τό λάβαρο τοῦ Σταυροῦ μέ τό μονόγραμμα, τό Χριστόγραμμα ΧΡ, Χριστός. Σέ ἕνα στεφάνι. Καί εἰς τίς ἀσπίδες τῶν στρατιωτῶν ἐμφανίζεται τό μονόγραμμα. 

Ὁ Ζώσιμος ἀποσιωπᾶ τό γεγονός, ἐνῶ θά μποροῦσε νά τό διαψεύσει, ἀλλά δέ μπορεῖ. Ἀποσιωπᾶ τό γεγονός ὅπως καί ἄλλοι παγανιστές συγγραφεῖς. Τό ἐπιβεβαιώνουν ὅμως μεταγενέστεροι ἱστορικοί, ὁ Φιλοστόργιος, ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ὁ ἡσυχαστής τοῦ 14ου αἰῶνος. Ὁ δέ Σωζομενός, ἱστορικός τοῦ 5ου αἰῶνος, ἕναν αἰώνα μετά τόν Κωνσταντῖνο μαζί μέ τόν Σωκράτη τόν σχολαστικό, λέγει ὅτι οἱ λέξεις «Τούτῳ Νίκα» ἦσαν ἄγγελοι. Ὅπως τό ἀστέρι τῆς Βηθλεέμ, κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἦταν ὑπερφυές θαῦμα, δηλαδή ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τό ἴδιο καί ὁ Σωζομενός, τό ἑρμηνεύει μέ τό δικό του τρόπο. Στίς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 312 γίνεται ἡ μάχη. Ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε 25.000 στρατό, ὁ Μαξέντιος 100.000 καί κυριολεκτικά συνετρίβη ὁ στρατός τοῦ Μαξεντίου. Σπάζει μία γέφυρα τοῦ Τιβέριου ποταμοῦ καί πολλοί στρατιῶτες πέφτουν στό ποτάμι καί πνίγονται καί μαζί τους καί ὁ Μαξέντιος. Πάλι κατηγοροῦν τόν Κωνσταντῖνο. Ἐμένα μέ ἐνδιαφέρει στήν ἔρευνά μου ὁ ὅρος πού χρησιμοποιεῖται: «δολοφόνος ὁ Κωνσταντῖνος». Ξέρετε τί σημαίνει δολοφόνος. Νά πεῖτε ὅτι μέ τόν τρόπο πού ἐπετέθη κατόρθωσε κλπ νά πέσει ὁ Μαξέντιος στό ποτάμι καί νά πνιγεῖ, ἐντάξει τό δέχομαι. Ἀλλά δολοφόνος ἀπό ποῦ ὡς ποῦ; Ὅταν εἶναι μία μάχη κατά τήν ὁποία ἀντιμετωπίζεται στάσις, ἐπανάσταση ἐναντίον τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος. Τρία χρόνια μετά ὁ Κωνσταντῖνος ἔχτισε τή Θριαμβική Ἁψίδα ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερα στή Ρώμη. Τώρα μία ἀντίφαση, στούς ἀντιπάλους του Κωνσταντίνου εἶναι ὅτι δέν κατεδίκασε κανένα στρατιώτη τοῦ ἀντιπάλου στρατεύματος. Δέν ἐφήρμοσε κανένα μέτρο ἐναντίον τους. Καταλαβαίνετε λοιπόν ποιές ἀντιφάσεις ὑπάρχουν εἰς τήν κρίση τοῦ Κωνσταντίνου.



Κρίσπος – Φαύστα

Χαρακτηριστικότερες ἀπό αὐτές – νά ὁλοκληρώσω αὐτές τίς ἀναφορές – εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ γιοῦ του τοῦ Κρίσπου καί ἡ περίπτωση τῆς Φαύστας, τῆς δεύτερης συζύγου του. Τό 316 γιόρταζε τά δέκα χρόνια τῆς ἀνόδου του εἰς τόν θρόνο, στά ἀνάκτορα. Καί ἐξαπλώνεται αὐτόματα ἡ εἴδηση ὅτι συνελήφθη ὁ Κρίσπος καί ἐφυλακίσθη εἰς τήν φυλακήν τῆς Πόλας εἰς τήν Ἴστρια – ἀπό ἐκεῖ κατήγετο ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας καί ἡ οἰκογένειά του, τήν Ἴστρια. Ὁ Κρίσπος ἦταν ἕνας σοβαρός καί ἀξιοπρεπής νέος μέ πολλά ἡγετικά χαρίσματα. Δεκαεπτάχρονος, εἶχε περιβληθεῖ ἀνώτατα στρατιωτικά ἀξιώματα καί ἦταν μάλιστα καί ἀρχηγός τοῦ στόλου τῆς αὐτοκρατορίας. 

Μή σᾶς φαίνεται περίεργο. Ὁ Γκουαρνέ τῆς Ἰωσηφίνας, ὁ θετός γιός τοῦ Ναπολέοντος, δεκαέξι χρονῶν πῆγε νά καταλάβει τά Ἑπτάνησα μέ τούς δημοκρατικούς Γάλλους. Ἐδῶ φαίνεται τό μίσος τῆς Φαύστας. Ὁ Κρίσπος ὑπερτεροῦσε ἔναντι τῶν τριῶν δικῶν της γιῶν. Ἐτίθετο θέμα διαδοχῆς. Ἐπίσης ἡ ἁγία Ἑλένη, ἀγαποῦσε τόν Κρίσπο γιά τά προσόντα, τῆς θύμιζε τόν γιό της στά νεανικά του χρόνια. Γίνεται μία σατανική ἐνέργεια. Ἕνα μήνα πρίν ἀπό τόν θάνατο τοῦ Κρίσπου ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε ἐκδώσει ἕνα νόμο ἐναντίον τῆς μοιχείας. Μοιχεία μέ ἔγγαμη γυναίκα, ὄχι ἁπλῶς πορνεία. Ἡ τιμωρία ἦταν ὁ θάνατος. Μέ ψευδομάρτυρες κατηγορήθηκε ἀπό τήν Φαύστα ὁ Κρίσπος, πρῶτον γιά συνωμοσία ἐναντίον τοῦ Κωνσταντίνου καί δεύτερον ὅτι τῆς ἐπετέθη, στή μητριά του δηλαδή, μέ ἀνήθικους σκοπούς. Ὁ Ζώσιμος, προσέξτε, ὁ εἰδωλολάτρης ἱστορικός, καί ὁ Ἰωάννης Ζωναρᾶς τόν δωδέκατο αἰώνα δέχονται ὡς ἀβάσιμες τίς πληροφορίες καί ὅλοι οἱ σοβαροί ἐρευνητές δέχονται ὅτι αὐτά μένουν στό χῶρο τοῦ θρύλου. Δέν μπορεῖ νά συναγάγει κανείς σοβαρά συμπεράσματα. Τό δίλημμα πού εἶχε ὁ Κωνσταντῖνος σέ αὐτή τήν περίπτωση ἦταν ἀνάλογο ἐκείνου ἑνός μεγάλου νομοθέτη τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τόν ἕβδομο αἰώνα ὁ Ζάλευκος – Ζάλευκος σημαίνει Πάλευκος, ὅμως λέμε ζάπλουτος (παρακαλῶ ὅσους δέν τό ξέρουν νά μή λένε ζάμπλουτος – ζά σημαίνει πάρα πολύ, ζάπλουτος καί ζάλευκος). Ὁ Ζάλευκος εἶναι σύγχρονος τοῦ Χαμουραμπί, ἤ Χαμουράμπι καί ἐκδίδει τήν πρώτη ἑλληνική νομοθεσία – εἶναι ἀρχαιότερος τοῦ Σόλωνος. Εἶχε λοιπόν ἕνα νόμο πού ἔλεγε: ὁ κατηγορούμενος καί συλλαμβανόμενος γιά μοιχεία καταδικάζεται μέ τήν ἐξόρυξη τῶν δύο ὀφθαλμῶν. Ὁ πρῶτος πού συνελήφθη γιά μοιχεία ἦταν ὁ γιός τοῦ Ζάλευκου. 

