Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Οδηγός εξομολόγησης.Ποιές είναι οι αμαρτίες σε σχέση με το Θεό,τον πλησίον μας και τον εαυτό μας




Πολλοί προσερχόμενοι στην εξομολόγηση, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα ή δεν έχουμε κάτι να πούμε και φέρνουμε σαν δικαιολογία την αδύναμη μνήμη μας. Γι’ αυτό και ζητάμε από τον ιερέα να μας βοηθήσει. 
Όπως λέει και ο π. Αλέξανδρος Ελτσιανίνωφ, «η αδύναμη μνήμη και η ξεχασιά δεν αποτελεί πάντα δικαιολογία. Μπορεί να προέρχεται από έλλειψη σοβαρότητος απέναντι στην αμαρτία, από την πώρωσή μας. Η αμαρτία που βαραίνει τη συνείδησή μας δεν θα ξεχαστεί».
  Είναι απαραίτητο πριν προσέλθουμε στον πνευματικό, να καθίσουμε σ’ ένα ήσυχο μέρος, να προσευχηθούμε θερμά στον Θεό να μας δώσει αληθινή μετάνοια  να φωτίσει τα κρυπτά των καρδιών μας και να κάνουμε μια όσο το δυνατόν τίμια βυθοσκόπηση. 

  Ένας από τους κύριους σκοπούς αυτού του μικρού βιβλίου είναι να βοηθήσει σε μια καλύτερη προετοιμασία και σ’ ένα τίμιο αυτοέλεγχο. Στην προσπάθειά μας αυτή θα μας βοηθήσουν πολύ μερικά κείμενα της εκκλησίας μας, όπως π.χ. η ανάγνωση των δέκα εντολών και της επί του όρους ομιλίας του Κυρίου. Επίσης η ανάγνωση των ευχών της θείας μεταλήψεως κ.α. Όλ’ αυτά είναι ένας καθρέπτης μέσα από τον οποίο μπορούμε να δούμε τον εσωτερικό μας κόσμο, όπως επίσης και ποιες πράξεις ή και καταστάσεις είναι αμαρτωλές και τις αγνοούμε . Πόσοι από μας εξομολογούμαστε ασήμαντα πράγματα και αφήνουμε τα βαρύτερα του νόμου;
  Μια σημαντική μερίδα ανθρώπων νοιώθουν απόγνωση από το πλήθος ή το μέγεθος των αμαρτιών τους. Πιστεύουν πως δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας ή πως οι αμαρτίες τους είναι τόσο μεγάλες και φοβερές , που θα καταπλήξουν τον πνευματικό. 

 Αυτή η διαπίστωση είναι μια από τις αιτίες που πολλοί συγγραφείς – με κυριότερο εκπρόσωπο τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη- καταγράφουν στα έργα τους τα σχετικά με την εξομολόγηση, όλων των λογιών τις ανθρώπινες αμαρτίες, τους τρόπους, δηλαδή, με τους οποίους απομακρύνεται ο άνθρωπος από τον Θεό. Πολλοί, π.χ. πιθανόν να σκανδαλίζονται από το «Εξομολογητάριον» του αγίου Νικοδήμου, όπου καταγράφονται λεπτομερέστατα και οι πιο απίθανες αμαρτίες. Ο άγιος Νικόδημος όμως, με την ποιμαντική ευαισθησία που τον διακρίνει, και ανταποκρινόμενος στις πνευματικές ανάγκες της εποχής του προσέφερε μια σπουδαιότατη υπηρεσία. Όχι μόνον βοηθάει σε μια γνήσια αυτοκριτική και σωστή προετοιμασία , αλλά παράλληλα δίνει θάρρος κι ελπίδα στον αμαρτωλό άνθρωπο, που βρίσκεται στα όρια της απόγνωσης. Του δείχνει, δηλαδή, ότι η εκκλησία, γνωρίζει καλά την ανθρώπινη αμαρτωλότητα∙ ότι οι δικές του «φοβερές» αμαρτίες δεν είναι άγνωστες για τη μητέρα μας εκκλησία∙ και ότι είναι λάθος να πιστεύει πως μόνον αυτός είναι κάποιο… τέρας!
Αυτή και μόνον η ανάγκη, που σήμερα με την άμβλυνση των συνειδήσεων γίνεται επιτακτικότερη, μας παρακινεί να καταγράψουμε μερικές από τις αμαρτίες, που πιστεύουμε ότι θα βοηθήσουν σε μια καλύτερη προετοιμασία.


Όπως γράφει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, όλες οι αμαρτίες συνοψίζονται σε μια βασική αμαρτία: Στην έλλειψη αληθινής αγάπης προς τον Θεό, πίστεως σ’ Αυτόν και ελπίδας σ’ Αυτόν. Την εξαγόρευσή μας μπορούμε να την υποδιαιρέσουμε σε τρεις βασικούς τομείς:


Α΄. Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ
Έλλειψη ζωντανής σχέσης με τον Θεό.
Κλονισμός πίστεως κι εμπιστοσύνη στον Θεό και στην πρόνοιά Του , στις οποιεσδήποτε δυσκολίες .
Ζητήματα πίστεως, αδυναμίας, αμφιβολίας, ολιγοπιστίας.
Αδιαφορία για την προσευχή, νηστεία, θεία λατρεία, εκκλησιασμό, συχνή θεία μετάλειψη.
Αδιαφορία για τη μελέτη της αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων.
Γογγυσμός κατά του Θεού, βλασφημία ή λογισμοί βλασφημίας.
Όρκος, επιορκία, ψευδορκία, ταξίματα.
Μαγεία, μαντεία, αστρολογία, κ.λπ., πίστη στις προλήψεις , στην τύχη, στα όνειρα.


Όλα αυτά τα αμαρτήματα έχουν το καθένα τη σοβαρότητά τους. Θα σταθούμε μόνον σε τρία από αυτά , στα οποία οι χριστιανοί δεν δίνουν τόση σημασία: 1) Το πρώτο είναι το θέμα της θείας μεταλήψεως. Η πλειοψηφία των χριστιανών ζουν μακριά από το ποτήριον της ζωής, πολλές φορές χωρίς λόγο. Θα σημειώσουμε στο τέλος πολλά για το θέμα αυτό. Εδώ θα αρκεστούμε μόνον να τονίσουμε πως η αποφυγή της θείας κοινωνίας είναι περιφρόνηση της θυσίας του Χριστού και βέβαια μεγάλη αμαρτία.


ΙΙ) Το δεύτερο είναι η προσευχή. Συνήθως στην εξομολόγηση μιλάμε σχολαστικά για τη νηστεία, ή για άλλα ασήμαντα πράγματα και δεν αναφέρουμε καθόλου το θέμα της προσευχής , με την οποία έχουμε πάρει διαζύγιο. Ούτε βέβαια για την αμέλειά μας κατά την ώρα της προσευχής. Κι έπειτα απορούμε για την κατάστασή μας . Πώς μπορούμε όμως χωρίς τη συχνή θεία κοινωνία και διαρκή επικοινωνία με τον Θεό να προχωρήσουμε; Έλεγε κάποιος ιερέας πολύ σοφά: «Αν θέλεις να δεις πόση αγιότητα και πνευματικότητα διαθέτει κάποιος, ρώτησε τον πόσο προσεύχεται!». Δεν είναι τυχαίο πως όλοι ανεξαιρέτως οι άγιοί μας ήταν άνθρωποι προσευχής. Το κυριότερο έργο τους ήταν η προσευχή, κάτι που για μας είναι πάρεργο.
ΙΙΙ ) Τέλος, το θέμα της μαγείας. Είναι μια μεγάλη πληγή. Χιλιάδες άνθρωποι τρέχουν σε μάγους, σε καφετζούδες, σε χαρτορίχτρες , σε αστρολόγους, ή σε «φωτισμένες» και οραματίστριες. Πηγαίνουν ελαφρά τη καρδία, αγνοώντας ότι αυτό αποτελεί τη χειρότερη βλασφημία κατά του Θεού , την άρνηση του βαπτίσματος , τη συνεργασία με τον σατανά.



Β΄. Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ
Έλλειψη αγάπης για τον πλησίον, αδιαφορία γι’ αυτόν, υποτίμηση, περιφρόνηση .
Μίσος, φθόνος, χαιρεκακία, έχθρα, μνησικακία, εκδικητικότητα, ανταπόδοση κακού, σκληρότητα, ασυγχωρησία, πικρία, ζήλεια.
Εριστικότητα, φιλονεικία, κατάρες, ύβρεις, ειρωνεία, εμπαιγμός, κοροϊδία, χειροδικία, φόνος .
Κατάκριση, καταλαλιά, ιεροκατηγορία, συκοφαντία, ραδιουργία, καχυποψία.
Ψεύδος, ανειλικρίνεια, ανεντιμότητα.
Κλοπή, κατάχρηση, καταστροφή ξένης περιουσίας, κακομεταχείριση της δημιουργίας του Θεού.
Αγνωμοσύνη, αχαριστία, αναίδεια, θρασύτητα, έλλειψη σεβασμού σε γονείς , προϊσταμένους, ιερείς, κ.λπ.
Σκανδαλισμός άλλων με την ζωή μας, τη συμπεριφορά μας , την προκλητική εμφάνιση.
Παράλειψη καλού κι ελεημοσύνης.



ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Έλλειψη αγάπης , πνεύματος θυσίας, υποχωρητικότητας κι αλληλοκατανόησης.
Έλλειψη ενδιαφέροντος , καλωσύνης και χρόνου για την σύζυγο και τα παιδιά.
Εριστικότητα, πείσμα, υπονόμευση συζύγου.
Αδιαφορία για την ανατροφή και χριστιανική αγωγή των παιδιών.
Παράλογες και εγωιστικές απαιτήσεις από σύζυγο και παιδιά.
Άκαιρες, πιεστικές και αδικαιολόγητες επεμβάσεις στη ζωή και στις αποφάσεις των παιδιών, ή στις οικογένειές τους. Υπονόμευση των προσπαθειών τους και του δεσμού τους.
Μοιχεία.



ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Απάτη, νοθεία στην εργασία ή στο εμπόρευμα.
Αισχροκέρδεια, κατάχρηση, παρανομία, τοκογλυφία, απόκρυψη εμπορευμάτων, κλοπή.
Ανεντιμότητα στις συναλλαγές , δολιότητα επαγγέλματος.
Κακομεταχείριση, εκμετάλλευση, αδικία σε βάρος των υπαλλήλων, εργατών, υφισταμένων.
Προσωποληψία.

