Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Τα δημοσιεύματα της εποχής στον κυπριακό Τύπο

Μια πολύ σημαντική πηγή για τη μελέτη του φαινομένου της έλευσης προσφύγων από τη Μικρά Ασία τους μήνες που ακολούθησαν την κατάρρευση του μετώπου είναι ο κατάλογος της έκθεσης που έγινε στη Λευκωσία το 2002 και που επιμελήθηκε ο Ανδρέας Κλ.
Δημοσίευμα εφημερίδας του 1915 για τον πρώτο δωγμό (1914-1918). Κύπριοι εγκατεστημένοι στη Μικρά Ασία και Σμυρνιοί πρόσφυγες φτάνουν στην ΚύπροΔημοσίευμα εφημερίδας του 1915 για τον πρώτο δωγμό (1914-1918). Κύπριοι εγκατεστημένοι στη Μικρά Ασία και Σμυρνιοί πρόσφυγες φτάνουν στην ΚύπροΣοφοκλέους. Στον κατάλογο αυτόν εμπεριέχονται πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, παρότι δεν καταγράφεται παρά μόνο ένα μέρος από το πλήθος των δημοσιευμάτων για τη Μικρασιατική Καταστροφή στις κυπριακές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε, εβδομαδιαίως, στις μεγαλύτερες πόλεις/επαρχίες του νησιού (Λευκωσία, Λάρνακα, Λεμεσός, Πάφος). Ωστόσο, και αυτή η μερική αποδελτίωση και αποθησαύριση μας επιτρέπει να σχηματίσουμε εικόνα.
Το μαρτύριο της Σμύρνης
1Η Καταστροφή: Κοινό χαρακτηριστικό των άρθρων είναι η ρητορική τους, η οποία προδιαθέτει άμεσα τον αναγνώστη για το μέγεθος της εθνικής καταστροφής, που έχει χαρακτήρα Αποκάλυψης: «Η θάλασσα [...] παρέχει τα υγρά νώτα της διά να μεταφέρωνται επί αυτών άθλιοι και δύστυχοι ανθρώπιναι υπάρξεις από τον Τουρκικόν Αδην εις την γην» («Κυπριακός Φύλαξ» Λάρνακας, 7.9.1922). «Οι τραγικοί κύκλοι της Δαντικής κολάσεως ωχριούν προ του Σμυρναϊκού μαρτυρίου. Η παγκόσμιος ιστορία δεν ανέγραψε τραγικωτέραν σελίδα» («Σάλπιγξ» Λεμεσού, 9/22.9.1922). Η ρητορική αυτή δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι η κάλυψη των γεγονότων στηρίζεται βασικά στις αφηγήσεις των ίδιων των προσφύγων, που δίνουν τον τόνο της ανθρώπινης συμφοράς, της απανθρωποποίησης: «Είχον δε την ανατριχιαστικήν φρίκην να βλέπωσι παρά το τελωνείον [της Σμύρνης] σειράς όλας ανθρώπων με δεμένα χέρια και τας κεφαλάς αποκομμένας. [...]
»Η θάλασσα δε ήτο γεμάτη πτώματα πλασμάτων τα οποία ελογχίζοντο από μαινομένους στρατιώτας, ή αλλόφρονα ερρίπτοντο εις αυτήν προτιμώντα τον πνιγμόν» («Κυπριακός Φύλαξ» Λάρνακας, 7.9.1922). Ανάλογες φρικιαστικές αφηγήσεις -με γυναίκες να σκοτώνουν τα παιδιά τους, ή αδελφούς να πνίγουν τις αδελφές τους, ή ανθρώπους να αυτοκτονούν πέφτοντας στη θάλασσα, για να αποφύγουν τη μάχαιρα και την ατίμωση- καταγράφουν πολλές ακόμη κυπριακές εφημερίδες.