Ἔρχεται λοιπόν ὁ βασιλεύς, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος ἀνώτατος δικαστής, νά δικάσει. Τί νά κάνει; Νά τυφλώσει τό γιό του πού ὁ στρατός τόν ἤθελε ὡς διάδοχό του καί ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου; Ρωτάει λοιπόν σοφότατα ὁ Ζάλευκος τήν σύναξη: πόσα μάτια ἀπαιτεῖ ὁ νόμος στήν περίπτωση αὐτή ὡς τιμωρία; Καί τοῦ εἶπαν δύο. Ε, λέει, ἕνα μάτι τοῦ γιοῦ μου καί ἕνα μάτι δικό μου. Τυφλώθηκε καί αὐτός κατά τό ἕνα μάτι γιά νά μήν καταδικάσει μέ τήν ἐξόρυξη τῶν δύο ὀφθαλμῶν τό γιό του. 

Αὐτό τό ἐπικαλούμεθα συνήθως, ὁ Δημινιάτης καί ὁ Κωνσταντῖνος Καλλίνικος γιά νά δικαιώσουν τήν περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης θεολογική, δυτική, παπική δηλαδή θεωρία – ἀλλά αὐτό εἶναι ἄλλου παπᾶ εὐαγγέλιο καί ἄλλο θέμα.

Δέν ἐκτελεῖ τόν Κρίσπο, ἁπλῶς τόν φυλακίζει ὁ Κωνσταντῖνος. Ὁ νέος ἐκτελέστηκε μέ ἄγνωστο τρόπο καί δέν βρέθηκε διάταγμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου πού νά καταδικάζει τόν Κρίσπο σέ θάνατο, ὅπως ἔπρεπε νά ὑπάρχει. Οἱ ἱστορικοί μᾶς λέγουν ὅτι ἡ μόνη πού μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει τήν σφραγίδα τοῦ αὐτοκράτορος ἦταν ἡ γυναίκα του ἡ Φαύστα καί σ’ αὐτήν ἀποδίδεται ἡ δολοφονία. Ἡ ἀπάντηση λοιπόν εἶναι ἀδύνατη καί ἀνεύθυνη καί πρός πάσα κατεύθυνση. Ἡ Ἑλένη ἐπέστρεψε ἀπό τή Ρώμη καί πληροφορήθηκε τή συνωμοσία τῆς Φαύστας καί ἀπεκάλυψε τά πράγματα στόν Κωνσταντῖνο. Ὁ Κωνσταντῖνος τότε διέταξε τήν σύλληψη τῆς Φαύστας. Ὁ Ζώσιμος αὐθαίρετα λέει ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος διέταξε νά πνιγεῖ ἡ Φαύστα στό λουτρό μέ καυτό νερό. Προχθές μοῦ ἔστειλαν ἕνα ἄρθρο – θά τό ἐπικαλεστῶ γιά ὀλίγο στή συνέχεια – πού ἐπαναλαμβάνει ἕνας ἐχθρός του Χριστιανισμοῦ, τά ὅσα γράφει ὁ Ζώσιμος. Χωρίς καμία ἄλλη πηγή, χωρίς διασταύρωση τῆς πληροφορίας. Ἀναπαράγεται λοιπόν αὐτή ἡ κρίση ἀναπόδεικτα. Ἀλλά τό μύθο τοῦ Ζωσίμου καταρρίπτει ὁ Ἱερώνυμος. Ἐκκλησιαστικός συγγραφέας (366 – 419 μ.Χ). Ἄριστος ἑλληνιστής, εἶχε ζήσει κοντά σέ πατέρες στήν ἀνατολή καί μάλιστα κοντά στόν Ἰωάννη τό Χρυσόστομο – ἀνατολικός, Μέγας Βασίλειος, Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἀνήκουν στήν ἴδια ὁμάδα ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδοξίας – ἔζησε ὁ Ἱερώνυμος τά γεγονότα, καί αὐτός παρέχει τήν πληροφορία ὅτι ὁ θάνατος τῆς Φαύστας ἐπῆλθε τρία ἤ τέσσερα ἔτη μετά τό θάνατο τοῦ Κρίσπου. Πῶς εἶναι δυνατόν λοιπόν νά συνδέονται, καί μάλιστα ἄμεσα, τά δύο γεγονότα; Ἀκόμη καί ὁ ἱστορικός Γίββων εἰς τήν ἱστορία του καταθέτει τήν ἀμφισβήτησή του γιά ἕνα τέτοιο θάνατο τῆς Φαύστας. Καί ὁ Παπαρηγόπουλος ἐπίσης ἀπορρίπτει μία τέτοια θεωρία. Τίς περιπτώσεις λοιπόν, κυρίως, τοῦ Κρίσπου καί τῆς Φαύστας, καλύπτει θρύλος.



Ἡ στάση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἔναντί της εἰδωλολατρείας

Ποιά ἦταν ἡ στάση τώρα τοῦ Κωνσταντίνου ἔναντι τῆς εἰδωλολατρείας. Ἕνα χρόνο μετά τή Σύνοδο τῆς Νικαίας τό 326, ὁ Κωνσταντῖνος ἔρχεται στή Ρώμη γιά νά γιορτάσει τά εἰκοσάχρονά της Βασιλείας του, τά δεύτερα δεκενάλια. Κλήθηκε στό Καπιτώλιο νά συμμετάσχει σέ μία στρατιωτική, εἰδωλολατρική γιορτή καί νά προσφέρει τίς νενομισμένες θυσίες. Ἀρνήθηκε. Καταλαβαίνετε, ἔπεσε ὡς κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ ἡ ἄρνηση τοῦ αὐτοκράτορος νά τελέσει τά καθήκοντά του ὡς ἐθνικός, ὡς εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας. Μάλιστα πρέπει νά ξέρουμε, θά τό πῶ παρενθετικά, γιατί ἐδιώκετο ὁ Χριστιανισμός, κυρίως τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες; Ἀλλά δέν σταμάτησαν ποτέ οἱ διωγμοί αὐτοί, μέχρι σήμερα. Ἐδιώκετο διότι δέν ἀπεδέχετο ἄλλες θεότητες. Ἡ φράσις τῆς λειτουργίας: «εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός», κατά τούς μεγάλους λειτουργιολόγους, εἰσῆλθε εἰς τήν θεία λειτουργία ἤδη ἀπό τόν πρῶτο αἰώνα. «Εἷς Ἅγιος», ἦταν ἀπάντηση στούς Ἑβραίους· ἕνας εἶναι ὁ Ἅγιος πού ἁγιάζει, ὁ Τριαδικός Θεός. «Εἷς Κύριος», ἕνας βασιλιάς, ἕνας αὐτοκράτορας, ἀπευθύνεται στούς Ρωμαίους. Ἕνας εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ βασιλιάς ὁ δικός μας. Κι αὐτό τό ἐπαναλαμβάνει τό 160 περίπου στή δίκη του, ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης. Τί τοῦ εἶπε ὁ Στάτιος ὁ Κονδράτιος, ὁ διοικητής τῆς Σμύρνης; «Ὧμοσον τοῦ Καίσαρος Τίτου». Θυσίασε στό ἄγαλμα τοῦ Καίσαρα. Διότι ὁ Καίσαρ ἦταν Θεός ἐπί τῆς γῆς.