Κι εδώ αν προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τη σοβαρότητα και τους καρπούς της κάθε αμαρτίας θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι. Δίχως να θέλουμε να παραβλέψουμε ή να υποτιμήσουμε καμιά αμαρτία, θα σταθούμε και πάλι σε τρεις, που ταλαιπωρούν ιδιαίτερα τις ψυχές μας, αλλά δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.
1) Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων έχουμε κάποιο μικρό ή μεγάλο πρόβλημα στιςδιαπροσωπικές σχέσεις. . Για ασήμαντες αφορμές πολλές φορές , ερχόμαστε σε προστριβές με τους άλλους. Μια αθώα κουβέντα, ή μια σπιθαμή γης, γίνεται αιτία συχνά να καταστραφούν φιλίες, ή συγγενικοί δεσμοί. Ο εγωισμός και η κακία μας κατακλονίζουν και δείχνουμε μια δαιμονική σκληρότητα, ένα σατανικό πείσμα. Έτσι φτάνουμε πολλοί στον πνευματικό , εξομολογούμαστε ένα σωρό ασήμαντες λεπτομέρειες και δεν θεωρούμε σημαντικό να ομολογήσουμε την έλλειψη αγάπης και τη σκληρότητά μας∙ ότι π.χ. έχουμε διακόψει την επικοινωνία με τον αδελφό μας , τον γείτονα, τον φίλο, τον συγγενή∙ ότι δεν του λέμε ούτε «καλημέρα» . Ή και αν τα εξομολογούμαστε, το κάνουμε ψυχρά και τυπικά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα∙ περισσότερο για να δείξουμε πόσο άδικο έχει ο άλλος και πόσο δίκιο εμείς. Οι πνευματικοί πολύ συχνά είναι μάρτυρες μιας δαιμονικής κατάστασης. Μας συστήνουν, δηλαδή, να προσπαθήσουμε να συμφιλιωθούμε με τον πλησίον μας ή τον εχθρό μας και μεις απαντάμε αναιδέστατα: «Μέχρι να πεθάνω δεν θα του μιλήσω! Δεν θέλω να τον δω στα μάτια μου! Ούτε στην κηδεία μου θέλω νάρθει!». Είναι όμως αυτό εξομολόγηση; Υπάρχει σ’ αυτά τα λόγια υποψία μετανοίας; Κι έχουμε έπειτα την απαίτηση να μας επιτρέψει ο πνευματικός μας να συμμετάσχουμε στη θεία κοινωνία, τη στιγμή που αυτή τη θεία κοινωνία την αρνούμαστε και την υπονομεύουμε. Η αρρώστια αυτή είναι τόσο φοβερή, που απαιτεί θερμή προσευχή…
… Τέλος ας μην ξεχνάμε πως ο ίδιος ο Χριστός θεωρεί την αμαρτία αυτή ως το μόνο εμπόδιο για την συμμετοχή στη θεία κοινωνία: «Εὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου». Δηλαδή, «όταν προσφέρεις το δώρο σου στο ναό κι εκεί θυμηθείς πως ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί, μπροστά στο θυσιαστήριο του ναού το δώρο σου, και πήγαινε να συμφιλιωθείς πρώτα με τον αδελφό σου, και ύστερα έλα να προσφέρεις το δώρο σου» ( Ματθ. Ε, 23-24 ) . ..
…ΙΙ) ας σταματήσουμε και σε μιαν άλλη φοβερή αμαρτία, την κατάκριση, που ανθεί ιδιαίτερα στα «χριστιανικά» περιβάλλοντα. Ο λόγος του Ιησού είναι κατηγορηματικός: «Μή κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» ( Ματθ. Ζ, 1 ) . Εμείς όμως δεν χάνουμε ευκαιρία για να κατακρίνουμε. Λησμονούμε πως η κρίση ανήκει μόνο στον Θεό. Γι’ αυτό και η κατάκριση είναι αντιποίηση αρχής. Σήμερα έχει γίνει της μόδας να μιλάμε για τον αντίχριστο συνεχώς. Όλοι σχεδόν ψάχνουμε δεξιά κι αριστερά να εντοπίσουμε τα ίχνη του αντίχριστου∙ ανησυχούμε∙ αναζητάμε τρόπους για να προφυλαχθούμε∙ επισημαίνουμε «σημεία» και αναλύουμε προφητείες για τον επικείμενο ερχομό του∙ οργανώνουμε συλλαλητήρια εναντίον του∙ αναρωτιόμαστε ποιός είναι, πώς θα ‘ναι κ.λπ. Ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης ανατρέπει όλη αυτή την προβληματική μας, λέγοντας ένα φοβερό λόγο: «Εκείνος που κρίνει πριν από την παρουσία του Χριστού, είναι ο αντίχριστος, γιατί αρπάζει το αξίωμα του Χριστού!»…


… ΙΙΙ) Τέλος, ας θίξουμε με λίγα λόγια και το αμάρτημα του σκανδαλισμού, που σήμερα το θεωρούμε παρωνυχίδα. Σκανδαλίζουμε τους άλλους με χίλιους δυό τρόπους, με την ασυνέπεια λόγων και πράξεών μας, με τη γλώσσα μας, την απροσεξία , την ανεντιμότητα, την άστατη ζωή μας, την προκλητική εμφάνισή μας. Και εδώ ο Χριστός είναι κάτι παραπάνω από κατηγορηματικός. Ας θυμηθούμε τί είπε για τα σκάνδαλα και τους σκανδαλοποιούς. Ίσως να φαίνεται υπερβολικό , αλλά ο Χριστός μεταξύ μιας άλλης φοβερής αμαρτίας, της αυτοκτονίας , και του σκανδαλισμού, φαίνεται να προτείνει την πρώτη: «ἀνένδεκτόν ἐστι τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· οὐαὶ δὲ δι᾿ οὗ ἔρχεται. Λυσιτελεῖ αὐτῷ εἰ λίθος μυλικὸς περίκειται περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔρριπται εἰς τὴν θάλασσαν». Δηλαδή, «Είναι αδύνατον να μην έλθουν τα σκάνδαλα∙ αλλοίμονον όμως σ’ εκείνον που τα προκαλεί. Είναι προτιμότερο γι’ αυτόν να κρεμάσει μια μυλόπετρα στον λαιμό του και να ριχτεί στη θάλασσα» ( Λουκ. ΙΖ, 1-2 ).


Γ΄. Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ
Αδιαφορία για την πνευματική ζωή και κατάρτισή μας.
Ανευθυνότητα, ραθυμία, ακηδία, αμέλεια.
Διασκεδάσεις , χαρτοπαιξία, γαστριμαργία, λαιμαργία, μέθη, ναρκωτικά.
Φιλαργυρία, απληστία, πλεονεξία, πλούτος, καταναλωτική μανία, πολυτέλεια, επιδίωξη βολέματος, ατομισμός.
Υποκρισία.
Αισχρολογία, αργολογία, φλυαρία.
Θυμός, οργή.
Υπερηφάνεια, οίηση, εγωισμός, υπεροψία, ματαιοδοξία, κενοδοξία, φιλαρχία, φιλοπρωτεία, μεγαλομανία, μεγαλοστομία, φιλαρέσκεια, επιδίωξη επαίνων, πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, δαιμονική αυτοπεποίθηση, ιδιοτροπία.
Αμαρτίες και πειρασμοί της σάρκας. Έλλειψη σεβασμού στο σώμα, που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος.
Ανάγνωση ανήθικων περιοδικών, βιβλίων κ.λπ. ή θέαση ανήθικων κινηματογραφικών , θεατρικών, τηλεοπτικών έργων.
Ανήθικες σκέψεις, λογισμοί, φαντασίες.
Πορνεία, μοιχεία, αυνανισμός, κ.λπ. σαρκικά αμαρτήματα.
Έκτρωση.

Κι εδώ είναι αναγκαίο να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις.

 Πολλοί άνθρωποι που έχουν πέσει σε σαρκικές αμαρτίες, δεν μιλούν γι’ αυτές στην εξομολόγηση, γιατί τις θεωρούν «φυσικές». Μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς προτείνουν στην εκκλησία να ..προσαρμοστεί στις σύγχρονες ανάγκες του ανθρώπου και να αλλάξει την ηθική της! Η ηθική όμως της εκκλησίας δεν είναι φούρνος του Χότζα για να αλλάξει σύμφωνα με τα βίτσια του καθενός. Η ηθική της εκκλησίας δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Δεν έχει ανάγκη η εκκλησία αλλαγής, αλλά εμείς.
Άλλοι πάλι αντίθετα, θεωρούν τις αμαρτίες της 7ης εντολής , δηλαδή τις σαρκικές αμαρτίες , σοβαρότερες από τις άλλες. Και έτσι ή ντρέπονται να εξομολογηθούν, ή όταν εξομολογούνται στέκονται με επιμονή μόνον σ’ αυτές αφήνοντας άλλες που μπορεί να είναι βαρύτερες στα μάτια του Θεού. Ας μην ξεχνάμε όμως, πως ο Χριστός, χωρίς να παραθεωρεί τη συγκεκριμένη αμαρτία, στάθηκε με ιδιαίτερη συμπάθεια και έδειξε μεγάλη ευαισθησία στους πόρνους. Δεν έκανε το ίδιο όμως με τους υποκριτές και τους φιλάργυρους. Στους πρώτους μάλιστα απηύθυνε τα φοβερά εκείνα «Οὐαὶ» και την φράση : «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» ,δηλαδή, σας βεβαιώνω πως οι τελώνες και οι πόρνες θα μπουν πριν από σας στη βασιλεία του Θεού» ( Ματθ. ΚΑ, 31 ) . Γι’ αυτό και η εκκλησία έχει να επιδείξει ένα πλήθος αγίων, που το πάθος αυτό δεν μπόρεσε να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο τους. Πολύ ωραία σημειώνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος:
«Είδα ψυχές που έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον. Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου και εκεντρίσθηκαν στην άπληση αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄37-48) δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ» και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον.»
Από την άλλη πλευρά ο Χριστός δεν στέκεται στην αμαρτία που γίνεται μόνο με το σώμα, αλλά πάει πολύ βαθύτερα: «᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.» ( Ματθ. Ε, 28 ) . Επομένως, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, όλοι είμαστε παραβάτες της 7ης εντολής. Και για να είμαστε ειλικρινείς , αν θέλουμε να μετρήσουμε τις καθημερινές μας πορνείες, θα χρειαζόμασταν ..ηλεκτρονικό υπολογιστή!
Αν δούμε ευρύτερα το αμάρτημα αυτό, θα αντιληφθούμε ότι πορνεία είναι κάθε χρησιμοποίηση του άλλου ανθρώπου για δικό μας όφελος , για δική μας ικανοποίηση. Μ’ αυτή την έννοια αν θέλουνε να ψάξουμε πόσες φορές έχουμε , με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ,χρησιμοποιήσει τους άλλους (τους φίλους, τους συγγενείς, τα παιδιά μας, τους υφισταμένους μας κ.λπ. ) για τις δικές μας εγωκεντρικές επιθυμίες τότε θα χρειαζόμασταν οπωσδήποτε την βοήθεια των κομπιούτερς…!


Πέραν αυτού όμως, το σοβαρό μας σφάλμα είναι ότι σχεδόν όλοι μας πάμε κατευθείαν στην 7η εντολή , ενώ πριν υπάρχουν άλλες 6. Σημειώσαμε πιο πάνω το αμάρτημα της φιλαργυρίας. Ελάχιστοι νοιώθουμε την ανάγκη να πούμε κάτι γι’ αυτό. Μπορεί να λέμε , «δεν σκότωσα, δεν έκλεψα, δεν εμοίχευσα» και όμως να έχουμε 5-6 διαμερίσματα και αρκετές καταθέσεις, ή κι αν δεν έχουμε, αυτό είναι το όνειρό μας και ο στόχος της ζωής μας. Έτσι ,σαν διάθεση νάμαστε φιλοχρήματοι και άπληστοι. Λησμονούμε τον λόγο του Ευαγγελίου : «Ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι…». Ξεχάσαμε πως αν ο Χριστός έδειξε συμπάθεια στους πόρνους, δεν έκανε το ίδιο με τον πλούσιο. Είναι τυχαίο ότι ο Χριστός κάνει την πιο τρομακτική περιγραφή της κόλασης στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου; Είναι τυχαίο ότι ο Χριστός είπε για τους πλούσιους την φοβερή φράση: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.». Δηλαδή, «Σας διαβεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβάνω. Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από την κλειδαρότρυπα παρά να μπει πλούσιος στην βασιλεία του Θεού» ( Ματθ. ΙΘ, 23-24 ). Γιατί ο φιλοχρήματος έχει μόνη του ελπίδα το χρήμα , που δεν τον αφήνει να δει τον διπλανό του. Και τόσο πολύ μεθάει απ’ αυτό το πάθος, που κάνει τα πάντα , πατάει επί πτωμάτων για να πλουτίσει. Κανείς δεν πλουτίζει δίχως αμαρτίες. Ο ίδιος ο μαθητής του Χριστού, ο Ιούδας , τον πρόδωσε για τριάκοντα αργύρια. Ένας άνθρωπος που πιστεύει στο χρήμα , δεν μπορεί να πιστεύει στον αληθινό Θεό…

Από το βιβλίο του π.Νεκταρίου Αντωνόπουλου Επιστροφή (Μετάνοια και Εξομολόγηση).Εκδ.''Ακρίτα''
http://proskynitis.blogspot.com/2014/02/blog-post_11.html

Μεγάλη Εβδομάδα: Ποια είναι τα έθιμα κάθε ημέρας μέχρι το Πάσχα;