Οι ευθύνες της Καταστροφής επιρρίπτονται στη (φιλο)βενιζελική ή στη (φιλο)βασιλική πλευρά, ανάλογα με την πολιτική θέση της κάθε εφημερίδας, μια που ο Εθνικός Διχασμός είχε αντίκτυπο και στη Μεγαλόνησο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πολιτικά σχόλια των κυπριακών εφημερίδων που εξετάζουν τις ευθύνες των Μεγάλων Δυνάμεων γίνεται ένας προσεκτικός διαχωρισμός του ρόλου της «καλής» Μ. Βρετανίας έναντι των «κακών» Φράγκων (ή «κουτοφράγκων»), Γάλλων και Ιταλών, οι οποίοι αναθεματίζονται και δαιμονοποιούνται (ιδίως οι Γάλλοι). Προφανώς, αυτή η «δημοσιογραφική πολιτική» γίνεται (και) για λόγους επιβίωσης από τη λογοκρισία της βρετανικής Διοίκησης στο νησί.
2Οι πρόσφυγες: Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Βρετανικής Διοίκησης της Κύπρου, από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1922 έφτασαν στην Κύπρο, προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία, 2.400 πρόσφυγες (200 Βρετανοί, 500 Αρμένιοι, 800 Κύπριοι και 900 Ελληνες υπήκοοι). Το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων το δέχεται η Λάρνακα, η «Σκάλα», στην οποία υπάρχει το λοιμοκαθαρτήριο. Σε ό,τι αφορά την κοινωνική τους προέλευση, οι περισσότεροι -ως ήταν αναμενόμενο- είναι λαϊκής καταγωγής, πολύ λιγότεροι οι πλούσιοι και επιφανείς.
Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται από όλες τις εφημερίδες σε αξιοθρήνητη κατάσταση, κυρίως ψυχολογικά: «Οι πλείστοι εκ τούτων ευρίσκονται εις ελεεινήν κατάστασιν, ημίγυμνοι, με γυμνά πόδια και εις κατάστασιν τρόμου εκ των φρικωδών πικρών αναμνήσεων» («Κυπριακός Φύλαξ» Λάρνακας, 7.9.1922). «Μητέρες με τα μάτια των γεμάτα δάκρυα έσφιγγαν εις τας αγκάλας των τα βρέφη των, [...] άλλαι με το πρόσωπον στυγνόν ητένιζον τον κόσμον με ένα βλέμμα απλανές και απολιθωμένον» («Σάλπιγξ» Λεμεσού, Νοέμβριος 1922).
Ενα δεύτερο στοιχείο, που έχει το εθνολογικό ενδιαφέρον του, είναι ότι οι πρόσφυγες δεν μιλούν ελληνικά: στα δημοσιεύματα του κυπριακού Τύπου γίνεται λόγος για γυναίκες και παιδιά «αγνοούντα τελείως την Ελληνικήν» και για «Τουρκοφώνους ομογενείς». Αναγνωρίζονται, δηλαδή, ως «αδελφοί» στη βάση όχι της γλώσσας, αλλά της εθνικής (πολιτισμικής) και θρησκευτικής τους ταυτότητας: Ελληνες ορθόδοξοι. (Αξίζει, παρενθετικά, να σημειώσουμε ότι η Μικρά Ασία στα δημοσιεύματα του κυπριακού Τύπου αναφέρεται ως «Αλλαγία» και οι πρόσφυγες ως «οι εξ Αλλαγίας πρόσφυγες». Να αποκαλούσαν άραγε έτσι οι ίδιοι οι πρόσφυγες την πατρίδα τους;).