Τιμοῦσαν τό πνεῦμα τοῦ Καίσαρος καί τό πνεῦμα τῆς Ρώμης, μέ ἀγάλματα μέ θυσίες, ἐτιμῶντο ὡς θεότητα. Ἄρα δέν θά εἶχε ἀντίρρηση ἡ Ρώμη οἱ Χριστιανοί νά εἰσαγάγουν μία νέα θεότητα εἰς τήν πανσπερμία τῶν θεοτήτων – ὁ Ὁράτιος ἔλεγε τήν ἐποχή αὐτή «ὑπάρχουν περισσότεροι θεοί ἀπ’ ὅσον ἄνθρωποι» - ὁπότε δέ θά ἠρνεῖτο ἡ Ρώμη ἐάν πρῶτα ἐδέχοντο τή θεότητα τοῦ Καίσαρος καί τῆς Ρώμης. Γι’ αὐτό ἐδιώκοντο οἱ Χριστιανοί. Ἦταν ἀπηγορευμένη ἑταιρεία – ὁμάδα διότι δέν ἐδέχετο «οὗς ἡ πόλις», γιά νά ἐπαναλάβω τό Σωκράτη, «οὗς ἡ πόλις ἐνόμιζε θεούς», κατά νόμον ἐδέχετο ὡς θεότητες. Αὐτό λοιπόν λειτουργεῖ μ’ ἕναν τρόπο περίεργο στή συνείδηση τῶν εἰδωλολατρῶν ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ πού ἐτιμᾶτο ὡς θεός – καί ὁ Κωνσταντῖνος μέχρι τότε ἐτιμᾶτο – ἀρνεῖται νά προσφέρει τά νενομισμένα ὅπως ἐπέβαλε ἡ θρησκεία τῆς Ρώμης. Ὕστερα ἀπ’ ὅσα εἶχε βιώσει εἰς τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας, δέν μποροῦσε νά δεχθεῖ ὅλα αὐτά.

Ἐπίσης κατά τόν Ζώσιμο, προκάλεσε τό μίσος τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι γιά νά τόν ἐκδικηθοῦν καί νά τόν προσβάλουν, ἐβεβήλωσαν τά ἀγάλματά του. Δηλαδή χρησιμοποίησαν κάθε μέσο κατά τοῦ προσώπου στά ἀγάλματα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀλλά ἐκεῖνος, εἰρηνικότατα, ὅταν τοῦ εἶπαν τί εἶχε γίνει, ἔπιασε τό πρόσωπό του καί εἶπε «εὐτυχῶς ἐγώ δέ βλέπω κανένα τραῦμα στό πρόσωπό μου». Δέν καταδίωξε τούς εἰδωλολάτρες, ἀλλά οὔτε καί τήρησε ἰδιαίτερα φιλική στάση ἀπέναντί τους. Μέ ἐπιστολές του συμβούλευε τούς κατοίκους τῆς χώρας καί τῶν περιοχῶν πού ὑπῆρχαν εἰδωλολάτρες νά στραφοῦν πρός τή χριστιανική πίστη. Πῶς εἶναι δυνατόν νά τόν ἀγαπήσουν οἱ ἐθνικοί; Αὐστηρότητα ἔδειξε μόνον πρός τούς αἱρετικούς. Γι’ αὐτό πότε ἐξόριζε τό Μέγα Ἀθανάσιο, πότε ἐξόριζε τόν Ἄρειο. Διότι ἕνας ἄρχοντας, γιά νά καταλαβαίνουν οἱ διοικοῦντες, ἐνδιαφέρεται σέ κάθε ἐποχή γι’ αὐτό πού λέει ἡ λαϊκή φράση: ἡσυχία, τάξη καί ἀσφάλεια. Ἤθελε δηλαδή νά ἀποφύγει τίς ἄκαιρες διενέξεις καί τίς συγκρούσεις. Γι’ αὐτό καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, γιά νά προφυλαχθεῖ κατά πολλούς ἱστορικούς, ἐπειδή τόν ἀπειλοῦσαν μέ δολοφονία οἱ Ἀρειανοί, ἐστάλη εἰς τήν Δύση. Ἐξόριστος στή Ρώμη, 335-36, καί στά Ρέμιδα τό σημερινό Πρίρ, τή γενέτειρα τοῦ Μάρξ. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἐστάλη ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί μετέφερε τό μοναχισμό τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου καί τοῦ ἁγίου Παχωμίου, τό κοινοβιακό μοναστήρι. Δέν ἀδίκησε τήν ἐθνική θρησκεία. Κατά τόν Ζώσιμο ἐπέβλεψε τήν ἀνοικοδόμηση ἐθνικῶν ναῶν.

Ἡ συνάδελφος στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν στή Φιλοσοφική, ἡ κυρία Πολυμνια Ἀθανασιάδη, ἔχει μία σπουδαία ἐργασία εἰς τήν ὁποία λέει ὅτι ἀμέσως μετά τή Νίκαια ὁ Κωνσταντῖνος χρηματοδότησε, ὡς ἀρχηγός τοῦ κράτους, τέσσερις ναούς. Δύο εἰδωλολατρικούς καί δύο χριστιανικούς. Δηλαδή προσπαθοῦσε νά τηρήσει τήν ἰσορροπία καί νά ἐξασφαλίσει τήν ἰσότητα καί ἑνότητα τῶν πολιτῶν. Ἐπίσης χρηματοδότησε τούς ναούς τῆς ἁγίας Ἑλένης, τήν Ἑκατονταπυλιανή τῆς Πάρου, τούς ναούς ἐκεῖ πού βρίσκονται καί σήμερα στά Ἱεροσόλυμα, στή Βηθλεέμ, στό Σταυροβούνι, στή σκήτη πού μετέφερε ἡ ἁγία Ἑλένη μεγάλο τμῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί οὕτω καθεξῆς. Συγχωρῆστε με, βλέπω σ’ αὐτό τό ἄρθρο, καί δέ θά τό διαβάσω ὁλόκληρο, καί πολλοί νεοπαγανιστές μᾶς κατηγοροῦν λέγοντας «δέν εἶναι Τίμιος Σταυρός αὐτό, ἀλλά δάσος ὁλόκληρο». Μή νομίσητε ὅτι ὅποιος ἔχει Τίμιο Ξύλο εἶναι ἀπευθείας ἀπό τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουμε τά λεγόμενα κατασκευαζόμενα φυλαχτά, μέ τό ἄγγιγμα τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων καί μέ τό ἄγγιγμα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, τό ξύλο ἁγιάζεται καί λέγεται καί αὐτό Τίμιο Ξύλο ἀλλά δέν ἀνήκει στό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Προσέξτε τώρα. Ἄλλο στή Μονή Ξηροποτάμου καί στή Μονή Σταυροβουνίου στήν Κύπρο πού ὑπάρχει μεγάλο τμῆμα τοῦ Σταυροῦ. Δέν εἶναι λοιπόν πολλοί σταυροί πού κόπτονται, ἀλλά μέ αὐτόν τόν τρόπο παράγονται φυλαχτά πού ἔχουν ἄμεση σχέση ἐξ ἐπαφῆς μέ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί ὁ πατέρας τοῦ Κωνσταντίνου εἶχε εὐνοήσει τούς Χριστιανούς μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἐφήρμοζε τά διωκτικά διατάγματα τοῦ Διοκλητιανοῦ ἀπέναντί τους. Τήν ἴδια πολιτική ἀκολούθησε καί ὁ Κωνσταντῖνος.