Μεγάλη Δευτέρα
Η Μεγάλη Δευτέρα είναι αφιερωμένη στον Ιωσήφ, τον πιο αγαπητό υιό του Ιακώβ, τον οποίο πούλησαν τα αδέλφια του σε εμπόρους από την Αίγυπτο. Εκείνη την ημέρα διαβάζεται στην εκκλησία και η παραβολή της καταραμένης συκιάς από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου.Τη Μεγάλη Δευτέρα σε όλη την Ελλάδα ξεκινούν οι ετοιμασίες στα σπίτια για τον εορτασμό του Πάσχα. Στα χωριά, κυρίως ασπρίζονται με ασβέστη οι αυλές και οι γλάστρες βάφονται κόκκινες. Σε κάποιες περιοχές οι πιστοί συνηθίζουν να τρέφονται μόνο με ψωμί και νερό έως τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, που λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία
Μεγάλη Τρίτη
Τη Μεγάλη Τρίτη στην εκκλησία διαβάζεται η Παραβολή των Δέκα Παρθένων, ενώ το βράδυ στον Εσπερινό ψάλλεται το τροπάριο της Κασσιανής.Η μέρα αυτή είναι αφιερωμένη στο καθάρισμα του σπιτιού. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, τη Μεγάλη Τρίτη φτιάχνονται τα κουλουράκια και τα τσουρέκια, έθιμο που συνήθως γίνεται Μ. Πέμπτη. Στη Θάσο αναβιώνει το πανάρχαιο έθιμο «Για βρεξ’ Απρίλη μ’», όπου χορεύονται παραδοσιακοί χοροί. Στην Ιερισσό της Χαλκιδικής έχουν το έθιμο «Του μαύρου νιου τ’ αλώνι». Μετά την επιμνημόσυνη δέηση και την εκφώνηση του πανηγυρικού, οι γεροντότεροι αρχίζουν το χορό. Σιγά-σιγά πιάνονται όλοι οι κάτοικοι και συχνά ο χορός έχει μήκος τετρακόσια μέτρα. Τραγουδούν και χορεύουν όλα τα πασχαλινά τραγούδια και τελειώνουν με τον «Καγκέλευτο» χορό, που είναι η αναπαράσταση της σφαγής 400 Ιερισσιωτών από τους Τούρκους, κατά την επανάσταση του 1821. Κατά τη διάρκεια της γιορτής μοιράζεται καφές που βράζει σε μεγάλο καζάνι «ζωγραφίτικος», τσουρέκια και αυγά.
Μεγάλη Τετάρτη
Τη Μεγάλη Τετάρτη διαβάζεται το μύρωμα του Ιησού από την αμαρτωλή, κατάτη διάρκεια του οποίου μιλά για τον επερχόμενο θάνατό του. Το απόγευμα τηςΜεγάλης Τετάρτης, στις εκκλησίες μας τελείται το Μυστήριο του Μεγάλου Ευχέλαιου.Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, οι γυναίκες πηγαίνουν στο Μεγάλο Ευχέλαιο έχοντας μαζί τους μια σουπιέρα με αλεύρι. Σε αυτό στερεώνουν τρίακεριά, τα οποία καίνε κατά την τέλεση του Μυστηρίου. Το αλεύρι αυτό το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τα πασχαλινά κουλούρια την επόμενη ημέρα. Παλιότερα, στην Αθήνα οι γυναίκες της εκκλησίας πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και μάζευαν αλεύρι, το οποίο ζύμωναν χωρίς προζύμι. Ο παπάς ακουμπούσε πάνω στη ζύμη το Σταυρό με το Τίμιο Ξύλο και το ζυμάρι φούσκωνε. Αυτό αποτελούσε το προζύμι της χρονιάς.
Διαβάστε ακόμη:

5 μέρη για μονοήμερη εκδρομή την Κυριακή του Πάσχα!

Μεγάλη Πέμπτη
Τη Μεγάλη Πέμπτη το Θείο Δράμα προχωρεί προς την αποκορύφωσή του. Την ημέρα αυτή γίνεται ο Μυστικός Δείπνος, όπου ο Ιησούς κοινωνεί τους μαθητές του δίνοντάς τους από ένα κομμάτι ψωμί που συμβολίζει το σώμα του και κρασί που συμβολίζει το αίμα του. Το βράδυ ψέλνονται τα Δώδεκα Ευαγγέλια και στην εκκλησία περιφέρεται ο Σταυρός με τον Ιησού. Αφού τελειώσουν τα 12 Ευαγγέλια, κοπέλες αναλαμβάνουν να στολίσουν τον Επιτάφιο.Το κύριο έθιμο της Μεγάλης Πέμπτης είναι το βάψιμο των κόκκινων αυγών καιζύμωμα των τσουρεκιών. Αυτήν την ημέρα οι νοικοκυρές δεν πλένουν, δεν απλώνουν ούτε κάνουν άλλες δουλειές στο σπίτι.
Στη Λήμνο, το πρώτο πασχαλινό αυγό είναι της Παναγίας και το τοποθετούν στο εικονοστάσι.
Στη Σίφνο, οι γυναίκες φτιάχνουν τα λεγόμενα «Πουλιά της Λαμπρής», που είναι κουλούρες σε διάφορα σχήματα πουλιών ή ζώων, τα οποία είναι στολισμένα με κόκκινα αυγά.
Στη Δυτική Μακεδονία, οι γυναίκες απλώνουν στο μπαλκόνι κόκκινα πανιά καιοι οικογένειες που έχουν πένθος δεν βάφουν τα αυγά κόκκινα αλλά κάποιο άλλο χρώμα.
Στα Χανιά φτιάχνουν ένα ανθρώπινο ομοίωμα του Ιούδα από ξύλα, τον οποίο περιφέρουν σε όλο το χωριό και τον χτυπούν.
Μεγάλη Παρασκευή
Η Μεγάλη Παρασκευή αναπαριστά τη δίκη του Ιησού από τον Πόντιο Πιλάτο, τη μαρτυρική του πορεία προς τον Γολγοθά και τη Σταύρωση. Πρόκειται για την ημέρα των Παθών. Το βράδυ τελείται η περιφορά του Επιταφίου, ενώ οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα όλη την ημέρα.
Σε κάποια μέρη της Ελλάδας, τα λουλούδια του Επιταφίου φυλάσσονται, μετά την περιφορά, από τους πιστούς γιατί θεωρούνται θαυματουργά.Για τους πιστούς, η νηστεία της ημέρας είναι αυστηρότατη και απαγορεύει ακόμα και το λάδι, ενώ το έθιμο απαγορεύει κάθε εργασία την ημέρα αυτή.
Πολλοί συνηθίζουν να πίνουν λίγο ξίδι εις ανάμνηση αυτού που έδωσαν στον Ιησού.Σε πολλές περιοχές της χώρας φτιάχνουν ένα ομοίωμα του Ιούδα, το οποίο παραδίδουν στη φωτιά μετά την περιφορά του Επιταφίου. Επίσης, την ημέρα αυτή οι πιστοί συνηθίζουν να επισκέπτονται τους τάφους των νεκρών συγγενών και φίλων.
Στην Κρήτη τη Μεγάλη Παρασκευή υπάρχει το έθιμο ο ιερέας να μνημονεύει εντός της εκκλησίας πριν την περιφορά του Επιταφίου τα ονόματα όλων των κεκοιμημένων συγχωριανών της κάθε οικογένειας, έστω και πολλές γενιές πίσω.
http://www.thebest.gr/news/index/viewStory/324966

Στοχοποιήθηκε δασκάλα στην ορεινή Ξάνθη που σχολίασε τα της μειονοτικής εκπαίδευσης

Στοχοποιήθηκε δασκάλα στην ορεινή Ξάνθη που σχολίασε τα της μειονοτικής εκπαίδευσης

Το έργο το έχουμε ξαναδεί.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ανεχόμαστε ασχολίαστα τις αθλιότητες του σκηνοθέτη, πόσο μάλλον όταν αυτός παρεκτρέπεται σε βάρος των ζωών των συμπολιτών μας.
Αναφερόμαστε στο …μέγα θέμα που ανέδειξαν οι λούστροι του τουρκικού Προξενείου στον Εχίνο της Ξάνθης, με μιαν ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα μιας δασκάλας του χωριού.

Η Δάφνη Σταυράκη (φωτό), που εργάζεται στο μειονοτικό σχολείο του Εχίνου έγραψε στο Facebookένα σχόλιο αναφορικά με το πρόσφατο θέμα της (μη) χρήσης της ελληνικής γλώσσας σε μειονοτικά σχολεία, υπερασπιζόμενη την αρχική οδηγία των προϊσταμένων της και προσθέτοντας ότι “Η Τουρκία κάνει το παιχνίδι της σε καθημερινή βάση. Το θέμα είναι η Ελλάδα τι κάνει; Και επιτέλους όποιος δεν αγαπάει την Ελλάδα μπορεί να βγάλει διαβατήριο, για την υπέροχη Τουρκία που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και να μείνει εκεί”.

Η τουρκοφυλλάδα “Γκιουντέμ” έγραψε πως η ανάρτησή της χαρακτηρίζεται – από ποιούς άραγε; – ως “ακραία εθνικιστική” και πήραν μπρος τα …όργανα.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου Κηδεμόνων Ιλτέρ Μέτσο και ο τοπικός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Χουσεΐν Ζεϊμπέκ πήγαν στο σχολείο και συναντήθηκαν με τον διευθυντή και τον υποδιευθυντή του προκειμένου να εκφράσουν την “ανησυχία” τους για την ανάρτηση της δασκάλας και να ζητήσουν “σεβασμό στις ευαισθησίες της μειονοτικής κοινωνίας”! Προσέξτε δηλώσεις του βουλευτή:
“Μόλις ενημερώθηκα για το θέμα, ενημέρωσα και την διεύθυνση του σχολείου και το υπουργείο Παιδείας (…)
Περιγράψαμε το περιστατικό σε όλους τους αρμοδίους που έπρεπε να μάθουν. Η δασκάλα ασκεί κριτική στο υπουργείο Παιδείας, επειδή έκανε βήμα πίσω στο θέμα της οδηγίας που περιόριζε την χρήση των τουρκικών. Η ανάρτηση έγινε σε ένα χαρακτηριζόμενο ως ακροδεξιό μπλογκ (…)

Μετά την δέουσα προειδοποίηση, η δασκάλα έσβησε το σχόλιο της από τα σόσιαλ μίντια. Εμείς κάναμε τις δέουσες κινήσεις και προειδοποιήσεις. Από τώρα και μετά, θα αποφασίσει το υπουργείο. Ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετικές απόψεις. Αλλά μια δασκάλα που υπηρετεί σε ένα μειονοτικό σχολείο, είναι ανάγκη να είναι ακόμη πιο προσεκτική στα σχόλια και στις δηλώσεις της, ιδιαίτερα σε ευαίσθητα θέματα. Ένα άλλο θέμα επίσης είναι το κατά πόσο μπορεί να είναι αποδοτική μια δασκάλα στο σχολείο, μετά από ένα τέτοιο περιστατικό”.
Στο ίδιο μήκος κύματος κι ο πρόεδρος του Συλλόγου Κηδεμόνων Ιλτέρ Μέτσο, δήλωσε πως η ανάρτηση της δασκάλας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. “…
Ζητήσαμε να υπάρχει σεβασμός στις ευαισθησίες του κόσμου μας σχετικά με το σχολείο, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό μας, τα ήθη και έθιμα μας, την θρησκεία μας και την τουρκική μας ταυτότητα. Αναφέραμε πως δεν επιτρέπουμε να λέγονται κουβέντες κατά των αξιών μας. Ζητήσαμε σχετικά με αυτά τα θέματα να γίνονται υπενθυμίσεις προς τους δασκάλους, όχι μια φορά στους τρεις μήνες, αλλά κάθε μήνα…”

Μάλιστα, κύριοι! Ο μεν βουλευτής ζητάει εμμέσως την τιμωρία της δασκάλας που έγραψε ένα ανώδυνο σχόλιο στο FB, ο δε Ιλτέρ, που κάνει τον ιμάμη (είχε σταλεί γιαυτό και στη Ρόδο), ανέλαβε επίσημα λογοκριτής. 
 http://www.vimaorthodoxias.gr/ethnika/item/80340

ΑΚΟΥΣΤΕ: ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΜΑΣ ΖΗΤΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΡΕΣΤΑ!

Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης - Δεν φτάνει που τις τελευταίεςμέρες τα τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη έχουν κάνει σουρωτήρι το Αιγαίο και τουρκικά ελικόπτερα πετούν πάνω από ελληνικά νησιά, τουρκικά δημοσιεύματα αναφέρουν ότι… προκαλούμε την τουρκική υπομονή και ότι δεν θα πρέπει να παραβιάζουμε την τουρκική κυριαρχία. Μάλιστα!!!

Σύμφωνα με το δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας Sözçü, οι Έλληνες δεν φτάνει που έχουν καταλάβει παράνομα 17 νησιά και νησίδες στην περιοχή των Δωδεκανήσων που ανήκουν στην τουρκική διοίκηση της Σμύρνης, της Μούγλας και του Αιδινίου, βγαίνει και από πάνω ο αρχηγός του ελληνικού Γενικού Επιτελείου, Evangelos Apostolakis, (τουρκιστί), και κατηγορεί τους Τούρκους ότι προβαίνουν σε προκλητικές παραβιάσεις. Τα τουρκικά δημοσιεύματα καταγγέλλουν με χαρακτηριστικές φράσεις την πτήση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου κυρίου Αποστολάκη με ένα F-16 στην περιοχή μεταξύ της Εύβοιας και των Ψαρών, γιατί… «παραβίασε» τα τουρκικά κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή αυτή Το άκρων άωτο της προκλητικότητας. Με λίγα λόγια μας πήραν τον γάιδαρο τώρα διεκδικούν και το …σαμάρι. Και εις ανώτερα! 
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ 
 Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος www.nikosxeiladakis.gr 

Το Ηρώον ή ο Κήπος των Ηρώων

Το Ηρώον ή ο Κήπος των Ηρώων

Στον χώρο του κήπου των Ηρώων οι Μεσολογγίτες έθαβαν κατά τα Επαναστατικά χρόνια τους νεκρούς τους, γιατί το νεκροταφείο του Αγίου Λαζάρου κατά τις πολιορκίες, είχε αποκλεισθεί πέρα από την τάφρο. Εκεί ήταν τότε δυο μικρές εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας πίσω από το άγαλμα του Λ. Βύρωνα. Σήμερα φαίνονται τα θεμέλια και των δυο εκκλησιών με την εκσκαφή που έκαμε το 1933 ο αρχιτέκτων Ανδρέας Πλουμιστός. Ο κήπος των Ηρώων ιδρύθηκε το 1830 με διαταγή του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, όταν αυτός επισκέφθηκε το Μεσολόγγι. Στις 14 Οκτώβρη 1838 οι βασιλιάδες της Ελλάδας, `Οθωνας και Αμαλίας, ήρθαν στην πόλη για να παρευρεθούν στην τελετή ταφής των οστών των ηρώων. Ο `Οθωνας διέταξε τότε να κατασκευαστεί στα ίχνη του "φράχτη" ένα τείχος (αυτό που υπάρχει σήμερα) με δυο πύλες που βρίσκονταν αντίστοιχα η μεν μια στη δυτική πλευρά της πόλης (σήμερα δεν υπάρχει), η δε άλλη στην ανατολική (η σημερινή). Το 1859 ο λοχαγός Γεώργ. Κουτκουτάκης, με την έγκριση της βασίλισσας Αμαλίας, έκαμε την πρώτη δενδροφύτευση με δενδρύλλια που έστειλε τότε από την Αθήνα η ίδια η Βασίλισσα. 
Το μισό κιγκλίδωμα έγινε επί Δημαρχίας Γεωργ. Μακρή και το υπόλοιπο επί δημαρχίας Χρ. Ευαγγελάτου. Ο εξωραϊσμός του Ηρώου έγινε κυρίως επί δημαρχίας του Χρ. Ευαγγελάτου. Μέσα στον Κήπο τοποθετήθηκαν διάφορα μνημεία για τους ήρωες των πολιορκιών και της Εξόδου. Απ’ αυτά τα σημαντικότερα είναι ο Τύμβος των Πεσόντων, ο Ανδριάντας του Λόρδου Βύρωνα, το Μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη, το Μνημείο των Φιλελλήνων. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα μνημεία του Κήπου μαζί με σύντομα βιογραφικά των αγωνιστών στους οποίους είναι αφιερωμένα. 

http://www.e-city.gr/aitoloakarnania/home/view/1202.php

Διονύσιος Σολωμός Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α´

I.

Τότες ἐταραχτήκανε τὰ σωθικά μου, καὶ ἔλεγα πὼς ἦρθε ὥρα νὰ ξεψυχήσω· κ᾿ εὑρέθηκα σὲ σκοτεινὸ τόπο καὶ βροντερό, ποὺ ἐσκιρτοῦσε σὰν κλωνὶ στάρι ῾ς τὸ μύλο ποὺ ἀλέθει ὀγλήγορα, ὡσὰν τὸ χόχλο ῾ς τὸ νερὸ ποὺ ἀναβράζει᾿ ἐτότες ἐκατάλαβα πὼς ἐκεῖνο ἤτανε τὸ Μεσολόγγι· ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τὴ γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό᾿ ἐκατασκέπαζε ὅλα τὰ πάντα μαυρίλα καὶ πίσσα, γιομάτη λάμψι, βροντή, καὶ ἀστροπελέκι· καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου νὰ κάνω δέηση, καὶ ἰδοὺ μές᾿ ῾ς τὴν καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα μὲ φόρεμα μαῦρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα, ὅπου ἡ σπίθα ἔγγιζε κ᾿ ἐσβενότουνε· καὶ μὲ φωνή, ποὺ μοῦ ἐφαίνονταν πὼς νικάει τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου, ἄρχισε·
«Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη ῾ς τὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,
Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.»

II.

Παράμερα στέκει
Ὁ ἄντρας καὶ κλαίει·
Ἀργὰ τὸ τουφέκι
Σηκώνει, καὶ λέει·
«Σὲ τοῦτο τὸ χέρι
»Τί κάνεις ἐσύ;
»Ὁ ἐχθρός μου τὸ ξέρει
»Πῶς μοῦ εἶσαι βαρύ.»
Τῆς μάνας ὢ λαύρα!
Τὰ τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα καὶ μαῦρα,
Σὰν ἴσκιους ὀνείρου·
Λαλεῖ τὸ πουλάκι
῾Σ τοῦ πόνου τὴ γῆ,
Καὶ βρίσκει σπειράκι,
Καὶ μάννα φθονεῖ.

III.

Γροικοῦν νὰ ταράζῃ
Τοῦ ἐχθροῦ τὸν ἀέρα
Μίαν ἄλλη, ποὺ μοιάζει
Τ᾿ ἀντίλαλου πέρα·
Καὶ ξάφνου πετειέται
Μὲ τρόμου λαλιά·
Πολληώρα γροικειέται
Κι᾿ ὁ κόσμος βροντᾶ.

IV.

Ἀμέριμνον ὄντας
Τ᾿ Ἀράπη τὸ στόμα
Σφυρίζει, περνώντας
῾Σ τοῦ Μάρκου τὸ χῶμα·
Διαβαίνει, κι᾿ ἀγάλι
Ξαπλώνετ᾿ ἐκεῖ,
Ποὺ ἐβγῆκ᾿ ἡ μεγάλη
Τοῦ Μπάϊρον ψυχή.

V.

Προβαίνει καὶ κράζει
Τὰ ἔθνη σκιασμένα.

VI.

Καὶ ὢ πείνα καὶ φρίκη!
Δὲ σκούζει σκυλί!

VII.

Καὶ ἡ μέρα προβαίνει,
Τὰ νέφια συντρίβει·
Νά, ἡ νύχτα ποὺ βγαίνει,
Κι ἀστέρι δὲν κρύβει.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β´

Ι.

Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»

ΙΙ.

Τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε τὴν ἄνοιξη· ὁ ποιητὴς παρασταίνει τὴν Φύση, εἰς τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι ὡραιότερη, ὡς μία δύναμη, ἡ ὁποία, μὲ ὅλα τ᾿ ἄλλα καὶ ὑλικὰ καὶ ἠθικὰ ἐνάντια, προσπαθεῖ νὰ δειλιάση τοὺς πολιορκημένους· ἰδοὺ οἱ Στοχασμοὶ τοῦ ποιητῆ:Ἡ ζωὴ ποὺ ἀνασταίνεται μὲ ὅλες της τὲς χαρές, ἀναβρύζοντας ὁλοῦθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εἰς ὅλα τὰ ὄντα· ἡ ζωὴ ἀκέραιη, ἀπ᾿ ὅλα της φύσης τὰ μέρη, θέλει νὰ καταβάλῃ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γῆ, οὐρανός, συγχωνευμένα, ἐπιφάνεια καὶ βάθος συγχωνευμένα, τὰ ὁποῖα πάλι πολιορκοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ἐπιφάνεια καὶ εἰς τὸ βάθος της.
Ἡ ὡραιότης τῆς φύσης, ποὺ τοὺς περιτριγυρίζει, αὐξαίνει εἰς τοὺς ἐχθροὺς τὴν ἀνυπομονησία νὰ πάρουν τὴ χαριτωμένη γῆ, καὶ εἰς τοὺς πολιορκημένους τὸν πόνο ὅτι θὰ τὴ χάσουν.
 Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.
Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.

III.

Ἐνῷ ἀκούεται τὸ μαγευτικὸ τραγούδι τῆς ἄνοιξης, ὁποῦ κινδυνεύει νὰ ξυπνήση εἰς τοὺς πολιορκημένους τὴν ἀγάπη τῆς ζωῆς τόσον, ὥστε νὰ ὀλιγοστέψῃ ἡ ἀντρεία τους, ἕνας τῶν Ἑλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τοὺς ἄλλους εἰς συμβούλιο, καὶ ἡ σβημένη κλαγγή, ὁποῦ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀδυνατισμένο στῆθος του, φθάνοντας εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο παρακινεῖ ἕναν Ἀράπη νὰ κάμῃ ὅ,τι περιγράφουν οἱ στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ᾿ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιοῦ, μὴν κόψουν τὴν ἀντρεία».Χαμένη, ἀλίμονο, κι ὀκνὴ τὴ σάλπιγγα γρικάει·
ἀλλὰ πῶς φθάνει στὸν ἐχθρὸ καὶ κάθ᾿ ἠχὼ ξυπνάει;
Γέλιο στὸ σκόρπιο στράτευμα σφοδρὸ γεννοβολιέται,
κι ἡ περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανὶς πετιέται·
καὶ μὲ χαρούμενη πνοὴ τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο,
τ᾿ ἀράθυμο, τὸ δυνατό, κι ὅλο ψυχὲς γιομᾶτο,
βαρώντας γύρου ὁλόγυρα, ὁλόγυρα καὶ πέρα,
τὸν ὄμορφο τρικύμισε καὶ ξάστερον ἀέρα·
τέλος μακριὰ σέρνει λαλιά, σὰν τὸ πεσούμεν᾿ ἄστρο,
τρανὴ λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητὴ κατὰ τὸ κάστρο.

IV.

Μόλις ἔπαυσε τὸ σάλπισμα ὁ Ἀράπης, μία μυριόφωνη βοὴ ἀκούεται εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο, καὶ ἡ βίγλα τοῦ κάστρου, ἀχνὴ σὰν τὸ Χάρο, λέει τῶν Ἑλλήνων: «Μπαίνει ὁ ἐχθρικὸς στόλος». Τὸ πυκνὸ δάσος ἔμεινε ἀκίνητο εἰς τὰ νερά, ὅπου ἡ ἐλπίδα ἀπάντεχε νὰ ἰδεῖ τὰ φιλικὰ καράβια. Τότε ὁ ἐχθρὸς ἐξανανέωσε τὴν κραυγή, καὶ εἰς αὐτὴν ἀντιβόησαν οἱ νεόφθαστοι μέσ᾿ ἀπὸ τὰ καράβια. Μετὰ ταῦτα μία ἀκατάπαυτη βροντὴ ἔκανε τὸν ἀέρα νὰ τρέμει πολλὴ ὥρα, καὶ εἰς αὐτὴ τὴν τρικυμία
Ἡ μαύρη γῆ σκιρτᾶ ὡς χοχλὸ μὲς τὸ νερὸ ποὺ βράζει.
- Ἕως ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ πολιορκημένοι εἶχαν ὑπομείνει πολλοὺς ἀγῶνες μὲ κάποιαν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, καὶ νὰ συντρίψῃ ἴσως τὸν σιδερένιο κύκλο ὁποῦ τοὺς περιζώνει· τώρα ὁποῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα, καὶ ὁ ἐχθρὸς τοὺς τάζει νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴ ζωὴ ἂν ἀλλαξοπιστήσουν, ἡ ὑστερινή τους ἀντίσταση τοὺς ἀποδείχνει Μάρτυρες.