...Η ανταπόκριση πάντως του κυπριακού Ελληνισμού είναι συγκινητική. Προκαλεί αληθινά θαυμασμό ο μηχανισμός που στήνεται εκ του μηδενός και ταχύτατα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που χτυπάει το αγροτικό και φτωχό νησί της Κύπρου. Καθοριστικό ρόλο παίζει η Αρχιεπισκοπή, σε συνεργασία με τις ελληνικές Δημοτικές Αρχές κάθε μεγάλης πόλης. Οι σύλλογοι Κυριών και Δεσποινίδων επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας των προσφύγων.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι οι φτωχοί σε επαρχίες απομακρυσμένες, όπως αυτή της Πάφου, που, επειδή δεν έχουν χρήματα να δώσουν, προσφέρουν τα γεννήματά τους: κριθάρι, σιτάρι, κολοκάσι, ακόμη και λεμόνια! (εφ. «Πάφος», 27.10.1922). Είναι εντυπωσιακό το χρηματικό ποσό που συγκεντρώνεται (κυρίως μέσω εράνων) όχι μόνο για την ενίσχυση των τοπικών επιτροπών αποκατάστασης των προσφύγων αλλά και για την ενίσχυση του αντίστοιχου μηχανισμού αρωγής στη μητέρα-Ελλάδα. Για τα τότε οικονομικά δεδομένα πρόκειται για (συλλογικό) άθλο. Δεν λείπουν φυσικά και οι εξαιρέσεις, όπως αφήνει να εννοηθεί το πρωτοσέλιδο της σατιρικής εφ. «Πειρασμός Λεμεσού» (15/28.10.1922) με τίτλο «Ντραπήτε...!» που, απ' ό,τι φαίνεται, απευθύνεται σε μια μερίδα πλουσίων της κοινωνικής ελίτ η οποία «δεν υπογράφει τα χαρτιά» (τα εγγυητήρια).
Βρετανική απανθρωπιά
3Το βρετανικό αζημίωτο: οι Βρετανοί διοικούντες απαγόρευαν την αποβίβαση των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων. Οι εκκλησιαστικές και δημοτικές Αρχές του νησιού κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για την ανατροπή αυτής της απαγόρευσης, όπως δείχνουν τα (αρκετά) δημοσιεύματα που αφιερώνονται στο θέμα. Αξίζει να διαβαστεί η αλληλογραφία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κύριλλου Γ' με αρχές του Λονδίνου, για την επίδειξη ελέους σε «Χριστιανούς» (τονίζεται το θρήσκευμα και όχι η εθνική ταυτότητα), που η ζωή τους κρεμόταν ουσιαστικά από την απόφαση των βρετανικών Αρχών. Το θέμα έφτασε μέχρι τη Βουλή των Κοινοτήτων, με επερώτηση του βουλευτή Ο'Connor, αλλά η απάντηση εκ μέρους του υφυπουργού των Αποικιών Ormsby Gore ήταν κοφτή: «Φοβούμαι ότι το υλικόν και οι πόροι του προσωπικού της Νήσου επιβαρύνονται εις το ανώτατον σημείον».
Η κάμψη της αυστηρής στάσης της βρετανικής Διοίκησης επήλθε με το αζημίωτο: οι οικονομικοί όροι ήταν δυσβάσταχτοι και απαιτητοί «μέχρι κεραίας»: «1ον. Να καταβληθή το ποσόν των 250 λιρών διά την εν τω λοιμοκαθαρτηρίω συντήρησιν των προσφύγων. 2ον. Να δοθώσι προσωπικαί εγγυήσεις διά το ποσόν 12.000 λιρών διά την συντήρησιν των προσφύγων τούτων επί εν έτος εν Κύπρω. Εκαστον δε άτομον δύναται να παράσχη εγγύησιν διά ποσόν ουχί κατώτερον των 100 λιρών και μη υπερβαίνον τας 1.000 λίρας» («Ελευθερία» Λευκωσίας, 5/18.10.1922). Ολα, ακόμη και τα ξενοδοχεία, ακόμη και τα δωμάτια του rest house στο Διοικητήριο, ακόμη και τα πρόστιμα για την (αναγκαστική) καθυστέρηση του απόπλου των πλοίων κατά τη χρονοβόρα διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, έπρεπε να πληρωθούν από τους Ελληνες της Κύπρου.