Ὁ Κωνσταντῖνος συνέβαλε στή νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἕνα τεράστιο ἐγκληματικό λάθος – μακάρι νά ὀφείλεται σέ ἄγνοια – εἶναι τό διαθρυλούμενο καί ἐπαναλαμβανόμενο πολλάκις ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνεκήρυξε ἐπίσημη θρησκεία τό Χριστιανισμό – ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Αὐτό θά γίνει στίς 28 Φεβρουαρίου τοῦ 380 ἀπό τόν Ἱσπανικῆς προελεύσεως καί θερμόαιμο αὐτοκράτορα τόν Θεοδόσιο τόν Α’, ἀλλά ὄχι ἀπό τόν Κωνσταντῖνο. Ὁ Κωνσταντῖνος ἐξησφάλισε ἐλευθερία σέ κάθε θρήσκευμα, ὁπότε καί οἱ Χριστιανοί ἀπέκτησαν τό δικαίωμα νά λατρεύουν ἐλεύθερα τό Θεό τους. Ὄχι ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους. Αὐτό εἶναι τεράστιο ἱστορικό λάθος καί ψέμα συγχρόνως. Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παπαρηγόπουλος λέγει ὅτι «πρός τόν Χριστιανισμό ὁ Κωνσταντῖνος ἠδύνατο νά πολιτευτεῖ καί ἄλλως ἤ ὅπως ἐπολιτεύθη, ἠδύνατο νά μήν προστατεύσει καί νά τόν καταδιώξει». Ἄρα μόνο σέ μεταφυσικές, κυρίως ὑπερφυσικές παρεμβάσεις μέσα στήν καρδιά τοῦ Κωνσταντίνου βλέπει ὁ Παπαρηγόπουλος τήν στάση του ἔναντι τῶν Χριστιανῶν. Καί κάτι σημαντικό. Κανείς πολιτικός δέν στηρίζεται ποτέ εἰς τήν μειοψηφία ἀλλά πάντα στήν πλειοψηφία. Εἴτε γιά νά ἐπιτύχει στίς ἐκλογές εἴτε γιά νά ἐπιτύχει τούς δικούς του στόχους. Καί ἡ ἐποχή ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μέχρι τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο ποὺ δείχνει τό ἐνδιαφέρον του γιά τόν Χριστιανισμό, ποιός ἦταν ὁ ἀριθμός τῶν Χριστιανῶν στήν Αὐτοκρατορία; Ὀκτώ μέ δέκα τοῖς ἑκατό. Αὐτό τό μαρτυρεῖ σέ μία σπουδαιότατη ἐργασία τοῦ ὁ Ἄντολφ φόν Χάρμερ, ἕνας μεγάλος ἱστορικός φιλευθέρας ἰδεολογίας εἰς τήν Εὐρώπη, εἰς τήν Γερμανία «Ἡ ἐξάπλωσις τοῦ Χριστιανισμοῦ κατά τούς πρώτους αἰῶνες». Ὀκτώ μέ δέκα τοῖς ἑκατό. Μειοψηφία ἦσαν αὐτή τήν ἐποχή οἱ Χριστιανοί.

Ἐπίσης ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, γιά μένα, καί μόνο γι’ αὐτό εἶναι Μέγας καί ἅγιος της ἐκκλησίας. Ἅγιος σημαίνει ὅτι ἔχει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του, αὐτό σημαίνει· ὄχι ἀλάθητος. Ἔχει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ζωντανή καί αἰσθητή. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος αὐτοκαταργήθηκε σέ κάποια στιγμή ὡς αὐτοκράτωρ, δεχόμενος τόν δημοκρατικότερο θεσμό τῆς Ἱστορίας πού εἶναι ἡ Σύνοδος, τό Συνοδικό σύστημα. Τό 311 καί ἐν συνέχειᾳ 313 – 14 ξέσπασε μία μεγάλη διένεξις, γιά τό σχίσμα τῶν Δονατιστῶν. Μάλωναν μεταξύ τους οἱ Χριστιανοί πού ἀνῆκαν στόν Δονάτο καί οἱ ἄλλοι στόν νόμιμο ἐπίσκοπο σέ ποιόν ἀνήκουν οἱ ναοί καί οἱ περί τούς ναούς τίτλοι καί τά ἀγροτεμάχια. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος πού ἔπρεπε νά δικάσει τήν ὑπόθεση, αὐτοκαταργεῖται ἀπό «Ὕψιστος Δικαστής» καί λέγει εἰς τόν Μιλτιάδη – Ἕλληνα – ἐπίσκοπο Ρώμης, τῆς Παλαιᾶς Ρώμης : «ἔχετε σύλλογο, δικᾶστε μέ τόν συνοδικό σύλλογο». Ἔτσι φθάσαμε στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὅταν λέμε δέ ὅτι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἦταν πρόεδρος τῆς Συνόδου – μέ συγχωρεῖτε ἀλλά δέν ξέρω γράμματα, νά διαβάσω τά κείμενα – ὁ καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς, συνάδελφός μας ἔχει δημοσιεύσει ἕνα βιβλίο γιά τήν προεδρία τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ πηγές μᾶς λένε, ἀναλυόμενες κριτικά ἀπό τόν κύριο Φειδά καί ἀπό ἄλλους ἐπιστήμονες, τελευταῖος εἶναι αὐτός πού γράφει ὁ κύριος Φειδᾶς, ὅτι πρόεδρος ὑπῆρξε ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος.

Ἄλλο ὁ πρόεδρος πού συντονίζει τίς συζητήσεις καί ἄλλο ὁ συγκαλέσας τή Σύνοδο. Μόνο ὁ αὐτοκράτωρ εἶχε δικαίωμα νά δώσει ἄδεια στούς ἐπισκόπους ἀπό ὅλο τό μῆκος καί πλάτος τῆς αὐτοκρατορίας νά κινηθοῦν πρός τήν πρωτεύουσα καί μάλιστα ἐδῶ πρός τή Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ξέρετε αὐτό καί ἐπί Ἰουστινιανοῦ ἰσχύει καί ἐπί Παλαιᾶς Ρώμης ἴσχυε καί ἐπί Κατοχῆς. Μποροῦσε νά κυκλοφορήσει κανείς ἄν δέν εἶχε ἄδεια τῆς γερμανικῆς διοικήσεως καί στή Σοβιετική Ἕνωση μποροῦσε νά πεῖ κανείς «πετάγομαι μέχρι τή Ρώμη γιά ψώνια» ἄν δέν εἶχε ἄδεια τῆς ἀστυνομίας; Διότι ἐφοβοῦντο στάση, ἐξεγέρσεις. Αὐτό ἴσχυε πολύ περισσότερο στήν ἀχανῆ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. 

Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως καί οἱ μετέπειτα αὐτοκράτορες δίνει τήν ἄδεια νά συγκληθεῖ ἡ Σύνοδος. Προσφωνεῖ τούς Πατέρες τῆς Συνόδου σέ ἄπταιστα ἑλληνικά, ἦταν ἐγκρατέστατος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, καί ἐν συνέχειᾳ ἀποσύρεται καί τό ἔργο τῆς Συνόδου διεξάγεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης, ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας, διάκονος ἀκόμη ὁ Μέγας Ἀθανάσιος – καταλαβαίνετε γιά ποιά πρόσωπα μιλοῦμε. Ἀλλά δέν ὑπῆρξε πρόεδρος τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. 