V.

. . . . . . . . . . Στὴν πεισμωμένη μάχη
σφόδρα σκιρτοῦν μακριὰ πολὺ τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι,
καὶ τὰ γλυκοχαράματα, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν ἐβγοῦν τ᾿ ἀστέρια.
Φοβοῦνται γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
κι οἱ ξένοι ναύκληροι μακριὰ πικραίνονται καὶ λένε:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, σπαθὶ Τουρκιᾶς, μολύβι,
πέλαγο μέγα βράζ᾿ ὁ ἐχθρὸς πρὸς τὸ φτωχὸ καλύβι.

VI.

Ἕνας πολέμαρχος ξάφνου ἀπομακραίνεται ἀπὸ τὸν κύκλο, ὅπου εἶναι συναγμένοι εἰς συμβούλιο γιὰ τὸ γιουροῦσι, γιατὶ τὸν ἐπλάκωσε ἡ ἐνθύμηση, τρομερὴ εἰς ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς ἄκρας δυστυχίας, ὅτι εἰς ἐκεῖνο τὸ ἴδιο μέρος, εἰς τὲς λαμπρὲς ἡμέρες τῆς νίκης, εἶχε πέσει κοπιασμένος ἀπὸ τὸν πολεμικὸ ἀγῶνα, καὶ αὐτοῦ ἐπρωτάκουσε, ἀπὸ τὰ χείλη τῆς ἀγαπημένης του, τὸν ἀντίλαλο τῆς δόξας του, ὁποία ἕως τότε εἶχε μείνει ἄγνωστη εἰς τὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ψυχή του.
Μακρυὰ ἀπ᾿ ὅπ᾿ ἦτα᾿ ἀντίστροφος κι᾿ ἀκίνητος ἐστήθη·
Μόνε σφοδρὰ βροντοκοποῦν τ᾿ ἀρματωμένα στήθη·Ἐχαμογέλασε πικρὰ κι ὁλούθενε κοιτάζει·
κι ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν:
-«Ἐκεῖ ῾ρθε τὸ χρυσότερο ἀπὸ τὰ ὀνείρατά μου·
μὲ τ᾿ ἅρματ᾿ ὅλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ῾πε: «Ὁ δρόμος σου γλυκὸς καὶ μοσχοβολισμένος·
στὴν κεφαλή σου κρέμεται ὁ ἥλιος μαγεμένος·
παλληκαρᾶ καὶ μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!
Ἄκου, νησιά, στεριὲς τῆς γῆς, ἐμάθαν τ᾿ ὄνομά σου! -
Τοῦτος, ἄχ, ποῦ ῾ν᾿ ὁ δοξαστὸς κι ἡ θεϊκιὰ θωριά του;
Ἡ ἀγκάλη μ᾿ ἔτρεμ᾿ ἀνοιχτὴ κατὰ τὰ γόνατά του».
Ἔρριξε χάμου τὰ χαρτιὰ μὲ τσ᾿ εἴδησες τοῦ κόσμου
ἡ κορασιὰ τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Χαρὰ τῆς ἔσβυε τὴ φωνὴ ποὖν᾿ τώρα ἀποσβυμένη·
ἄμε, χρυσ᾿ ὄνειρο, καὶ σὺ μὲ τὴ σαβανωμένη!
Ἐδῶ ῾ναι χρεία νὰ κατεβῶ, νὰ σφίξω τὸ σπαθί μου,
πρὶν ὅλοι χάσουν τὴ ζωή, κι ἐγ᾿ ὅλη τὴν πνοή μου·
τὰ λίγα ἀπομεινάρια τῆς πείνας καὶ τσ᾿ ἀντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
γκόλφι νὰ τά ῾χω στὸ πλευρὸ καὶ νὰ τὰ βγάλω πέρα,
ποὺ μ᾿ ἔκραξαν μ᾿ ἀπαντοχή, φίλο, ἀδελφό, πατέρα·
Δρόμ᾿ ἀστραφτὰ νὰ σχίσω τοὺς σ᾿ ἐχθροὺς καλὰ θρεμμένους,
σ᾿ ἐχθροὺς πολλούς, πολλ᾿ ἄξιους, πολλὰ φαρμακωμένους·
νὰ μείνῃς, χῶμα πατρικό, γιὰ μισητὸ ποδάρι·
ἡ μαύρη πέτρα σου χρυσῆ καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.»
Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες,
ὅμως γιὰ μένα στὴ χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες».
«Θύρες ἀνοίξτ᾿ ὁλόχρυσες γιὰ τὴν γλυκειὰν ἐλπίδα.»

VII.

- «Κρυφὴ χαρά ῾στραψε σ᾿ ἐσέ· κάτι καλό ῾χει ὁ νοῦς σου
πές, νὰ τὸ ξεμυστηρευτεῖς θὲς τ᾿ ἀδελφοποιτοῦ σου;».-«Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκειά, μετὰ χαρᾶς σ᾿ τὸ λέω:
Θαυμάζω τὲς γυναῖκες μας καὶ στ᾿ ὄνομά τους μνέω.
Ἐφοβήθηκα κάποτε μὴ δειλιάσουν καὶ τὲς ἐπαρατήρησα ἀδιάκοπα.
Ἀπόψε, ἐνῷ εἶχαν τὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ γιὰ τὴ δροσιά, μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ νεώτερη, ἐπῆγε νὰ τὰ κλείσει, ἀλλὰ μία ἄλλη τῆς εἶπε: «Ὄχι, παιδί μου· ἄφησε νὰ ῾μπεῖ ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ φαγητά· εἶναι χρεία νὰ συνηθίσουμε».
Κι ἔτσι λέγοντας ἐματάνοιξε τὸ παράθυρο, καὶ ἡ πολλὴ μυρωδιὰ τῶν ἀρωμάτων ἐχυνότουν μέσα κι ἐγιόμισε τὸ δωμάτιο.
Καὶ ἡ πρώτη εἶπε: «Καὶ τὸ ἀεράκι μας πολεμάει».
Μία ἄλλη ἔστεκε σιμὰ εἰς τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της.
Καὶ ἄλλη εἶπε χαμογελώντας, νὰ διηγηθεῖ καθεμία τ᾿ ὄνειρό της.
Καὶ μία εἶπε: «Μοῦ ἐφαινότουν ὅτι ὅλοι ἐμεῖς, ἄντρες καὶ γυναῖκες, παιδιὰ καὶ γέροι, ἤμαστε ποτάμια, ποιὰ μικρά, ποιὰ μεγάλα, κι ἐτρέχαμε ἀνάμεσα εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τόπους σκοτεινούς, σὲ λαγκάδια, σὲ γκρεμούς, ἀπάνου κάτου, κι ἔπειτα ἐφθάναμε μαζὶ στὴ θάλασσα μὲ πολλὴ ὁρμή».
Καὶ μία δεύτερη εἶπε:
Ἐγώ ῾δα δάφνες. - Κι ἐγὼ φῶς ..............................
- Κι ἐγὼ σ᾿ φωτιὰ μίαν ὄμορφη π᾿ ἀστράφταν τὰ μαλλιά της.
Καὶ ἀφοῦ ὅλες ἐδιηγήθηκαν τὰ ὀνείρατά τους, ἐκείνη ποὖχε τὸ παιδὶ ἑτοιμοθάνατο εἶπε: «Ἰδές, καὶ εἰς τὰ ὀνείρατα ὁμογνωμοῦμε, καθὼς εἰς τὴ θέληση καὶ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα ἔργα». Καὶ ὅλες οἱ ἄλλες ἐσυμφώνησαν κι ἐτριγυρίσαν μὲ ἀγάπη τὸ παιδί της πού ῾χε ξεψυχήσει.
Ἰδού, αὐτὲς οἱ γυναῖκες φέρνονται θαυμαστά· αὐτὲς εἶναι μεγαλόψυχες, καὶ λένε ὅτι μαθαίνουν ἀπό μας· δὲ δειλιάζουν, μολονότι τοὺς ἐπάρθηκε ἡ ἐλπίδα ποὺ εἶχαν νὰ γεννήσουν τέκνα γιὰ τὴ δόξα καὶ γιὰ τὴν εὐτυχία. Ἐμεῖς λοιπὸν μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ νὰ τὲς λατρεύουμε ἕως τὴν ὕστερη ὥρα.
Πές μου καὶ σὺ τώρα γιατί ἐχθές, ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸ συμβούλιο, ἐνῷ ἐστεκόμαστε σιωπηλοί, ἀπομακρύνθηκες ταραγμένος·
Νὰ μοῦ τὸ πῇς νὰ τὄχω ῾γὼ γκολφισταυρὸ στὸν ἅδη.
Ἐχαμογέλασε πικρά, κι᾿ ὁλούθενε κοιτάζει·
Κι᾿ ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν.

VIII.

Παρασταίνεται ὁ Ἰμπραῒμ Πασὰς συλλογιζόμενος τὴ σημαντικότητα τῆς γῆς, τὴν ὁποία θέλει νὰ κυριέψῃ, καὶ τὸν πόνο καὶ τὴν ἐντροπή του ἂν δὲν τὸ κατορθώσῃ.
Καθὼς ἐκεῖ στὴν Ἀραπιά . . . . . . . .
Χύνεται ἀνάερα τὸ σκυλὶ τῆς δίψας λυσσασμένο.Μὲς τὴν ψυχὴ τὴν ἀγροικᾶ σὰ σπίθα στὴ φωτιά της.
Καὶ συχνὰ τοὖ ῾π᾿ ἡ ἀράθυμη καὶ τρίσβαθη ψυχή του:
«Κάμποι, βουνὰ καρπόφορα, καὶ λίμνη ὡραία καὶ πλούσια.»
Σ᾿ τουφέκι ἀλλάξαν καὶ σπαθὶ τὸ δίχτυ καὶ τ᾿ ἀγκίστρι.».
«Μάνα καλὴ παληκαριῶν, καὶ κάμε τη δική σου.»
«Αἰώνια ἤθελ᾿ ἤτανε ὁ πόνος κι ἡ ντροπή μου.»

IX.

Ἐτοῦτ᾿ εἶν᾿ ὕστερη νυχτιά· ὅλα τ᾿ ἀστέρια βγάνει·
ὁλονυχτὶς ἀνέβαινε ἡ δέηση, τὸ λιβάνι.
Ὁ Ἀράπης, τραυηγμένος ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ ποὺ ἐσκορποῦσε τὸ θυμίαμα, περίεργος καὶ ἀνυπόμονος, μὲ βιαστικὰ πατήματα πλησιάζει εἰς τὸ τεῖχος,
Καὶ ἀπάνου, ἀνάγκη φοβερή! σκυλὶ δὲν τοῦ ῾λυχτάει.
Καὶ ἀκροάζεται· ἀλλὰ τὴ νυχτικὴ γαλήνη δὲν ἀντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε ἀναστεναγμός· ἤθελε πεῖς ὅτι εἶχε παύσει ἡ ζωή· οἱ ἥρωες εἶναι ἑνωμένοι καί, μέσα τους λόγια λένε
Γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ μόλις τὰ χωράει·
Στὰ μάτια καὶ στὸ πρόσωπο φαίνονται οἱ στοχασμοί τους·
Τοὺς λέει μεγάλα καὶ πολλὰ ἡ τρίσβαθη ψυχή τους.
Ἀγάπη κι ἔρωτας καλοῦ τὰ σπλάχνα τους τινάζουν.
Τὰ σπλάχνα τους κι ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν·/
Γλυκιὰ κι ἐλεύθερ᾿ ἡ ψυχὴ σὰ νά ῾τανε βγαλμένη,
Κι ὑψῶναν μὲ χαμόγελο τὴν ὄψη τὴ φθαρμένη.