Περιττό να ειπωθεί ότι τα ποσά των εγγυήσεων για την εποχή εκείνη είναι εξωφρενικά. Παρ' όλα αυτά, θα μαζευτούν: «ήρξαντο πυρετώδεις ενέργειαι [...] προς εξασφάλισιν του ποσού διά τας δαπάνας [...] εν τω λοιμοκαθαρτηρίω και της εξευρέσεως των πολιτών οίτινες θα παράσχουν τας προσωπικάς εγγυήσεις διά το ποσόν των 12.000 λιρών [...] όπως επιτραπεί εις τους πρόσφυγας να αποβιβασθώσι» («Ελευθερία» Λευκωσίας, 5/18.10.1922).
Είναι φανερό ότι πίσω από τις δυσκολίες και τις υπέρογκες «εγγυήσεις» που αξιώνουν οι Βρετανοί, ελέγχοντας τη ροή Ελλήνων της Μικρασίας στην Κύπρο, κρύβεται ο φόβος τους να μην αυξηθεί ακόμη περισσότερο το ελληνικό στοιχείο προβάλλοντας πιο δυναμικά το ενωτικό αίτημα.
Ενα συμπέρασμα
Περιττεύει, νομίζω, να σχολιάσω την επικαιρότητα που οι φιγούρες των ρακένδυτων - ανυπόδητων - βουβών - κενών ψυχικά προσφύγων φέρνουν στο νου, και γενικεύουν, ως κοινή μοίρα των όπου γης και εποχής κατατρεγμένων που δεν έφταιξαν σε τίποτα αλλά υπέστησαν τα πάντα (πέρα από τα τωρινά, ας δει κανείς και το βιβλίο του Keith Lowe «Ολεθρος» πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά: εκδ. Ψυχογιός 2014). Κι ακόμη πιο περιττό από την τραγική επαναληπτικότητα τέτοιων γεγονότων στην ανθρώπινη ιστορία, είναι να σχολιάσω την ειρωνεία της ιστορίας, οι συγκεκριμένοι πρόσφυγες των μικρασιατικών παραλίων να γίνονται δεκτοί σε ένα νησί που μερικές δεκαετίες μετά θα βιώσει τον απόλυτο πόνο (αν υπάρχουν διαβαθμίσεις στον ξεριζωμό): να γίνεις πρόσφυγας στην ίδια σου τη γη.
Ισως τελικά η Ιστορία, που επαναλαμβάνεται «σαν φάρσα», να έχει αυτό το «διδακτικό» ρόλο σε έναν κόσμο με κοντή μνήμη: τον αποτροπιασμό για τα ανήκουστα.
* Επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου

Εξουσία

Εχει σχεδόν παγιωθεί στο συλλογικό μας συνειδός η ιδέα ότι η εξουσία είναι συνυφασμένη με τη βία. Νεαροί, που στη διάρκεια ανοιχτών γενικών εκδηλώσεων ή διαδηλώσεων σπάνε βιτρίνες και καίνε κτήρια, αυτοκίνητα, κάδους απορριμμάτων και σημαίες, χαρακτηρίζονται ως αντεξουσιαστές, ως πρόσωπα που μάχονται ενάντια στην εξουσία, την οποία η πολιτεία ή η άρχουσα στην κοινωνία τάξη μεταχειρίζεται με -απροκάλυπτη ή ύπουλη- αναλγησία για να εξυπηρετεί το δικό της συμφέρον.
Η εξουσία, όμως, δεν είναι αυτό -ακριβέστερα, δεν είναι μόνο αυτό. Η εξουσία δεν είναι απλώς μια δύναμη στα χέρια ορισμένων, των εξουσιαστών, που χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν τη μεταχειρίζονται προς το συμφέρον τους ενάντια σε κάποιους άλλους, τους αντεξουσιαστές, οι οποίοι, αντιδρώντας, επιχειρούν να καταργήσουν βίαια το προνόμιο της εξουσίας των φορέων της και, ακόμη παραπέρα, να τους αφανίσουν, καθόσον στόχος της χρήσης της βίας είναι η εκμηδένιση. Το ζήτημα της εξουσίας δεν εξαντλείται στην αντιπαράθεση μεταξύ της εξουσίας της πολιτείας ή της άρχουσας τάξης αφ' ενός και της βίαιης αντίδρασης στη δύναμη αυτή αφ' ετέρου.