Ὅπως θά συμβεῖ καί στή μετέπειτα ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Θά μοῦ πεῖ κανείς, συζητήσεις, ἐπηρεασμοί εἰς τά μετόπισθεν μποροῦσαν νά ὑπάρχουν πάντοτε. Ἀλλά ὅταν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους μποροῦσαν νά ὑπάρχουν ἅγιοι, ἕτοιμοι νά θυσιαστοῦν γιά τήν πίστη τοῦ Θεοῦ, οὐδεμία ἐπιρροή εἶναι δυνατή. Αὐτό εἶναι τό πρόβλημα σήμερα. Μπορεῖ νά συγκληθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος; Ἄν δέν ἔχουμε θεουμένους, δέ μποροῦμε νά ἔχουμε Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἤ, ἄν δέν ἔχουμε ἐπισκόπους πού ἀγωνίζονται γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἀκολουθοῦν τούς ἁγίους τοὺς θεουμένους, διαφορετικά ὅποια Σύνοδος πού θά γίνει στό μέλλον πού θά διεκδικήσει τόν τίτλο Πανορθοδόξου καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί θά ἐναντιώνεται εἰς τόν λόγο καί τήν πολιτεία καί τήν πράξη τῶν θεουμένων, δηλαδή τῶν ἁγίων, θά ἀποδειχθεῖ καί εὔχομαι νά μή γίνει αὐτό, ψευδοσύνοδος, ληστρική σύνοδος. Ἐπίσης, ἀπό ἑλληνολάτρης ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔγινε πραγματικά πιστός εἰς τόν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔγινε ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ὅπως ἀποδεικνύει ἤδη τό 313 μέ τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, χωρίς, ὅπως εἶπα, νά διακηρύξει ἐπίσημη καί μοναδική θρησκεία τόν Χριστιανισμό.



Τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων

Τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, ὁ Λακτάντιος τό περιέχει στό ἔργο του καί ὁ Εὐσέβιος εἰς τήν Ἱστορία του. Τί περιεῖχε τό διάταγμα. Παρεῖχε ἐλευθερία λατρείας. Γενικά, σέ κάθε θρησκεία. Κατήργησε τούς νόμους οἱ ὁποῖοι ἴσχυαν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καί οἱ τόποι λατρείας – πού τούς εἶχαν ἁρπάξει οἱ εἰδωλολάτρες – ἐπεστράφησαν στούς Χριστιανούς. Ἤ, ὅπου δέν ἦταν δυνατό αὐτό, οἱ Χριστιανοί ἔπαιρναν ἀποζημίωση γιά τούς τόπους λατρείας πού εἶχαν ἁρπαγεῖ. Εἴπαμε γιά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀνύψωσε συγχρόνως τόν ἑλληνισμό σέ πολιτική καί ἐκπολιτιστική δύναμη. Τεράστια προβλήματα. Ὁ Κωνσταντῖνος χρησιμοποιεῖ τή γλώσσα τῆς Ρωμανίας, τῆς αὐτοκρατορίας, τῆς Ἑλληνικῆς δηλαδή αὐτοκρατορίας ἡ ὁποία ἐκτεινόταν ἀπ’ τή Δύση μέχρι τό βάθος τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ γλῶσσες ἦταν δύο, λατινικά καί ἑλληνικά. Ὁ Κωνσταντῖνος μιλεῖ ἑλληνικά στή Σύνοδο ὅπως καί στή Σύνοδο τό 324, στήν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ὁλοκληρώνει τήν αὐτοταπείνωσή του καί τήν ἀποδοχή τῆς Συνόδου, τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ, ὅταν λέγει στούς ἐπισκόπους τό περίφημο ἐκεῖνο: «Ἐσεῖς εἶστε ἐπίσκοποι τῶν ἐντός, μέσα δηλαδή στά πνευματικά, στά sacra interna τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγώ, ὁ αὐτοκράτωρ, ὑπό τοῦ Θεοῦ καθιστάμενος ἐπίσκοπος τῶν ἐκτός ἄν εἴη». Ὅσοι εἶστε φιλόλογοι ξέρετε τί σημαίνει αὐτό τό «ἄν εἴη». Θά μποροῦσα νά εἶμαι ἐφόσον μοῦ τό ἀναγνωρίζετε, ἐπίσκοπος, πού θά ἐπιβλέπω δηλαδή τά ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, τά ἐκτός τοῦ ἁγίου βήματος. Μποροῦμε νά συναγάγουμε τά συμπεράσματα ἀπό τίς μετέπειτα ἐπιδρομές κυριολεκτικά ὄχι μόνο στήν Ἑλλάδα, εἰς τά sacra interna τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρόβλημα τῶν σχέσεων ἐκκλησίας – πολιτείας σήμερα, ξανατοποθετεῖ τήν στάση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί πολλῶν ἄλλων αὐτοκρατόρων μας στήν αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης. Δύο τρία πραγματάκια γιά νά κλείσω.



Ἔργα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου

Ἀνέτρεψε τήν πορεία τῆς ἱστορίας, μέ τίς θρησκευτικές καί ἀστικές ἀλλαγές τίς ὁποῖες ἐπέφερε. Μία ἀπ’ αὐτές ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση, ἡ δυνατότητα στούς δούλους νά γίνουν ἀπελεύθεροι. Δέν καταργεῖ τή δουλεία, δηλαδή δέν ἦταν δυνατόν νά καταργηθεῖ, ἀλλά ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ τήν πρός Φιλήμονα ἐπιστολή, ἀλλάζει τό περιεχόμενο τῆς δουλείας. Γίνεται ἀδελφός ὁ δοῦλος. Γίνεται δηλαδή συνεργάτης κι ὅπως ἐμεῖς οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι δέν εἴμαστε δοῦλοι κανενός – ὅποια στιγμή θέλουμε λέμε τά βροντάω καί φεύγω – κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὅταν ὁ δοῦλος ἀνεγνωρίζετο ὡς ἄνθρωπος, ὡς ἀνθρώπινον πρόσωπον, δέν ἦταν πλέον δοῦλος ἀλλά συνεργάτης πρός τούς πρώην κυρίους του. Εἶναι ὁ πρῶτος ἔπειτα Ρωμιός αὐτοκράτορας, δηλαδή ὀρθόδοξος αὐτοκράτορας στήν Ἱστορία, μέ ποιάν ἔννοια: εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος χτίζει τή Νέα Ρώμη, τή νέα πρωτεύουσα. Ἀπό τό 326 ἀρχίζει ἡ ἀναζήτηση πόλεως – δέν ἰκανοποιεῖτο μέ τό λατινόφωνο περιβάλλον τῆς Δύσεως καί κατάλαβε ὅτι ἡ τύχη τῆς αὐτοκρατορίας μετεφέρετο πλέον στήν ἀνατολή. Ἐκεῖ θά ἔτρεχε τό μεγάλο παιχνίδι πού τό ἔπαιξε γιά χίλια ἑκατό χρόνια καί περισσότερο – μέχρι σήμερα τό παίζει, οἰκουμενικά. Ὁ Ἑλληνισμός διατηρεῖ τήν οἰκουμενικότητά του συνδεδεμένος πνευματικά μέ τή Νέα Ρώμη, μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. 

Ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε ἐπιλέξει, τόσο ἀνθέλληνας ἦταν, εἶχε ἐπιλέξει στήν ἀρχή τήν Τροία. Ἐκεῖ ἤθελε νά χτίσει τήν πρωτεύουσα. Τά λέει ὁ ἱστορικός Σωζομενός. Ἐν συνέχειᾳ ὅμως κατάλαβε τή σημασία τῆς περιοχῆς τοῦ παλαιοῦ Βυζαντίου, πού ἦταν ἐρείπια τώρα, πού ἔλεγχε τό πέρασμα πρός τή Μαύρη θάλασσα, τά στενά δηλαδή τοῦ Βοσπόρου. Ὁ Παπαρηγόπουλος τό εἶχε ἐπιχειρήσει, ὁ Γίββων τό εἶχε ἐπιχειρήσει καί πολλοί ἄλλοι ἱστορικοί, μέτρησαν τήν ἀπόσταση ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τή Θούλη τῆς Ἰσλανδίας καί ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τήν Κίνα. Εἶναι περίπου τά ἴδια χιλιόμετρα. Ἀντελήφθη ὁ Κωνσταντῖνος ὅτι τό κέντρο τοῦ κόσμου ἦταν αὐτή ἡ νέα πόλη. Μάλιστα ὅταν ἐχάρασε τήν πόλη, τόν ρωτοῦσαν οἱ ἀξιωματικοί: «πού μᾶς πᾶς, πολύ μακριά χαράσσεις τά ὅρια τῆς πόλης». Ἔχουμε δεύτερη χάραξη μέ τόν Θεοδόσιο καί τρίτη χάραξη μέ τόν Ἰουστινιανό καί μετέπειτα. Ὁ Κωνσταντῖνος εἶπε : «δέν μπορῶ νά σταματήσω γιατί μέ ὁδηγεῖ αὐτός μπροστά». Δηλαδή ἐπεκαλέσθη ὑπερφυσικές παρεμβάσεις, κάποιος ἄγγελος, πού ὁδηγοῦσε τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. Αὐτό ἤ εἶναι ἀλήθεια ἤ εἶναι ψέμα δέν εἶναι τό πρόβλημά μας. Τό πρόβλημα εἶναι ἡ διορατικότητα καί ἡ ὀξυδέρκεια αὐτοῦ τοῦ πολιτικοῦ νά ἀναγνωρίσει τόν ρόλο πού ἐπρόκειτο νά παίξει ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ Νέα Ρώμη δηλαδή, στήν περιοχή αὐτή.

Ἔγινε ὁ αὐτοκράτωρ ὁ ὁποῖος δέν ἔχασε κανένα πόλεμο. Δέ νικήθηκε ποτέ οὔτε ἐσωτερικά, οὔτε ἐξωτερικά. Κατήργησε τό σῶμα τῶν πραιτοριανῶν, πού εἶχαν φτάσει στό σημεῖο νά θεωροῦνται οἱ κύριοι τῶν αὐτοκρατόρων, κατήργησε τήν ποινή τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, ἀνανέωσε τό οἰκογενειακό δίκαιο, κατεδίκασε τή μοιχεία ὅπως εἴδαμε, μέ νόμους ἀνύψωσε τή θέση τῆς μητέρας, προστάτεψε τήν οἰκογένεια καί τά παιδιά ἀπ’ τήν κατάχρηση τῆς πατρικῆς ἐξουσίας καί τά κορίτσια ἀπ’ τήν ἀπαγωγή. Ρύθμισε τά ζητήματα διαζυγίου, κληρονομίας, προίκας, κ.ο.κ.. Ὅλη ἡ πολιτεία του δείχνει ὅτι ἐνεργοῦσε ὡς χριστιανός. Μέ νόμο τιμωροῦσε ἐκείνους πού προξενοῦσαν τόν θάνατο τῶν σκλάβων καί περιόρισε τή βία καί τή σωματική τιμωρία. Μάλιστα κάτι σημαντικότατο γιά τόν 4ο αἰώνα: ἀπαγορεύει τόν στιγματισμό στά πρόσωπα τῶν σκλάβων. Εἶχαν τή συνήθεια δηλαδή νά στιγματίζουν μέ σπαθί, καμένο σπαθί, τά πρόσωπα τῶν σκλάβων. Καί ἔλεγε ὅτι τό πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς φέρει εἰς τόν Θεόν. Τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀφοῦ πλαστήκαμε ἔτσι. Πῶς εἶναι δυνατόν λοιπόν νά ἀχρειώνεται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στούς σκλάβους; Δέν ξέρω πόσοι χριστιανοί ἐνεργοῦν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο. Ἐπέφερε τήν εἰρήνευση. 

Καί τό τελευταῖο ἐρώτημα: 



Ποιά ἡ σχέση του μέ τόν Χριστιανισμό

Ποιά ἡ σχέση του μέ τόν Χριστιανισμό. Ἔχουν γραφεῖ πολλά. Ἑκατοντάδες, γιά νά μήν πῶ χιλιάδες βιβλία καί ἄρθρα. Μιλοῦν γιά σκοπιμότητα, καί σᾶς μίλησα ἤδη γιά τόν Χριστιανισμό ὡς μειοψηφία. Ὁ δάσκαλός μας, ὁ μακαρίτης Ἀνδρέας Φυτράκης, τό 1945 κατέθεσε τή διδακτορική του διατριβή μέ τόν τίτλο «Ἡ πίστις τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του» Μελετώντας ὅλες τίς ἀρχαῖες καί τίς νεότερες πηγές, ὑπογραμμίζει τήν τιμή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου πρός τούς μάρτυρες. Ἀπεδέχετο πληρέστατα τήν περί μαρτυρίου καί μαρτύρων θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα γονυπετής προσήυχετο μπροστά στούς μάρτυρες, κατεσκεύασε δέ μαρτύριον, τόπον συναγωγῆς λειψάνων – ἤθελε νά συναγάγει, νά συγκεντρώσει τά λείψανα τῶν ἀποστόλων – σ’ αὐτό θά προχωρήσει ὁ Κωνστάντιος ὁ γιός του, δέν ἐτελεσφόρησε: ἕξι ἀποστόλων βρῆκαν τά λείψανα – δέν εἶναι ἀνάγκη νά σᾶς ἀπασχολήσω τώρα μέ αὐτό, γιά νά ταφεῖ μεταξύ τῶν μαρτύρων. Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά βαπτισθεῖ στόν Ἰορδάνη διότι ἔμαθε ὅτι ὁ Ἰορδάνης ἔχει ἁγιαστικά ὕδατα λόγω τῆς ἐκεῖ Βαπτίσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προσέξτε: κι ἄν βαπτίστηκε περί τό τέλος τῆς ζωῆς του, πού δέν ἤξερε ὁ Κωνσταντῖνος πότε θά ἔρθει – ὅπως κανείς μας δέν ξέρει, ἐγώ δέν ξέρω ἄν θά βγῶ ἔξω ἀπό τή θύρα ζωντανός, ὄρθιος καί ἄν δέν πάω γιά νά κηδευθῶ στήν Ἀθήνα. Κανείς δέν ξέρει τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἐφήρμοζε τήν πρακτική τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι παιδί τῆς ἐποχῆς του. Θέτω ἐρώτημα σεβαστοί πατέρες καί θεολόγοι, θέτω ἐρώτημα πολλές φορές στή σχολή, χάριν λογοπαιγνίου. Πού κοινωνοῦσαν στήν Ἀθήνα ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος; Πουθενά δέν κοινωνοῦσαν. Ἐκκλησιάζοντο εἰς τούς ἁγίους Ἰσιδώρους πού λέμε σήμερα, στό ἐκκλησάκι ἐκεῖ στό Λυκαβηττό, ἀλλά ἐβαπτίστηκαν γύρω στά τριανταδύο τους χρόνια. Ἐάν δέν γύριζαν ἀπό ὅλους τοὺς πνευματικούς νά αἰσθανθοῦν ὅτι προχωροῦν στήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, δέν ἐβαπτίζοντο. Καταλαβαίνετε λοιπόν ὅτι ἦταν κοινή συνήθεια. Ποιός ἦταν ὁ πνευματικός τοῦ Κωνσταντίνου. Δέν ἦταν ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας. Ἦσαν φίλοι, γνωρίζωντο ἀπό τήν εἰδωλολατρική του περίοδο. Γι’ αὐτό τό λόγο ζήτησε στίς τελευταῖες στιγμές ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νικομηδείας – πού ἦταν διάμεσος πρωτεύουσα μεταξύ Παλαιᾶς καί Νέας Ρώμης – νά βαπτιστεῖ. Καί λένε, μά πῆρε βάπτισμα εἰδωλολάτρη. Ἀφῆστε τόν Θεόν νά κάνει αὐτό πού θέλει. Καί θά σᾶς πῶ γιατί ὁ Θεός κάνει αὐτό πού θέλει. Ὅταν ὁ ἕνας δέν ἔχει συνείδηση ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι εἰδωλολάτρης τότε κανείς λόγος δέ μπορεῖ νά γίνει γι’ αὐτό τό θέμα. Ἁπλούστατα, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος πνευματικό σύμβουλο εἶχε μία μεγάλη ἀσκητική μορφή τῆς ἐποχῆς, τόν ὅσιο Κορδούη. Μέ αὐτόν συνελέγετο, μέ ἕναν μεγάλο ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Κόρδοβας τῆς Ἱσπανίας, ὅσιος Κορδούης. Ἡ Ἐκκλησία τόν τιμᾶ ὄχι γι’ αὐτά τά ὁποῖα λέγουν συνήθως, ὄχι γιατί προσέφερε εὐεργεσίες καί λοιπά.