Χ.

Ἀφοῦ ἔκαψαν τὰ κρεβάτια, οἱ γυναῖκες παρακαλοῦν τοὺς ἄντρες νὰ τὲς ἀφήσουν νὰ κάμουνε ἀντάμα, εἰς τὸ σπήλαιο, τὴν ὑστερινὴ δέηση. Μι᾿ ἀπ᾿ αὐτές, ἡ γεροντότερη, μιλεῖ γιὰ τὲς ἄλλες: «Ἄκουσε, παιδί μου, καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸ στόμα μου,
Ποὖμ᾿ ὅλη κάτου ἀπὸ τὴ γῆ κι᾿ ἕνα μπουτσούνι ἀπ᾿ ἔξω.
Ὁρκίζουν σε στὴ στάχτ᾿ αὐτὴ . . . . . . . . . . . . . . . . .
Καὶ στὰ κρεβάτια τ᾿ ἄτυχα μὲ τὸ σεμνὸ στεφάνι·
N᾿ ἀφῆστε σᾶς παρακαλοῦν νὰ τρέξουμε σ᾿ ἐκεῖνο,
Νὰ κάμουμ᾿ ἅμα τὸ στερνὸ χαιρετισμὸ καὶ θρῆνο.»Κι᾿ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀργοῦσε ὀλίγο νὰ δώσῃ τὴν ἀπόκριση,
Ὅλες στὴ γῆ τὰ γόνατα ἐχτύπησαν ὀμπρός του,
Κι᾿ ἐβάστααν ὅλες κατ᾿ αὐτὸν τὴ χοῦφτα σηκωμένη,
Καὶ μὲ πικρὸ χαμόγελο τὴν ὄψη τὴ φθαρμένη,
Σὰ νἄθελ᾿ ἔσπλαχνα ὁ Θεὸς βρέξῃ ψωμὶ σ᾿ ἐκεῖνες.

 ΧΙ.

Οἱ γυναῖκες, εἰς τὲς ὁποῖες ἕως τότε εἶχε φανῆ ὅμοια μεγαλοψυχία μὲ τοὺς ἄντρες, ὅταν δέονται καὶ αὐτές, δειλιάζουν λιγάκι καὶ κλαῖνε· ὅθεν προχωρεῖ ἡ Πράξη· διότι ὅλα τὰ φερσίματα τῶν γυναικῶν ἀντιχτυποῦν εἰς τὴν καρδιὰ τῶν πολεμιστάδων, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὑστερινὴ ἐξωτερικὴ δύναμη ποὺ τοὺς καταπολεμάει, ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ὡς ἀπ᾿ ὅλες τες ἄλλες, αὐτοὶ βγαίνουν ἐλεύθεροι.

XII.

Εἶναι προσωποποιημένη ἡ Πατρίδα, ἡ Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ὥστε νὰ αἰσθάνεται ὅλα τὰ παθήματα, καὶ καθαρίζοντάς τὰ εἰς τὴ μεγάλη ψυχή της νὰ ἀναπνέῃ τὴν Παράδεισο·
Πολλὲς πληγὲς κι᾿ ἐγλύκαναν γιατ᾿ ἔσταξ᾿ ἁγιομύρος.Μένει ἄγρυπνη μέρα καὶ νύχτα, καρτερώντας τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνος· δὲν τὰ φοβᾶται τὰ παιδιά της μὴ δειλιάσουν· εἰς τὰ μάτια της εἶναι φανερὰ τὰ πλέον ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς τους·
Στοῦ τέκνου σύρριζα τὸ νοῦ, Θεοῦ τῆς μάνας μάτι·
Λόγο, ἔργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀπὸ τὸ πρῶτο μίλημα στὸν ἀγγελοκρουμό του.
Γιὰ τοῦτο αὐτὴ εἶναι
Ἥσυχη γιὰ τὴ γνώμη τους, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ τὴ Μοῖρα,
Καὶ μὲς στὴν τρίσβαθη ψυχὴ ὁ πόνος της πλημμύρα,
Ἐπειδὴ βλέπει τὸν ἐχθρὸν ἄσπονδον, ἄπονον ἀπὸ τὸ πολὺ πεῖσμα, καὶ καταλαβαίνει ὅτι ἂν τὸ Ἔλεος ἔχυνε μὲς στὰ σπλάχνα του ὅλους τοὺς θησαυρούς του, τοῦτοι
Τριαντάφυλλά ῾ναι θεϊκὰ στὴν κόλαση πεσμένα.

ΧΙΙΙ.

Μένουν οἱ Μάρτυρες μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα εἰς τὴν ἀνατολή, νὰ φέξῃ γιὰ νὰ βγοῦνε στὸ γιουρούσι, καὶ ἡ φοβερὴ αὐγή.
Μνήσθητι, Κύριε, -εἶναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη!
ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ . . . . . . . .
Στὰ στήθια καὶ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια.Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο.
Ἰδού, σεισμὸς καὶ βροντισμός, κι ἐβάστουναν ἀκόμα,
ποὺ ὁ κύκλος φθάνει ὁ φοβερὸς μὲ τὸν ἀφρὸ στὸ στόμα·
κι ἐσκίστη ἀμέσως, κι ἔβαλε στῆς Μάνας τὰ ποδάρια,
τῆς πείνας καὶ τοῦ . . . . . . . τὰ λίγα ἀπομεινάρια·
τ᾿ ἀπομεινάρια ἀνέγγιαγα καὶ κατατρομασμένα,
τὰ γόνατα καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ ῾ματοκυλισμένα.

XIV.

Τὸ μάτι μου ἔτρεχε ρονιά, κι᾿ ὀμπρός του δὲν ἐθώρα,
κι᾿ ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολλὴ ὥρα,
π᾿ ἄστραψε γέλιο ἀθάνατο, παιχνίδι τῆς χαρᾶς του,
στὸ φῶς τῆς καλωσύνης του, στὸ φῶς τῆς ὀμορφιᾶς του.

XV.

Ἔχε ὅσες ἔχ᾿ ἡ Ἀνατολὴ κι᾿ ὅσες εὐχὲς ἡ Δύση.

XVI.

Μ᾿ ὅλον ποὺ τότ᾿ ἀσάλευτος στὸ νοῦ μ᾿ ὁ νιὸς ἐστήθη,
κ᾿ εἶχε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη.

XVII.

Κι᾿ ἄνθιζε μέσα μου ἡ ζωὴ μ᾿ ὅλα τὰ πλούτια πὤχει.

XVIII.

Συχνὰ τὰ στήθια ἐκούρασα, ποτὲ τὴν καλωσύνη.

XIX.

Ὁ υἱός σου κρίνος μὲ δροσιὰ φεγγαροστολισμένος.

XX.

Στὸν ὕπνο της μουρμούριζε τὴν κλάψα τῆς τρυγόνας.

XXI.

Ἀνάξιε δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, κάτου τὰ γόνατά σου.

XXII.

Γιά, κοίτα ῾κεῖ χάσμα σεισμοῦ βαθιὰ στὸν τοῖχο πέρα,
καὶ βγαίνουν ἄνθια πλουμιστά, καὶ τρέμουν στὸν ἀέρα.
λούλουδα μύρια, προκαλοῦν χρυσὸ μελισσολόϊ,
ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καὶ κρύβουνε τὴ χλόη.

XXIII.

Χιλιάδες ἦχοι ἀμέτρητοι, πολὺ βαθυὰ στὴ χτίσι.
ἡ Ἀνατολὴ τ᾿ ἀρχίναγε κ᾿ ἐτέλειωνε τὸ ἡ Δύσι.
Κάποι ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, κι᾿ ἀπὸ τὴ Δύσι κάποι.
κάθ᾿ ἦχος εἶχε καὶ χαρά, κάθε χαρὰ κι᾿ ἀγάπη.

XXIV.

Κάνε σιμὰ κ᾿ εἶναι ψιλές, κάνε βαρειὲς καὶ πέρα,
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομόζαν τὸν ἀέρα.

XXV.

Ἡ ὄψη ὀμπρός μου φαίνεται, καὶ μὲς τὴ θάλασσ᾿ ὄχι,
ὄμορφη ὡς εἶναι τ᾿ ὄνειρο μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὤχει·

XXVI.

Χρυσ᾿ ὄνειρο ἠθέλησε τὸ πέλαγο ν᾿ ἀφήσῃ,
τὸ πέλαγο, ποὺ πάτουνε χωρὶς νὰ τὸ συγχίσῃ.

XXVII.

Κ᾿ ἔφυγε τὸ χρυσ᾿ ὄνειρο ὡς φεύγουν ὅλα τ᾿ ἄλλα.

XXVIII.

Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες,
ὅμως γιὰ μένα στὴν χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες.

XXIX.

Ὅλοι σὰν ἕνας, ναί, χτυποῦν, ὅμως ἐσὺ σὰν ὅλους.

XXX.

Τοῦ πόνου ἐστρέψαν οἱ πηγὲς ἀπὸ τὸ σωθικό μου,
ἔστρωσ᾿ ὁ νοῦς, κ᾿ ἀνέβηκα πάλι στὸν ἑαυτό μου.

XXXI.

Τὸ γλυκὸ σπίτι τῆς ζωῆς, ποὖχε χαρὰ καὶ δόξα.

XXXII.

Παράπονο χαμὸς καιροῦ σ᾿ ὅ,τι κανεὶς κι᾿ ἂ χάσῃ.

XXXIII.

Χαρὰ στὰ μάτια μου νὰ ἰδῶ τὰ πολυαγαπημένα,
ποὺ μὤδειξε σκληρ᾿ ὄνειρο στὸ σάβανο κλεισμένα.

XXXIV.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Καὶ μετὰ βίας
τί μὤστειλες, χρυσοπηγὴ τῆς Παντοδυναμίας;

XXXV.

Ἔστρωσ᾿, ἐδέχθ᾿ ἡ θάλασσα ἄντρες ριψοκινδύνους,
κ᾿ ἐδέχθηκε στὰ βάθη τους τὸν οὐρανὸ κ᾿ ἐκείνους.

XXXVI.

Πάντ᾿ ἀνοιχτά, πάντ᾿ ἄγρυπνα, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου.

XXXVII.

Ὁποὖν᾿ ἐρμιὰ καὶ σκοτεινιὰ καὶ τοῦ θανάτου σπίτι.

XXXVIII.

Τὸ πολιορκούμενο Μεσολόγγι ἔχει τριγύρου χάντακα,
Πὤφαγε κόκκαλο πολὺ τοῦ Τούρκου καὶ τ᾿ Ἀράπη.

XXXIX.

Χθὲς πρωτοχάρηκε τὸ φῶς καὶ τὸν γλυκὸν ἀέρα.

XL.

Πάλι μοῦ ξίππασε τ᾿ αὐτὶ γλυκειᾶς φωνῆς ἀγέρας.

XLI.

Ὀλίγο φῶς καὶ μακρυνὸ σὲ μέγα σκότος κ᾿ ἔρμο.

XLII.

Κι᾿ ὅπου ἡ βουλή τους συφορά, κι᾿ ὅπου τὸ πόδι χάρος.

XLIII.

Σὲ βυθὸ πέφτει ἀπὸ βυθὸ ὡς ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος·
ἐκεῖθ᾿ ἐβγῆκε ἀνίκητος.

XLIV.

Φῶς ποὺ πατεῖ χαρούμενο τὸν Ἅδη καὶ τὸ Χάρο.

XLV.

(Ὁ ἀριθμὸς τοῦ ἐχθροῦ),
Τόσ᾿ ἄστρα δὲν ἐγνώρισεν ὁ τρίσβαθος αἰθέρας.

XLVI.

(Ἡ Ἐλπίδα περνάει ἀπὸ φριχτὴν ἐρημία μὲ)
Τὰ χρυσοπράσινα φτερὰ γιομᾶτα λουλουδάκια.

XLVII.

Χάνονται τ᾿ ἄνθη τὰ πολλά, ποὖχ᾿ ἄσπρα μὲ τὰ φύλλα.

XLVIII.

Γιὰ νὰ μοῦ ξεμυστηρευθῆ τὰ αἰνίγματα τὰ θεῖα.

XLIX.