Η σχέση, αίφνης, μεταξύ δασκάλου και μαθητή δεν είναι, επίσης, μια σχέση εξουσίας, στην οποία, όμως, η βία δεν μπορεί να έχει πλέον θέση; Η αντίληψη ότι ο δάσκαλος με την εξουσία που, ως εκ της ιδιότητάς του, διαθέτει δικαιούται να ασκεί -σωματική και ψυχολογική- βία πάνω στο μαθητή για να εκπληρώσει την αποστολή του, η οποία συνίσταται στη διαπαιδαγώγηση του τελευταίου αυτού, έχει προ πολλού εγκαταλειφθεί. Ο δάσκαλος είναι υποχρεωμένος να ασκεί την εξουσία του με ήπιο τρόπο, μεταχειριζόμενος, αντί για τη βία, την πειθώ, με στόχο να διαμορφώσει μαθητές ικανούς να σταθούν μόνοι τους στα πόδια τους και να αντιμετωπίζουν αφ' εαυτών τις προκλήσεις που θα παρουσιαστούν στο δρόμο τους. Ο στόχος του δασκάλου δεν είναι, εκμεταλλευόμενος την εξουσία του, να εξυπηρετεί το δικό του συμφέρον. Απεναντίας, η εξουσία του δασκάλου θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα είδος αυτοθυσίας, να είναι έτοιμος να δει το μαθητή του να τον ξεπερνάει μέχρι του σημείου να του γυρίζει την πλάτη. Για το δάσκαλο η χειραφέτηση του μαθητή του είναι δείγμα ότι πέτυχε στην αποστολή του, ότι αξιοποίησε την εξουσία του όπως του δόθηκε να τη μεταχειριστεί. Ο Νίτσε δεν δίστασε να πει ότι θα ήθελε ο μαθητής του στο τέλος να τον προδώσει, όπως ο Ιούδας, που παρέδωσε τον Ιησού στους διώκτες του.
Η εξουσία μπαίνει σε περιπέτειες, όταν από μέσο, που -όπως συμβαίνει στη σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή- τη μεταχειρίζεται ο εξουσιαστής για τη βελτίωση της θέσης του εξουσιαζομένου, μετατραπεί σε αυτοσκοπό. Η εξουσία, όταν ο εξουσιαζόμενος δεν εισπράττει τα θετικά αποτελέσματά της που ως μέσο θα μπορούσε να του παράσχει αυτή, αμφισβητείται, οπότε ο εξουσιαστής, που θεωρεί την εξουσία του αυτοσκοπό, για να τη διατηρήσει πάση θυσία καταφεύγει στη βία, που στόχος της είναι η εκμηδένιση του εξουσιαζομένου που την αμφισβητεί, ο οποίος, με τη σειρά του, προκειμένου να αποφύγει τον αφανισμό του, αντιδρά με τη βία -και ούτω καθεξής. Από το φαύλο αυτόν κύκλο της βίας, ωστόσο, και οι δύο, εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος, βγαίνουν χαμένοι: ο μεν γιατί, δείχνοντας στην άσκηση της εξουσίας του το απάνθρωπο πρόσωπό της, γίνεται αντικείμενο μίσους, ο δε γιατί, στην προσπάθειά του να προφυλαχθεί από τη βία της εξουσίας, μετατρέπεται από θύμα, που αξίζει τη συμπάθειά μας, σε θύτη, που προκαλεί την αποστροφή.
Ο φαύλος αυτός κύκλος της βίας μπορεί να διακοπεί, αν ο ένας από τους δύο παράγοντές του παραιτηθεί από τη χρήση βίας. Η απόφασή του αυτή ουδόλως σημαίνει ότι θα τον οδηγήσει και στην ήττα. Το έδειξε ο Γκάντι, ο Ινδός πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτης, με τη διακήρυξη του αξιώματος της άρνησης στη βία, το οποίο, αφού πέτυχε να το ενστερνιστούν οι συμπατριώτες του, ήταν η αιτία να ανατραπεί η εξουσία που ασκούσαν πάνω στη χώρα τους οι Αγγλοι κατακτητές των και να αναλάβουν οι ίδιοι πλέον την εξουσία στον τόπο τους.
Η βία δεν είναι το αντίδοτο στην εξουσία. Ούτε και το φάρμακό της. Ο πιο ασφαλής τρόπος, για να επιβάλεις τη θέλησή σου στον άλλο, δεν είναι η άσκηση της δύναμης την οποία σου παρέχει η εξουσία που κατέχεις, αλλά η παραίτησή σου από την εξουσία. Ο Σωκράτης, στις συζητήσεις που έκανε, ήταν σε θέση ισχύος, γιατί ήξερε ήδη τα λάθη των συνομιλητών του, και ενώ είχε την εξουσία, ήταν σε θέση να τους τα επισημάνει, δεν το έκανε. Τους άφηνε, προσποιούμενος ότι δεν ήξερε τίποτε για το εκάστοτε θέμα που συζητούσαν, να πιστεύουν ότι το κατείχαν και ότι ο ίδιος όφειλε να υπακούει στη γνώμη τους, ότι ήταν, με άλλα λόγια, εκείνοι οι εξουσιαστές κι αυτός ο εξουσιαζόμενος, μέχρι που, ρωτώντας τους επίμονα, να τους δείξει στο τέλος πως ό,τι νόμιζαν σωστό ήταν λάθος, και να τους γκρεμίσει, έτσι, από το θρόνο της εξουσίας.
Δεν αρκεί, λοιπόν, να έχεις την εξουσία στα χέρια σου. Πρέπει να ξέρεις και πώς να τη διαχειριστείς.
Τέως πρύτανης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, teopelegrinis@gmail. com

Επιτέλους , ένα τέλος στα "πρέπει"...

Ακούγονται πολλές φορές, παλαιότεροι, αλλά και νέοι πολιτικοί στη Βουλή, αλλά και στα κανάλια, να απευθύνονται στους πολίτες και να ρητορεύουν αναπτύσσοντας μια σειρά από «πρέπει». Ξεκινούν το λόγο τους με το «πρέπει» και τελειώνουν κατά τον ίδιο τρόπο. Εμφανίζονται, έτσι, σαν σχολιαστές των εξελίξεων, που δεν έχουν ξεκάθαρη θέση, δεν αναλαμβάνουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις και δεν καταθέτουν καμιά συγκροτημένη πρόταση, κανένα σχέδιο.
 Αοριστολογούν ακόμη και σ' αυτά που αναγνωρίζουν ως απολύτως αναγκαία και αναμασούν αυτά που οι ίδιοι καλούνται να πράξουν, αυτά που ο πολίτης απαιτεί απ' αυτούς. Αποδεικνύουν, τελικά, πως αδυνατούν να καταλάβουν ακόμη και το αυτονόητο: Οτι τα «πρέπει» βγαίνουν από την κοινωνία και απευθύνονται σε αυτούς. Οτι ο κόσμος είναι εκείνος που δικαιούται να τα αναπτύσσει στους πολιτικούς και όχι οι πολιτικοί στον κόσμο.
Είναι προφανές πως όσο υπάρχουν πολιτικοί και πολιτικές δυνάμεις που επιμένουν να αναμασούν και να απευθύνουν στους πολίτες το ένα ή το άλλο «πρέπει», άλλο τόσο τα «πρέπει» θα παραμένουν «πρέπει». Διότι πολύ απλά καταδεικνύουν έτσι μια προσπάθεια υπεκφυγής και αοριστολογίας. Αναμηρυκάζουν διαπιστώσεις, που είναι καλά γνωστές σε όλους κι απλώνουν μια ευχή στον αέρα. Αντιγράφουν πρακτικές του παρελθόντος που χρεοκόπησαν και έσυραν τη χώρα σε αδιέξοδο. Πιστοποιούν, τελικά, πως με τέτοιες αντιλήψεις, στην καλύτερη περίπτωση, ο τόπος θα χάνει μαζί τους τον καιρό του. Κι αυτό, σε δύσκολους κι αβάσταχτους καιρούς, ο κόσμος δεν το αντέχει. Σε τέτοιες, άλλωστε, εποχές ο χρόνος δεν είναι απλά και μόνο χρήμα. Για χώρες κι ανθρώπους που δεν αντέχουν άλλο, είναι ζήτημα επιβίωσης.
Οταν αλλάζουν οι καιροί, είναι ανάγκη να αλλάζουν και οι πολιτικές δυνάμεις τις πρακτικές που συνήθισαν. Οταν η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, είναι ανάγκη να ρωτούν τι μπορούν να δώσουν και όχι τι να πάρουν. Οταν ο κόσμος αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα, είναι ανάγκη να αφιερώνουν χρόνο στην επίλυσή τους και όχι στην κομματική αξιοποίησή τους. Δεν προσθέτουν με αφηγήσεις και περιγραφές των καταστάσεων που ο κόσμος ξέρει καλύτερα απ' ό,τι οι ίδιοι. Ούτε με κραυγές και ψιθύρους, που δεν αποβλέπουν παρά μόνο στη δημιουργία εντυπώσεων εις βάρος των άλλων. Δεν απαντούν, έτσι, στους πολίτες που ζητούν συγκεκριμένες προτάσεις, πειστικές δεσμεύσεις και ρεαλιστικά, αλλά ελπιδοφόρα προγράμματα. Και βέβαια δεν ανταποκρίνονται στο χρέος τους, κατηγορώντας τους άλλους πως δεν ανταποκρίνονται στο δικό τους.
Στους δύσκολους σημερινούς καιρούς χρειάζεται, όσο ποτέ στο παρελθόν, να μην περιορίζονται οι πολιτικοί σε διαπιστώσεις, αλλά να προχωρούν στο «διά ταύτα». Να μην εξαντλούνται σε κρίσεις και επικρίσεις, αλλά να καταθέτουν προτάσεις για στέρεες λύσεις. Να μην αναμασούν διακηρύξεις για το ευκταίο, αλλά να προσδιορίζουν τον τρόπο, το χρόνο και τα μέσα που μπορούν να το κάνουν εφικτό. Να λένε τι ακριβώς σχεδιάζουν, με ποιους θα το κάνουν και πώς θα το κάνουν. Να μη θεωρητικολογούν αόριστα, αλλά να ανταποκρίνονται στην «εποχή του συγκεκριμένου». Και βέβαια να αναλαμβάνουν το κόστος συγκροτημένων προτάσεων, ανατροπών και ρήξεων, με τα στραβά και τ' ανάποδα που καθηλώνουν τον τόπο. Διότι λύσεις χωρίς κόστος δεν υπάρχουν. Και όποιος υποστηρίζει ή αφήνει να εννοηθεί το αντίθετο, πάλι στο «πρέπει» θα γυρίσει και εκεί θα μείνει.
Στο κάτω κάτω, λοιπόν, της γραφής, ο τόπος έχει ανάγκη και ο κόσμος απαιτεί από τους πολιτικούς κάτι πολύ απλό. Να συνειδητοποιήσουν ότι είμαστε στην εποχή του συγκεκριμένου. Αντί να περιορίζονται σε καταγγελίες, αοριστολογίες, ευχές και «πρέπει», να ακούσουν επιτέλους τον Οδυσσέα Ελύτη που προστάζει: «Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι».
andathanasiou@gmail.com