Γιά νά καταλάβετε γιατί τόν τιμᾶμε ὡς ὀρθόδοξο, ἀνοῖξτε τό μηναῖο τῆς 21ης Μαΐου γιά νά δεῖτε τίς ἀκολουθίες, τά τροπάρια πού ἀναφέρονται στόν ἅγιο Κωνσταντῖνο καί στήν ἁγία Ἑλένη. Πρῶτος λόγος: «ὡς ὁ Παῦλος οὐρανόθεν τήν κλήσην ἐδέξατο.» Ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐπήγενε εἰς τόν Κορνήλιον, ἔλεγεν εἰς τόν Χριστόν :«μά ποῦ νά πάω;» ποῦ τοῦ ἐμφανίσθη σέ ὅραμα. Καί τοῦ ἔλεγε « ἅ ὁ Θεός ἐκαθάρισε, σύ μή κοίνου » - μή μολύνεις τά πράγματα πού ὁ Θεός ἐκαθάρισε. Καί ὅταν πῆγε στόν Κορνήλιο τόν ἑκατόνταρχο τόν Ρωμαῖο, τόν βρῆκε νά ἔχει θεοπτικές ἐμπειρίες. Ὁπότε, τά εἶχε ἑτοιμάσει ὅλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Καί τότε ὁ Πέτρος ὑποχώρησε καί ἔκανε αὐτό πού ἔπρεπε νά κάνει, νά βαπτίσει τόν Κορνήλιο, πού εἶχε χρόνο μπροστά του ζωῆς γιά νά βαπτιστεῖ. Ἑπομένως, καί στήν περίπτωση αὐτή, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, «οὐρανόθεν τήν κλήσην ἐδέξατο», ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτό εἶναι σημαντικότατο. Βέβαια, κάποιος μοῦ ἔλεγε, μά εἶναι βέβαιο; Ἀφοῦ φτάνει στά ὅρια τοῦ θρύλου, κι αὐτό μολονότι ἔχουμε ἀρχαῖες πηγές πού μαρτυροῦν τό ὅραμα ἤ τό θεοπτικό βίωμα πού ἔζησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Ἐμένα μέ ἐνδιαφέρουν τά ἁγιολογικά κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ποῦ στηριζόμαστε. Ὄχι βοήθησε, ἔδωσε, ἔχτισε καμπαναριά καί ναούς καί ἄλλα. Ξέρετε, ἡ Ὀρθοδοξία σέ ἀντίθεση μέ τόν παπισμό, τό λέγω γι’ αὐτούς πού δέν τό ξέρουν, δέν ἁγιοποιεῖ κανέναν. Ἁγιοποίηση, παρακαλῶ νά ξεχαστεῖ ὁ ὅρος. Εἶναι βλασφημία. Δέν ὑπάρχει ἅγιο-ποίηση στήν Ὀρθόδοξη, στούς ἁγίου Πατέρες. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τί ὑπάρχει: ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητος. Ὁ Θεός μέ ἔκτατες ἐπεμβάσεις, μέ λείψανα πού εὐωδιάζουν, πού θαυματουργοῦν, μέ τά λείψανα καί μέ τίς θεοσημεῖες αὐτές ἀποδεικνύει τήν ἐπέμβασή του στή συγκεκριμένη περίπτωση. Τότε τιμᾶμε τόν ὑπό τοῦ Θεοῦ διατηρηθέντα καί ἀναγνωρισθέντα ἅγιο.

Τό δεύτερο εἶναι, στήν Κωνσταντινούπολη, οἱ ντόπιοι ἐκεῖ, ἔλεγαν καί ἔψαλαν ὅτι ἡ λάρνακα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου βρύει ἰάματα. Ἐάν πάει κανείς στήν Κέρκυρα, συγχωρῆστε μου αὐτή τήν ἀναφορά, καί πεῖ ὅτι ἡ λάρναξ τοῦ Μεταλληνοῦ βρύει ἰάματα θά γελάσει ὁ κάθε ἕνας. Διότι ὄχι δέν πέθανα ἀκόμη ἀλλά διότι δέν εἶμαι ἄξιος νά θεραπεύει τό ἁγίασμα πού βγαίνει ἀπό τόν τάφο. Γιά νά τό λένε γιά τόν Κωνσταντῖνο δέν ξεγελιῶνται οἱ ντόπιοι τουλάχιστον. Ὁ ἱστορικός Σωζομενός λέγει πάλι γιά τόν ἅγιο Σπυρίδωνα «τά δέ θαυμάσια αὐτοῦ ἴσασι... τά θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνα. Καί τό τρίτον εἶναι ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος «ἐκράτυνε τήν πίστην της Νικαίας» Μέ τό νά ἐπιτρέψει νά συγκληθεῖ ἡ Σύνοδος καί νά ἀποφασίζει ἡ Σύνοδος, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνεδείχθη ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐκράτυνε, ἰσχυροποίησε πραγματικά τήν πίστην τῶν Ὀρθοδόξων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τόν ἅγιο Σπυρίδωνα ἐνθυμεῖσθε, λέγεται χαρακτηριστικά, καί τό σύμβολον ἐπήρωσε. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἐπικυρώνει μέ τό θαῦμα τῆς κεράμου τό σύμβολο. Ὁ Κωνσταντῖνος ἁπλῶς κρατύνει τήν ὀρθόδοξον πίστιν, ἐπειδή εἶχε τήν ἔμπνευσιν νά αὐτοκαταργηθεῖ ἀπό κύριος του κόσμου καί νά δεχθεῖ τόν Συνοδικόν θεσμόν. 

Μία τελική κρίση, δύο λόγια του Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου. Ἔχω κάνει μία σχετική μελέτη στόν Παπαρηγόπουλο καί γι’ αὐτό τό λόγο ἀναφέρομαι συχνά σ’ αὐτόν. Λέει ὁ Παπαρηγόπουλος: «καί ἄν ἀκόμα διέπραξε καί κάποια ἀνομήματα ὁ Κωνσταντῖνος, αὐτό δέν ὀφείλεται – ἁπλουστεύω τή γλώσσα – σέ ἀγριότητα τῆς ψυχῆς, ἀλλά γιατί ὁ ἴδιος γεννήθηκε καί ἔζησε μέσα σέ καθιερωμένες ἀπό αἰῶνες ὀλέθριες ἕξεις καί παραδόσεις. Οἱ προκάτοχοι καί οἱ συνάρχοντές του, κανένα δέ σεβάσθησαν θεῖο ἤ ἀνθρώπινο νόμο. Εἶναι ἀπορίας ἄξιο ὅμως καί θαυμασμοῦ, ὅτι κατανικώντας τόσο μεγάλους πειρασμούς, κατόρθωσε νά κατανοήσει καί νά ὁμολογήσει τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου.» 
Αὐτά λέει ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρηγόπουλος.

Εὐχαριστῶ.



Πηγή: π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία: Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας καί ἡ ἱστορική ἀλήθεια

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 Εἶ­πε Γέρων: «Τώ­ρα οἱ κα­λό­γε­ροι ἄλ­λα­ξαν. Δέν ἀ­γα­ποῦν τόν κό­πο».

*

      Εἶ­πε Γέρων: «Κα­λοί εἶ­ναι καί οἱ νέ­οι. Ὁ κα­θέ­νας τόν νό­μο τόν ξέ­ρει. Ἄς κά­νη κα­λά ὅ­σο ζῆ, για­τί με­τά, τί πε­ρι­μέ­νη ὁ κα­λό­γε­ρος; Νά τόν βο­η­θή­σουν τά μνη­μό­συ­να; Πάν­τως οἱ πα­λαι­οί ζοῦ­σαν ἁπλή ζωή­. Δέν προ­λά­βαι­ναν ἀ­πό τό δι­ά­βα­σμα καί τήν προ­σευ­χή. Ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν Σα­ρα­κο­στή. Ὑ­πῆρ­χαν πα­λαιά πολ­λοί ἐ­νά­ρε­τοι».

*

      Εἶ­πε Γέρων: «Πα­λαι­ά τά ξύ­λα τό κά­θε Μο­να­στή­ρι τά ἔ­κο­βαν μέ τό τσε­κού­ρι. Ἔ­λε­γαν ἔ­χου­με τό­σα τσε­κού­ρια στό δά­σος. Εἶ­χε ἡ­συ­χί­α τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τό­τε. Μό­νο τό τάκ–τάκ ἀ­κου­γό­ταν τῶν τσε­κου­ρι­ῶν καί τά πέ­τα­λα τῶν ἀ­λό­γων πά­νω στό καλ­ντε­ρί­μι».

*

      Εἶ­πε Γέ­ρων: «Πρέ­πει νά κρα­τοῦ­με τίς πα­ρα­δό­σεις, τά τυ­πι­κά τῶν πα­τέ­ρων καί νά μή νε­ω­τε­ρί­ζου­με ἀ­κο­λου­θών­τας νέ­α τυ­πι­κά, για­τί θά δώ­σου­με λό­γο στόν Θε­ό. Ὅ­,τι βρήκαμε ἀ­πό τούς πα­λαι­ούς πρέ­πει νά τό σε­βώ­με­θα».

*

       Εἶ­πε Γέ­ρων: «Τόν μο­να­χό, αὐ­τό πού τόν ὠ­φε­λεῖ δέν εἶ­ναι τό­σο ἡ ἄ­σκη­ση καί οἱ νη­στεῖ­ες, ὅ­σο ἡ ἀ­πο­χή τῆς συ­να­να­στρο­φῆς μέ τόν κό­σμο. Αὐ­τό χά­λα­σε τόν μο­να­χι­σμό μας σή­με­ρα καί δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ­νο τό πα­λαι­ό πνεῦ­μα πού τό­τε ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες ζοῦ­σαν πνευ­μα­τι­κά καί εἶ­χαν ἀ­ρε­τές».

*

      Εἶ­πε Γέρων: «Σή­με­ρα στό Ὄ­ρος ἐ­πάν­δρω­ση ἔ­χει, ὄ­χι ὅ­μως τό­σο πνευ­μα­τι­κή ζω­ή».

*

      Εἶ­πε Γέρων: «Σή­με­ρα δέν βρί­σκεις εὔ­κο­λα ἄν­θρω­πο νά ζῆ κα­λο­γε­ρι­κά καί νά σοῦ μι­λή­ση γιά τήν κα­λο­γε­ρι­κή. Με­τά λύ­πης τό λέ­ω, νά μέ συγ­χω­ρή­σης, δέν βρί­σκεις».

*

      Εἶ­πε Γέρων: «Οἱ πα­λαι­οί πα­τέ­ρες εἶ­χαν κα­νό­να ἀ­κοι­νω­νη­σί­ας γιά εἰ­κο­σι­τέσ­σε­ρις ὧ­ρες, ἄν ἀκου­μ­ποῦ­σαν γά­τα».

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtikh/to-pneyma-ton-palaion-18/

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης (†) – Ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης διαβάζει τις σκέψεις

 Το 1957 από την Κρύα Βρύση Γιαννιτσών είχε πάει στο μοναστήρι μία ομάδα συγγενών, δίχως να έχει προειδοποιήσει. Ήταν Δευτέρα της Διακαινησίμου. Ο όσιος Γεώργιος τους περίμενε και είχε ετοιμάσει από μία λαμπάδα κι ένα κόκκινο αυγό για τον καθένα, όσοι ακριβώς ήταν, απευθύνοντας τον κοσμοχαρμόσυνο χαιρετισμό, «Χριστός Ανέστη».

Μία γυναίκα από το χωριό της Σίψας ξεκίνησε να πάει στο εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Στον δρόμο όμως μετάνοιωσε και πήγε στο μοναστήρι του οσίου. Μόλις εισήλθε στην αυλή, τη φώναξε ο όσιος Γέροντας: «Έλα-έλα, εκεί που θα πήγαινες, εκεί θα πας». Πράγματι όταν γύρισε σπίτι της, είχε τόση δύναμη μέσα της, που πήρε κεριά και ξεκίνησε για τον άγιο Γεώργιο. Ούτε κατάλαβε πότε έφθασε, γιατί ήταν ο δρόμος μακρύς και ανηφορικός.

Η ίδια διηγείται πως πήγαινε ο Γέροντας μερικές φορές στο σπίτι τους. Τους έλεγε: «Εγώ θα σας μαγειρέψω σήμερα, θα σας κάνω πιλάφι». Ξαφνικά όμως σηκωνόταν, σαν κάτι να έβλεπε και έλεγε: «Τώρα θα φύγω, γιατί από τη Δράμα έρχονται προσκυνητές στο μοναστήρι. Πρέπει να είμαι εκεί, να τους φιλοξενήσω». Και ετοίμαζε ακριβώς για όσα πρόσωπα θα έρχονταν.

Σε κάποιον του έκανε ζημιά κάποιος στα κτήματά του. Νευριασμένος μονολογούσε: «Να δεις τι θα του κάνω, θα του κάψω τη θημωνιά». Ήταν καιρός νηστείας, νήστευε και πήγαινε στο μοναστήρι να μεταλάβει. Στα μισά του δρόμου σκεφτόταν θυμωμένος τι τον έκανε ο άλλος και αυτός πώς θα τον τιμωρούσε. Το καλοσκέφτηκε και μετανόησε: «Εγώ τι κάνω; Πηγαίνω να κοινωνήσω και δεν μπορώ να τον συγχωρέσω, αλλά λέω θα του κάψω τη θημωνιά;». Έτσι μετανοημένος έφθασε στον όσιο.

Μόλις πήγε να κοινωνήσει, ο όσιος Γέροντας του είπε: «Παύλε, μέχρι τον μισό δρόμο άλλα σκεφτόσουν και ευτυχώς που το μετάνοιωσες». Έμεινε άφωνος, μονολογώντας: «Τι δύναμη, να διαβάζει ακόμη και τις σκέψεις μου…».

Κάποτε πήγαινε ο ψάλτης Χατζηανέστης να κόψει ξύλα. Στον δρόμο είχε ένα ασβεστοκάμινο. Πήγε και πήρε τρία κομμάτια ασβέστη, χωρίς να πληρώσει στον ιδιοκτήτη, γιατί έλειπε.

Όταν επέστρεψε στον όσιο, του είπε αυστηρά: «Αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό. Βλέπω τρία σκυλιά που ήρθαν από πίσω σου. Να πας να τον πληρώσεις τον άνθρωπο, γιατί είναι ο ιδρώτας του αυτός». Έτσι κι έκανε.

Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 160, 166, 167 (αποσπάσματα).

 

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