Σ᾿ ἐλέγχ᾿ ἡ πέτρα ποὺ κρατεῖς, καὶ κλεῖ φωνὴ κι᾿ αὐτήνη.

L.

Μὲς τ᾿ Ἅγιο Βῆμα τῆς ψυχῆς.

LI.

Ἡ δύναμή σου πέλαγο, κ᾿ ἡ θέλησή μου βράχος.

LII.

Στὸν κόσμο τοῦτον χύνεται καὶ σ᾿ ἄλλους κόσμους φθάνει.

LIII.

Μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ περήφανα κι᾿ ὡραῖα.

LIV.

Πολλοί ῾ν᾿ οἱ δρόμοι πὤχει ὁ νοῦς.

LV.

(Ἡ βοὴ τοῦ ἐχθρικοῦ στρατόπεδου παρομοιάζεται μὲ τὸν ἄνεμο),
Ὁποῦ περνάει τὸ πέλαγο καὶ κόβεται στὸ βράχο.

LVI.

Καὶ τὸ τριφύλλι ἐχόρτασε καὶ τὸ περιπλοκάδι,
κ᾿ ἐχόρευε, κ᾿ ἐβέλαζε, στὸ φουντωτὸ λιβάδι.

LVII.

Ὦ γῆ       .      .     .     .      .     .     .      .     .     .
Ὁ Οὐρανὸς σὲ προσκαλεῖ, κ᾿ ἡ κόλασι βρυχίζει.

LVIII.

Καὶ μὲ τὸ ροῦχο ὁλόμαυρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα.

LIX.

Καὶ τὲς ἀτάραχες πνοὲς τὲς πολυαγαπημένες.

LX.

(Οἱ Ἕλληνες, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, κοιτάζουν τὸν μακρινὸ ξάστερον ὁρίζοντα κι᾿ εὔχονται)
Νὰ θόλωνε στὰ μάτια τους μὲ κάτι, ποὺ προβαίνει.

LXI.

Κ᾿ ἐπότισέ μου τὴν ψυχὴ ποὺ χόρτασεν ἀμέσως.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ´

I.

Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο, τί χάρ᾿ ἔχουν τὰ μάτια,
τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ᾿ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ᾿ ἀθάνατα ποδάρια
(κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα·
ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη πὤχει,
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ῾ναι κρυμμένα!
Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
κι εὐθὺς ἐγὼ τ᾿ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ῾χ᾿ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
(Ἡ Θεὰ ἀπαντάει εἰς τὸν ποιητὴ καὶ τὸν προστάζει νὰ ψάλῃ τὴν πολιορκία τοῦ Mεσολογγιοῦ).

II.

Ἔργα καὶ λόγια, στοχασμοί, -στέκομαι καὶ κοιτάζω,-
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, ποὺ κρύβουν τὸ χορτάρι,
Κι᾿ ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καλοῦν χρυσὸ μελίσσι.
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸν Χάρο.
Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἄστρα σὰν πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
κι ἀλιά, σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν!
Ἀθάνατή ῾σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»
Στὴν πλώρη, ποὺ σκιρτᾶ, γυρτός, τοῦτα ῾π᾿ ὁ ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
καὶ μὲ λιβάνια δέχεται καὶ φῶτα τὸν καημό τους
ὁ σταυροθόλωτος ναὸς καὶ τὸ φτωχὸ ξωκκλήσι.
Τὸ μῖσος ὅμως ἔβγαλε καὶ ῾κεῖνο τὴ φωνή του:
«Ψαροῦ, τ᾿ ἀγκίστρι π᾿ ἄφησες, ἀλλοῦ νὰ ρίξῃς ἄμε.»

II δίς. (Παραλλαγή)

Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν πληθύνουν τ᾿ ἄστρα,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
Γέρος μακριά, π᾿ ἀπίθωσε στ᾿ ἀγκίστρι τὴ ζωή του,
τὸ πέταξε, τ᾿ ἀστόχησε, καὶ περιτριγυρνώντας:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τοπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγ᾿, ἀλίμονο, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
σὲ λίγην ὥρα ξέσκεπα τὰ λίγα στήθη μένουν!
Ἀθάνατή ῾σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»

III.

Δὲν τοὺς βαραίν᾿ ὁ πόλεμος, ἀλλ᾿ ἔγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . κ᾿ ἐμπόδισμα δὲν εἶναι
στὲς κορασιὲς νὰ τραγουδοῦν, καὶ στὰ παιδιὰ νὰ παίζουν.

IV.

Ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀλλ᾿ ἥλιος, ἀλλ᾿ ἀόρατος αἰθέρας κοσμοφόρος,
ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
ὁ στύλος φανερώνεται, μὲ κάτου μαζωμένα
τὰ παλληκάρια τὰ καλά, μ᾿ ἀπάνου τὴ σημαία,
ποὺ μουρμουρίζει καὶ μιλεῖ καὶ τὸ Σταυρὸν ἁπλώνει
παντόγυρα στὸν ὄμορφον ἀέρα τῆς ἀντρείας.
Κι ὁ οὐρανὸς καμάρωνε, κι ἡ γῆ χεροκροτοῦσε·
κάθε φωνὴ κινούμενη κατὰ τὸ φῶς μιλοῦσε,
κι ἐσκόρπα τὰ τρισεύγενα λουλούδια τῆς ἀγάπης:
«Ὄμορφη, πλούσια, κι ἄπαρτη, καὶ σεβαστή, κι᾿ ἁγία!»

V.

Ἀπὸ τὴν ἄπειρην ἐρμιὰ τὰ μάτια μαθημένα
Χαμογελάσαν κι᾿ ἄστραψαν, κ᾿ εἶπαν τὰ μαῦρα χείλη:
«Παιδί, στὴν πόρτα χαίρεσαι μὲ τὴ βοή, ποὺ στέρνεις·
Μπροστά, λαγέ, στὸν κυνηγό, κατακαμπῆς καπνίζεις·
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνᾶς, ἀφρό, σαλιγκοκαύκι.»
Καὶ τώρα δά, τ᾿ ἀράθυμο πάτημ᾿ ἀργοπορώντας,
κατὰ τὸ κάστρο τὸ μικρὸ πάλε κοιτᾶ, καὶ σφίγγει,
σφίγγει στενὰ τὴ σπάθα του στὸ λαβωμένο στῆθος,
ποὺ μέσα ἀγρίκα τὴν ψυχὴ μεγάλη καὶ τὴ θλίψη.

VI.

Ὁ Πειρασμός.

Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα,
Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,
Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.

VII.

Ἔρμα ῾ν᾿ τὰ μάτια, ποὺ καλεῖς, χρυσὲ ζωῆς ἀέρα.

VIII.

Εἰς τὸ ποίημα ἕν᾿ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα πρόσωπα ἦταν μία κόρη, ὀρφανή, τὴν ὁποίαν οἱ ἄλλες πλέον ἡλικιωμένες γυναῖκες εἶχαν ἀναθρέψει καὶ τὴν ἀγαποῦσαν ὅλες ὡς θυγατέρα τους. Πέφτει εἰς τὸν πόλεμον ἕνας τῶν ἐνδοξοτέρων ἀγωνιστάδων, τὸν ὁποῖον αὐτὴ εἶχε ἀγαπήσει εἰς τὸν καιρὸν τῆς εὐτυχίας· ὥστε ἀπὸ τὸ ἄκρο της ἐλπίδας ἡ καρδιά της βυθίζεται εἰς τὴν λύπη· εὑρίσκει ὅμως παρηγορία κοιτάζοντας τ᾿ ἀγαπημένα πρόσωπα καὶ τὸ ὑψηλὸ παράδειγμα τῶν ἄλλων γυναικῶν. Αὐτὰ ἀρκοῦν νὰ διαφωτίσουν ὁπωσδήποτε τοῦτο τὸ κομμάτι, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἐνθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερῶς πρὸς τὸν Ἄγγελο, τὸν ὁποῖον εἶδε στ᾿ ὄνειρό της νὰ τῆς προσφέρῃ τὰ φτερά του· γυρίζει ἔπειτα πρὸς τὲς γυναῖκες νὰ τοὺς εἰπῇ, ὅτι αὐτὴ τὰ θέλει τὰ φτερὰ πραγματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ νὰ φύγῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ κρατῇ κλεισμένα ἐκεῖ κοντά τους καὶ νὰ περιμείνῃ μαζί τους τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Μετὰ ταῦτα ἀνατρέχει ἡ φαντασία της εἰς ἄλλα περασμένα· πῶς τὴν ἐπαρηγοροῦσαν, ἐνῷ ἐκείτετο ἄῤῥωστη, «οἱ ἀτάραχες πνοὲς οἱ πολυαγαπημένες» τῶν ἄλλων γυναικῶν ὁποῦ ἐκοιμοῦνταν κοντά της· καὶ τέλος πῶς εἶχε ἰδεῖ τὸν νέον νὰ χορεύῃ, εἰς τὴ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς νίκης.
«Ἄγγελε, μόνο στ᾿ ὄνειρο μοῦ δίνεις τὰ φτερά σου;
Στ᾿ ὄνομ᾿ Αὐτοῦ ποὺ σ᾿ τά ῾πλασε, τ᾿ ἀγγειὸ τσ᾿ ἐρμιᾶς τὰ θέλει.
Ἰδοὺ ποὺ τὰ σφυροκοπῶ στὸν ἀνοιχτὸν ἀέρα,
χωρὶς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τὰ θέλω γώ, νὰ τά ῾χω γώ, νὰ τὰ κρατῶ κλεισμένα,
ἐδῶ π᾿ ἀγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Κι᾿ ἄκουα πού ῾λέγετε: «Πουλί, γλυκιὰ ποὖν᾿ ἡ φωνή σου!»
Ἀηδονολάλειε στῆθος μου, πρὶν τὸ σπαθὶ σὲ σχίσῃ·
Καλὲς πνοὲς παρηγοριὰ στὴ βαριὰ νύχτα κι᾿ ἔρμη·
Μὲ σᾶς νὰ πέσω στὸ σπαθί, κι᾿ ἄμποτε νἆμαι πρώτη!
Τὸ στραβὸ φέσι στὸ χορὸ τ᾿ ἄνθια στ᾿ αὐτὶ στολίζει,
Τὰ μάτια δείχνουν ἔρωτα γιὰ τὸν ἀπάνου κόσμο,
Καὶ στὴ θωριά του εἶν᾿ ἔμορφο τὸ φῶς καὶ μαγεμένο!

IX.

Τὰ σπλάχνα μου κι᾿ ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν,
Κι᾿ ὅσα ἄνθια θρέφει καὶ καρποὺς τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.

X.

Φεύγω τ᾿ ἀλόγου τὴν ὁρμὴ καὶ τοῦ σπαθιοῦ τὸν τρόμο.
T᾿ ὀνείρου μάταια πιθυμιά, κι᾿ ὄνειρο αὐτὴ ῾ν᾿ ἡ ἴδια!
Ἐγύρισε ἡ παράξενή του κόσμου ταξιδεύτρα,
Μοὖπε μὲ θεῖο χαμόγελο βρεμένο μ᾿ ἕνα δάκρυ:
Κόψ᾿ τὸ νερὸ στὴ μάνα του, μπάσ᾿ τὸ στὸ περιβόλι,
Στὸ περιβόλι τῆς ψυχῆς τὸ μοσχαναθρεμμένο.

XI.

(Μία τῶν γυναικῶν προσφεύγει εἰς τὸ στοχασμὸ τοῦ θανάτου ὡς μόνη σωτηρία της μὲ τὴ χαρὰ τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται τὸ πουλάκι,
Ὁποῦ ῾δε σκιᾶς παράδεισο καὶ τήνε χαιρετάει
Μὲ τοῦ φτεροῦ τὸ σάλαγο καὶ μὲ κανέναν ἦχο,
εἰς τὴ στιγμὴν ὁποῦ εἶναι κοπιασμένο ἀπὸ μακρινὸ ταξίδι, εἰς τὴ φλόγα καλοκαιρινοῦ ἥλιου.)

XII.

Καὶ βλέπω πέρα τὰ παιδιὰ καὶ τὲς ἀντρογυναῖκες
γύρου στὴ φλόγα π᾿ ἄναψαν, καὶ θλιβερὰ τὴ θρέψαν
μ᾿ ἀγαπημένα πράματα καὶ μὲ σεμνὰ κρεβάτια,
ἀκίνητες, ἀστέναχτες, δίχως νὰ ρίξουν δάκρυ·
καὶ γγιζ᾿ ἡ σπίθα τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ λιωμένα ροῦχα.
Γλήγορα, στάχτη, νὰ φανεῖς, οἱ φοῦχτες νὰ γιομίσουν.

XIII.

Εἶν᾿ ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημύρα τῶν ἁρμάτων
δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν
ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.

XIV.

(Μία γυναῖκα εἰς τὸ γιουρούσι)
Τουφέκια τούρκικα σπαθιά!
Τὸ ξεροκάλαμο περνᾶ.

XV.

Σὰν ἥλιος, ὁποῦ ξάφνου σκεῖ πυκνὰ καὶ μαῦρα νέφη,
τ᾿ ὄρος βαρεῖ κατάραχα καὶ σπίτια ἰδὲς στὴ χλόη.

ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ

Μάρθα:

«Il perchι di tanto guardare, di tanto sommesso parlare del mondo che a me d᾿ innanzi passava, mi fu rivelato dalla grande e soave ricchezza dell᾿ amor vostro. Ed ora non so come tutto questo mi s᾿ affaccia come ombra. Tutti gli oggetti che una volta inafferrabili nella loro altezza mi si mostravano, ora mi si affacciano, come a chi θ piantato sopra alta montagna, s᾿ affaccia nel basso mare 1αΑ sua imagine. Cos¨ non tutto ¨¨ perduto per noΙο ¦©¦Ο ho cessato di guardare in questo frutto del mio grembo un᾿ imagine come quella che fanno sul petto i marinari coll᾿ ago, ho cessato d᾿ invidiare l᾿ uccelletto che trov¨° un granello e canΜava. ¦a co uccello, mentre l᾿ ardore estivo infuoca la natura, trova il suo bene nell᾿ ombra fresca e l᾿ accoglie colla piccola anima e con qualche suono fuggevole, cosμ io dal vortice degli armati che mi cingono numerosi, strepitanti, trionfanti, mi ricovro in luogo dove sono raccolti tutti i troni della terra - Ιο parlo di te, ο benefica Mina dell᾿ alba».

(ΑΕ 478 Β. Ἀνήκει στὸ  Γ´ σχεδίασμα)

(Μετάφραση)

Μάρθα :

«Ἡ αἰτία τόσου κοιτάγματος, τόσης χαμηλόφωνης ὁμιλίας τοῦ κόσμου ποὺ περνοῦσε ἐμπρός μου, μοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν μεγάλο καὶ γλυκὸ πλοῦτο τῆς ἀγάπης σας. Καὶ τώρα ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν μου παρουσιάζονται σὰν σκιές. Ὅλα ὅσα κάποτε μοῦ φαίνονταν ἀσύλληπτα μακριὰ καὶ ψηλά, τώρα μοιάζουν γιὰ μένα ὅπως ὅταν βλέπει κανεὶς ἀπὸ τὴν ψηλὴ ὄχθη τὴν εἰκόνα του κάτω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Δὲν χάθηκαν λοιπὸν ὅλα γιὰ μᾶς. Ἔπαψα νὰ βλέπω αὐτὸ τὸ ἀδυνατισμένο παιδί μου σὰν μιὰ ζωγραφιὰ ποὺ κάνουν στὸ στῆθος τους οἱ θαλασσινοὶ μὲ τὸ βελόνι. Ἔπαψα νὰ ζηλεύω τὸ πουλάκι ποὺ βρῆκε ἕνα μικρὸ σπόρο καὶ τραγούδησε. Ἀλλὰ ὅπως αὐτὸ τὸ πουλί, ὅταν ἡ καλοκαιρινὴ ζέστη φλογίζει τὴ φύση, βρίσκει τὴν εὐτυχία του στὴ δροσερὴ σκιὰ καὶ τὴ δέχεται μὲ τὴ μικρὴ ψυχή του καὶ μ᾿ ἕνα φευγαλέο κελάϊδημα, ἔτσι κι ἐγώ, ἀπὸ τὴ δίνη τῶν ὁπλισμένων ἐχθρῶν ποὺ μὲ κυκλώνουν, πολυάριθμοι, θορυβώδεις, θριαμβευτικοί, βρίσκω καταφύγιο σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸ χῶρο ὅπου ἔχουν συγκεντρωθεῖ ὅλοι οἱ θρόνοι τῆς γῆς - μιλῶ γιὰ σένα, ὢ εὐεργετικὸ ὄρυγμα ποὺ θὰ ἀνατιναχτεῖς τὰ ξημερώματα».

(Il confessore:)

«E questi implacabili nemici furono uniti nelle mie lagrime. Dolce fiato della notte stellata, un sorriso nelle aque e nelle campagne da per tutto... Il tremuoto fece nella forte pietra profonda spaccatura che si coperse di fiori, che tremolavano all᾿ aura ed al sole...

Se mai fosse qualche cosa di non afferrabile, il martirio, il sangue lo scorterΰ, perchι mi par impossibile come possa passare al di lΰ uno solo di noi...

Come ombra erra το κοπαδάκι μου sotto la stellifera notte fresca dalle preghiere, tranquilla come se il cielo avesse piovuto il pane».

(Μετάφραση)

Ὁ Πνευματικός:

«Κι αὐτοὶ οἱ ἀνελέητοι ἐχθροὶ ἑνώθηκαν στὰ δακρυά μου. Γλυκειὰ πνοὴ τῆς ξάστερης νύχτας, ἕνα χαμόγελο πάνω στὰ νερὰ καὶ παντοῦ στὴν ἐξοχή... Ὁ σεισμὸς ἄνοιξε στὸ σκληρὸ βράχο βαθὺ χάσμα ποὺ σκεπάστηκε μὲ λουλούδια ποὺ ἔτρεμαν στὴν αὔρα καὶ στὸν ἥλιο...

Ἂν τύχει νὰ γίνει κάτι ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ τώρα μοιάζει ἀνέφικτο, θὰ τὸ συνοδέψει τὸ μαρτύριο καὶ τὸ αἷμα. Γιατὶ μοῦ φαίνεται ἀδύνατο νὰ μπορέσει νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ ἕνας μόνο ἀπὸ μᾶς.

Σὰν σκιὰ πλανιέται τὸ κοπαδάκι μου μέσα στὴ νύχτα μὲ τ᾿ ἄστρα, νύχτα δροσερὴ ἀπὸ τὶς προσευχές, γαλήνια σὰν νὰ εἶχε βρέξει ψωμὶ ὁ οὐρανός».
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/dionysios_solwmos/eley8eroi_poliorkhmenoi.htm

Ανατολική Ουκρανία: Τούρκοι μισθοφόροι πολεμούν τους Ρωσόφιλους

Οι μυστικές υπηρεσίες της αυτοαποκαλούμενης ΛαϊκήςΔημοκρατίας του Λουγκάνσκ (ΛΔΛ) σε έκθεσή τους αναφέρουν ότι έχουν καταγράψει Τούρκους μισθοφόρους κοντά στη γραμμή επαφής μεταξύ Ντονμπάς και (δυτικής) Ουκρανίας και ότι αυτοί πολεμούν στο πλευρό του ουκρανικού στρατού, σύμφωνα με δημοσίευμα του BGNES που επικαλείται το Ria Novosti.
 
Η έκθεση ανακοινώθηκε δημόσια από τον εκπρόσωπο της Λαϊκής Πολιτοφυλακής τη ΛΔΛ, Αντρέι Μαρότσκο, ο οποίος τόνισε ότι έχουν εντοπισθεί περίπου 20 μισθοφόροι Τούρκοι με τα όπλα τους σε ένα ιδιωτικό σπίτι στο ανατολικό τμήμα του οικισμού Μπολοτένοε (Болотенное).
Ο Μαρότσκο πρόσθεσε ότι στον τομέα  του Μπολοτένοε και στο Σίζοε (Сизое ) έχουν επίσης αναπτυχθεί κομάντος των ειδικών δυνάμεων.
Οι μυστικές υπηρεσίες της ΛΔΛ είχαν αναφέρει στο παρελθόν ότι ήταν κοντά στη διαχωριστική γραμμή και άλλους ξένους μισθοφόρους, από τη Γεωργία, την Πολωνία, τις ΗΠΑ, τη Νορβηγία, τη Δανία και άλλες χώρες.
 
--

«ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821»- Ο Μεσολογγίτης Αγωνιστής ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, (1751-1826)

Πινακοθήκη ηρωικών μορφών
(47)

Επιμέλεια Γ.Γ.Γ
===============

Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1751 από οικογένεια προυχόντων. Από πολύ νέος ανακατευόταν στα κοινοτικά της τουρκοκρατούμενης πόλης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι. Διάθεσε ολόκληρη την περιουσία του υπέρ του πολιορκημένου Μεσολογγιού. Μόλις έφτασε ο Λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι, του παραχώρησε ένα από τα σπίτια του, όπου και έμεινε ο ποιητής ως το θάνατο του. Στη διάρκεια της τελευταίας πολιορκίας του Μεσολογγιού, έδειξε μεγάλη δραστηριότητα. Εμψύχωνε τους αγωνιστές στα διαλείμματα των μαχών, επισκεύαζε τους προμαχώνες και στο σπίτι του ήταν αποθηκευμένη μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας.

Στο τελευταίο πολεμικό συμβούλιο, το οποίο έγινε εκεί που σήμερα είναι ο ναός της Αγίας Παρασκευής, στις 8 Απριλίου 1826, και αποφασίστηκε η Έξοδος, τέθηκε το ερώτημα τι θα γίνει με τα γυναικόπαιδα, τους γέρους και τους τραυματίες. Ο Καψάλης δήλωσε ότι θα κλειστεί στο σπίτι του με όλους όσους δεν μπορούν να φύγουν και, στην κατάλληλη στιγμή, θα το τινάξει στον αέρα. Αυτό και έγινε. Τη νύχτα της Εξόδου συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του 400 περίπου γυναικόπαιδα και γέροι και τη στιγμή που οι Τουρκοαιγύπτιοι είχαν κυκλώσει το σπίτι και ήταν έτοιμοι να μπουν, ο ηρωικός Καψάλης έριξε έναν αναμμένο δαυλό στην πυρίτιδα και, μαζί τους τινάχτηκαν στον αέρα και περί τους χίλιους άντρες του εχθρού.

Η πράξη αυτή υμνήθηκε από τους Έλληνες αλλά και από ξένους ποιητές. Προτομή του Καψάλη έχει στηθεί στο ηρώο του Μεσολογγιού από το 1926. Εξάλλου, ο δήμος της πόλης, στον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της εθνικής ανεξαρτησίας, έκοψε χρυσά, αργυρά και χαλκά αναμνηστικά μετάλλια τα οποία απεικόνιζαν στην μια όψη τους την ανατίναξη και στην άλλη είχαν χαραγμένη τη φράση «Το Μεσολόγγι προς το ολοκαύτωμα του Χρήστου Καψάλη 1826-1930».

Το χρονικό

Στις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Όπως και στην πρώτη πολιορκία, πάλι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Ο αιγύπτιος Ιμπραήμ επεχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε, όμως, και αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.

Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες! Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι' αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου).

Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι.

Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης.

Η ανατίναξη του Χρήστου Καψάλη. Λάδι. Θεόδωρος Βρυζάκης.
Δημοτική Πινακοθήκη Μεσολογγίου
Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.

Η προτομή του Χρήστου Καψάλη στο Μεσολόγγι
Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι γερμανοί φιλέλληνες. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους τουρκοαιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες.

Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της, όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα, απαθανάτισαν τη θυσία των Μεσολογγιτών. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την ημιτελή ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», με τους γνωστούς στίχους από το Σχεδίασμα Β':

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε' στα μάτια η μάνα μνέει'

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ΄έχω γω στο χέρι;

Οπού συ μου ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»

Αμέσως μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με τον στρατό του κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Αττικής. Ο Ιμπραήμ επανήλθε στην Πελοπόννησο για να εξαλείψει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης σε Μάνη και Αργολίδα.

Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαϊου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.

Πηγές: