Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Η Παναγία της Τήνου..(Διαβάστε ολη την ιστορία)

Η ιστορία της Τήνου άλλαξε για πάντα το 1823, όταν ντόπιοι έσκαψαν και βρήκαν μια πρωτοχριστιανική εικόνα της Παναγίας καθ’ υπόδειξη της Πελαγίας, μιάς μοναχής στο μοναστήρι του Κεχροβουνίου που είπε ότι είδε την Παναγία στον ύπνο της και Αυτή της υπέδειξε τον τόπο που ήταν θαμμένη η εικόνα της και ζήτησε την ανέγερση ναού εκεί. Η εκκλησία χτίσθηκε. H εικόνα έχει θαυματουργές ικανότητες και η Παναγιά της Τήνου είναι ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά προσκυνήματα στην χώρα.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Tο Παναγιοφύλακτο και φωτοπάροχο Iερό Ίδρυμα και Προσκύνημα της Eυαγγελιστρίας, στο Iερό νησί της Tήνου, αποτελεί σημείο αναφοράς όχι μόνο του Oρθοδόξου αλλά ολοκλήρου του χριστιανικού κόσμου, και μάλιστα και αλλοδόξων επισκεπτών του Iερού αυτού σεβάσματος της Oρθοδοξίας.
Tο ξημέρωμα της 30ης Iανουαρίου του 1823 απετέλεσε το ξεκίνημα για τη δημιουργία του ιερού αυτού χώρου, ο οποίος από τότε μέχρι σήμερα ακτινοβολεί σε ολόκληρο τον κόσμο με την λειτουργική, πνευματική, φιλανθρωπική, κοινωνική και εθνική προσφορά του το μεγαλείο της πίστεως, αλλά και της αγάπης της Eκκλησίας προς τον άνθρωπο.
H Tηνία Mοναχή, και από τη συνείδηση του λαού και την επικύρωση της Eκκλησίας, αγία Πελαγία, υπήρξε το όργανο της χάριτος του Θεού για την φανέρωση και εύρεση της αγίας Eικόνος, της θαυματουργικής και περίπυστης, εμπρός στο μεγαλείο και την χάρη της Oποίας, εκατομμύρια άνθρωποι, από το 1823 κλίνουν ευλαβικά το γόνυ και αναπέμπουν ικετήρια δέηση και προσευχή.

ΤO ΠΡΩΤO ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛOΧΑΡΗΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝO

Δυο χρόνια σχεδόν πριν την εύρεση της εικόνας, η Θεοτόκος είχε δώσει το πρώτο της μήνυμα στην Τήνο, για τον θαμμένο στη γη της ιερό θησαυρό. Ήταν στα 1821, στην αρχή της επανάστασης, όταν η Θεοτόκος Μαριάμ φάνηκε στο όνειρο ενός απλού γέροντα κηπουρού, στον περιβολάρη μπάρμπα Μιχάλη Πολυζώη, Ανδριώτη στην καταγωγή, ογδόντα ετών και του είπε να υπάγει στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά, έξω από την πόλη, να σκάψει και να εύρει μια εικόνα της.
Αυτός κατέπεισε μερικούς Χριστιανούς, έσκαψαν λίγο και ηύραν μερικά αρχαία τούβλα, και αφού δεν βρήκαν την εικόνα που έψαχναν, δεν συνέχισαν την προσπάθειά τους αλλά απεχώρησαν. Αυτός ο γέροντας, ο μπαρμπα Μιχάλης, ήταν αγαθός στην ψυχή και απλοϊκός στους τρόπους, αλλά και ευλαβής προς τα θεία και διηγείτο το όνειρό του και σε άλλους, και στον Αρχιερέα του νησιού, τον Μητροπολίτη Γαβριήλ, ο οποίος όμως δεν έδωσε καμμία συνέχεια σε αυτό. Παρά ταύτα ο μπαρμπα Μιχάλης επαναλάμβανε συνέχεια το γεγονός, αν και κανένας δεν τον πίστευε γιατί θεωρούσαν τα λεγόμενά του φλυαρίες.
Κρατούσε δε και άλλη λαϊκή παράδοση από τα αρχαία χρόνια ζωντανή, με αφηγητή της επίμονο, τον μπαρμπα Γιάννη τον Γκιουζέ από το χωριό Μουντάδος, ο οποίος είχε αγρούς στην περιοχή «Πόλες», όπου και το κτήμα του Δοξαρά. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, εκεί στο κτήμα του Δοξαρά παλιά βρισκόταν ένα «πριγκηπάτο» -περίοπτο οικοδόμημα- και ήταν γραφτό πάλι να ξαναγίνει κάτι παρόμοιο και να έρχονται σε αυτό χιλιάδες άνθρωποι από όλο τον κόσμο!
Δύο απλοϊκοί άνθρωποι λοιπόν -κατά θεία παραχώρηση- ο Μιχάλης Πολυζώης και ο Γιάννης Γκιουζές, δύο γεωργοί, «γεώργησαν» κατάλληλο κλίμα για τα όσα επρόκειτο να συμβούν στην Μονή Κεχροβουνίου και στο ταπεινό και αγιασμένο κελλί της Μοναχής Πελαγίας.

ΤΑ OΡΑΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜOΝΑΧΗΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ

Σε αυτό το μοναστήρι λοιπόν, το «Μοναστήρι της Κυρίας των Αγγέλων», όπως επίσης λέγεται, στο «κελλίον» της Mοναχής Πελαγίας, καθώς μαρτυρούν ο μακαριστός Μητροπολίτης Γαβριήλ και οι κτήτορες -διάγγελμα 25/11/1822 και φυλλάδιο Καγκάδη- «το 1822 κατά μήνα Ιούλιο, εμφανίστηκε στον ύπνο αυτής της ιερής παρθένου, περί τον όρθρο της Κυριακής, μια γυναίκα που είχε άρρητη δόξα και λαμπρότητα…, η οποία έλαμπε περισσότερο κι’ από τον ήλιο και την επρόσταξε με τόνον… να σηκωθεί γρήγορα για να συναντήσει έναν από τους προκρίτους της πόλης ο οποίος ήτο και επίτροπος του μοναστηριού -για εξωτερικές του υποθέσεις-… ονομαζόμενον Σταματέλον Καγκάδη… και να του είπει χωρίς αναβολήν καιρού να φανερώσει η τιμιότητά του εις όλους τους εδώ ευρισκομένους χριστιανούς, ότι να ξεχώσωσιν τον Ναόν Της… χωσμένον εις τον αγρόν του Αντωνίου Δοξαρά πλησίον της πόλης… και να τον ανακαινίσωσιν… και να επιστατήσει ο ίδιος διά να ανεγερθεί λαμπρώς και μεγαλοπρεπώς… και εάν παρακούσουν, θέλει έλθει οργή του υιού Της απροσδόκητος… κατά της νήσου…»

Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΚOΝΑΣ

Στις 30 Ιανουαρίου του 1823,στην εορτή των Τριών Ιεραρχών, κατά την οποία πολλοί εργαζόμενοι ασχολούντο να εξομαλύνουν το έδαφος του παλαιού αυτού Nαού, ανακαλύφθηκε η Eικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, καταχωμένη στην άκρη του νάρθηκα, κομμένη πρόσφατα στη μέση από τους σκαφτιάδες και καλυμμένη με συσσωματωμένη από την πολυκαιρία γη. Ήταν δε καμένη από φωτιά και σχεδόν απανθρακωμένη στο πίσω μέρος της, ώστε συμπεραινόταν από αυτό και τα άλλα ερείπια, ότι αυτός ο ιερός Nαός κατακάηκε, όταν η πόλη κυριεύτηκε και ανασκάφτηκε από τους Σαρακηνούς, περίπου πριν οκτακόσια πενήντα χρόνια. Αφού δε με πολλή δυσκολία αποπλύθηκε η γη που ήταν προσκολλημένη πάνω στην Εικόνα, φάνηκαν ξέχωρα οι χαρακτήρες της Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου, συσκιασμένοι από την παλαιότητα, χωρίς διόλου βλάβη και απείραχτοι από την τομή, γιατί η Εικόνα χωριζόταν στα δύο κατά μήκος, ακριβώς στη μέση, μεταξύ της εικονιζόμενης Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου. Όταν είδαν αυτήν οι παρευρισκόμενοι, αναφώνησαν χαρμόσυνα και αφού ασπάστηκαν -την Εικόνα- με πολλή ευλάβεια,την έφεραν και την παρέδωσαν στα χέρια του Αρχιερέα που βρισκόταν εκεί. Ήταν γύρω στο μεσημέρι και όταν οι κάτοικοι της πόλης και των χωριών άκουσαν για την εύρεση της Αγίας Εικόνας προσέτρεχαν μικροί και μεγάλοι για να την δουν και να την ασπασθούν.

Όταν δε βρέθηκε η πάνσεπτη Εικόνα και τα θαύματα βεβαιώσανε όσα σε όνειρα είχαν αποκαλυφθεί, δεν εδίστασαν πια οι επίτροποι και οι επιστάτες να αναλάβουν την οικοδομή Ιερού Ναού λαμπρού και μεγαλοπρεπέστατου, αναθέτοντας τις ελπίδες τους στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία φανέρωσε στη Mοναχή ότι αυτή θα οικονομήσει τα πάντα. Ανεγειρόταν λοιπόν  ο Ιερός Ναός της Ευαγγελίστριας πάνω στον προοικοδομηθέντα



Οι θρύλοι της Παναγίας Εκατονταπυλιανής Η Ιστορία της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής Οι ρίζες του ναού της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής ή Καταπολιανής χάνονται στο χρόνο. Πρόκειται για έναν από τους παλαιότερους τόπους λατρείας της νέας θρησκείας, που η παράδοση θέλει να χτίστηκε, κατά τη διάρκεια του 4ου αι. από την Αγία Ελένη ή, κατά άλλους, από το Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος εκπλήρωσε το τάμα της μητέρας του

Οι θρύλοι της Παναγίας Εκατονταπυλιανής
Ωστόσο η ίδια παράδοση θέλει να υπήρχε στην ίδια τοποθεσία ένας, ακόμη παλαιότερος του 4ου αι., ναός, στον οποίο προσκύνησε η Αγία Ελένη, όταν βρέθηκε στην Πάρο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της προς τους Αγίους Τόπους σε αναζήτηση του Τιμίου Σταυρού.
Τότε ήταν, σύμφωνα με το θρύλο, που η Αγία Ελένη έκανε τάμα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, να χτίσει ένα μεγαλύτερο και λαμπρότερο ναό στη Χάρη της, αν κατάφερνε να βρει το Σταυρό του Μαρτυρίου.
Ωστόσο ο ναός-τάμα της Αγίας Ελένης καταστράφηκε κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος του, πιθανότατα εξαιτίας πυρκαγιάς, και ανακατασκευάστηκε επί Ιουστινιανού, κατά τη διάρκεια του 6ου αι.
Όσον αφορά την ονομασία του Ναού Εκατονταπυλιανή ή Καταπολιανή, που προέρχεται από τον όρο «καταπόλα» και σημαίνει «κατά την πόλη», πιθανότατα «δείχνοντας» το σημείο όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη της Πάρου, μέχρι πρόσφατα που διαβάστηκαν νέες πηγές, οι γνώμες διίστανταν για το ποια από τις δύο ήταν γνήσια και παλιότερη.
Τελικά απεδείχθη ότι και οι δύο είναι έγκυρες και σχεδόν σύγχρονες μεταξύ τους καθώς τις πρωτοσυναντάμε σε κείμενα και επιστολές του ύστερου 15ου αι. την πρώτη και των μέσων του 16ου αιώνα τη δεύτερη.
Ωστόσο σήμερα η επίσημη ονομασία του Ναού είναι Εκατονταπυλιανή, η οποία με τη σειρά της συνδέετε με έναν όμορφο θρύλο: "Ενενήντα εννέα φανερές πόρτες έχει η Καταπολιανή. Η 100η είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Θα φανεί η πόρτα αυτή και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη"…
Ένας ακόμη θρύλος, τραγικός και αιματηρός αυτή τη φορά, συνδέεται με τη μεγάλη Μνημειακή Πύλη, που τοποθέτησε στη βόρεια πτέρυγα του Ιερού Προσκυνήματος, λίγα μέτρα πιο πέρα από το παρεκκλήσι της Αγίας Θεοδοσίας, ο καθηγητής Ορλάνδος, κατά τη διάρκεια της αναπαλαίωση της Εκατονταπυλιανής.
Μέχρι τότε η μεγάλη αυτή μνημειακή πύλη βρισκόταν στην κεντρική πύλη του νάρθηκα του μεγάλου ναού. Τη λαϊκή φαντασία θέριεψαν οι δυο ανάγλυφες ανθρώπινες μορφές, που βρίσκονται στις κυβοειδής βάσεις, όπου στηρίζεται ένα μαρμάρινο πολυτελές διάκοσμο, αποτελούμενο από δύο κολώνες, πάνω στις οποίες στηρίζεται ένα αέτωμα με γείσο και ανθέμιο στην κορυφή.
Σύμφωνα με το λαϊκό θρύλο, την ιουστινιάνεια εκδοχή της Εκατονταπυλιανής έχτισε ο πρώην βοηθός του πρωτομάστορας της Αγιά Σοφιάς, ο Ιγνάτιος. Όταν ο μαθητής ολοκλήρωσε το έργο του κάλεσε το δάσκαλο του για να το θαυμάσει. Ωστόσο ο φθόνος τρύπωσε στην καρδιά του πρωτομάστορα μόλις αντίκρισε το αριστούργημα του Ιγνάτιου.
Από φόβο μήπως ο πρώην μαθητής του τον ξεπεράσει σε δόξα, τον παρέσυρε στην οροφή με σκοπό τάχα μου να του υποδείξει ένα σοβαρό αρχιτεκτονικό του λάθος. Στη συνέχεια τον έσπρωξε με σκοπό να τον σκοτώσει. Ωστόσο ο Ιγνάτιος, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθεί, κρατήθηκε από τα ρούχα του δασκάλου του, με αποτέλεσμα να πέσουν και οι δυο στο κενό και να σκοτωθούν μπροστά στο ναό.
Υποτίθεται λοιπόν ότι οι δύο ανάγλυφες μορφές παρασταίνουν η μία τον πρωτομάστορα και η άλλη το μαθητή του.
Στην πραγματικότητα οι δυο μορφές δεν έχουν την παραμικρή σχέση ούτε με την Αγιά Σοφιά ούτε με την Εκατονταπυλιανή, καθώς είναι πολύ παλιότερες. Πρόκειται για δύο σατύρους, που αποσπάστηκαν από κάποιο αρχαίο ιερό του Διονύσου, όπως και τόσα άλλα αρχαιολογικής αξίας αρχαία μέλη.
Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για έναν αρκετά διαδεδομένο θρύλο στην ελληνική επικράτεια, τον οποίο συναντάμε π.χ. με κάποιες μικρές παραλλαγές στην Παναγία την Παρηγορίτισσα της Άρτας, ενώ εξίσου διαδεδομένη ήταν η λαϊκή δοξασία, ότι για να στερεώσει ένα μεγάλο κτίσμα έπρεπε να ποτιστεί με αίμα, και κυρίως να θυσιαστεί άνθρωπος στα θεμέλια του.
Ένα έθιμο το οποίο παραμένει ενεργό μέχρι τις μέρες μας, καθώς δε νοείται να χτιστεί ένα καινούργιο σπίτι χωρίς να σφαχτεί κοκόρι στα θεμέλια του.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΚΑΤΟΝΤΑΠΥΛΙΑΝΗ ΟΙ ΘΡΥΛΟΙ - ΠΑΡΟΣ ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ
Το καταδρομικό Έλλη ήταν Ελληνικό πολεμικό πλοίο «εύδρομο» κατά την ορολογία του μεσοπολέμου ή «ελαφρύ καταδρομικό» κατά την ορολογία του Β” Παγκοσμίου πολέμου που έφερε το όνομα εκ της ναυμαχίας της Έλλης που είχε λάβει χώρα στην διάρκεια του Α” Βαλκανικού Πολέμου, στην οποία η Ελλάδα ήταν νικήτρια.
Ναυπήγηση και αγορά
Το Έλλη ήταν 2.600 τόνων.Ναυπηγήθηκε το 1912 – 1913 στις ΗΠΑ για λογαριασμό της κινεζικής κυβέρνησης με το όνομα «Fei-Hung», όμως η παραγγελία ακυρώθηκε λόγω Εθνικιστικής Επανάστασης που ξέσπασε στην Κίνα την περίοδο εκείνη. Αγοράστηκε τελικά από την ελληνική κυβέρνηση το 1914. Το 1917 κατασχέθηκε από τους Γάλλους μαζί με τα υπόλοιπα πλοία του ελληνικού στόλου. Μετασκευάστηκε σχεδόν ριζικά, δέκα χρόνια αργότερα, στη Γαλλία, μεταξύ των ετών 1925-1927.
Α” Παγκόσμιος Πόλεμος
Έλαβε μέρος στον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο υπό γαλλική σημαία και στη συνέχεια υπό ελληνική στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Βυθίστηκε στις 15 Αυγούστου 1940 σε ειρηνική περίοδο από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino και ενώ ήταν αγκυροβολημένο έξω από τον λιμένα της Τήνου όπου και συμμετείχε στις εκδηλώσεις του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το ίδιο υποβρύχιο αποπειράθηκε στη συνέχεια να τορπιλίσει τα επιβατηγά Έλση και Έσπερος που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι της Τήνου. Ευτυχώς η απόπειρα απέτυχε και οι τορπίλες κατέστρεψαν μόνο ένα τμήμα του κρηπιδώματος του λιμένα.
Η στιγμή της έκρηξης μιας εκ των τορπιλών στην προβλήτα του λιμανιού της Τηνου.
 Η Έλλη διακρίνεται στην δεξιά πλευρά του στύλου.
Ο τορπιλισμός του Έλλη

Την παραμονή της μεγάλης γιορτής της Μεγαλόχαρης στην Τήνο, τα πλήθη των πιστών συνέρεαν με τα βαπόρια απο τα διάφορα μέρη της Ελλάδος για να προσκυνήσουν την Παναγιά. Μέσα σ΄ αυτήν την λαοθάλασσα, τριγύριζαν και Ιταλοί πράκτορες για να συλλέξουν και να δώσουν πληροφορίες στον Ιταλό Γενικό Διοικητή Δωδεκανήσου Ντέ Βέκκι για την θέση των ελληνικών πολεμικών πλοίων και κυρίως για το καταδρομικό Έλλη που ήταν αγκυροβολημένο ανοικτά του λιμανιού.
Ο κόσμος ανύποπτος σηκώθηκε το πρωί της επομένης για να πάει στην εκκλησία για να προσκυνήσει. Την ώρα εκείνη ο Ντε Βέκκι δίνει εντολή στον διοικητή του ναυλοχούντος στην Λέρο Ιταλικού Στόλου να κτυπήσει. Ο Ιταλός ναύαρχος μεταβιβάζει την διαταγή στον πλοίαρχο του υποβρυχίου Delfino που περιπολούσε ανοικτά της Τήνου και εκείνος επιτίθεται εν καιρώ ειρήνης απροειδοποίητα και χωρίς καμία πρόκληση κατά της Έλλης.
Η ώρα ήταν 8.30 το πρωί όταν ενας δυνατός κρότος συγκλόνισε το Έλλη. Ύστερα ενας δεύτερος, ενας τρίτος που ακούστηκαν κοντά στην προκυμαία. Ο κόσμος που βρισκόταν κοντά στο λιμάνι, πανικοβλήθηκε. Στο Έλλη, ο κυβερνήτης του σκάφους πλοίαρχος Β.Ν. Άγγελος Χατζόπουλος, διέταξε συναγερμό και έτρεξε να δει ο ίδιος τι ακριβώς συμβαίνει. Έκπληκτος βλέπει το πλοίο κτυπημένο και να γέρνει και στον λιμενοβραχίονα να ακούγονται οι εκρήξεις απο δύο άλλες τορπίλες.Προλαβαίνει και τηλεγραφεί αμέσως στην Αθήνα και αναφέρει το συμβάν.
Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Μεταξάς καλεί τον υφυπουργό Ναυτικών Ιπποκράτη Παπαβασιλείου και του λέει για το συμβάν: 
 «Γνωρίζουμε Ιπποκράτη για τον δράστη, αλλά δεν πρέπει να οξύνουμε την κατάσταση. Ας κάνουμε πώς δεν καταλάβαμε τίποτα και ας μην δείξουμε πανικό».

Ταυτόχρονα ο υφυπουργός Τύπου Θ. Νικολούδης εκδίδει ανακοίνωση στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει οτι: 
 «η τορπίλη έπληξε το Έλλη το λεβητοστάσιο το οποίο εξερράγη και η πυρκαϊά που εκδηλώθηκε μεταδόθηκε στο εσωτερικό του πλοίου και το πλήρωμα αναγκάσθηκε να το εγκαταλείψει».
Λίγο μετά το πλοίο βυθίσθηκε στις 9.45΄. Στην ίδια ανακοίνωση αναφέρθηκε οτι υπήρξε ενας νεκρός ο κελευστής μηχανικός Παπανικολάου και 29 τραυματίες. Μεταξύ του αστικού πληθυσμού, μία γυναίκα αρμενικής καταγωγής εμωλωπίσθη επι της προκυμαίας και ενας άνδρας απέθανε συνεπεία καρδιακής προσβολής..Η κυβερνητική ανακοίνωση σκοπίμως απέκρυπτε την εθνικότητα του υποβρυχίου που έπληξε το Έλλη αν και γνώριζε τον δράστη.
Εφημερίδα της εποχής
Μία   Επιτροπή απο ανωτάτους αξιωματικούς (Καββαδίας, Χατζόπουλος και Δούσης) έβαλε δύτες και ανέσυραν απο τον βυθό τεμάχια των τορπιλών. Στο πόρισμά τους κατέληγαν οτι “ το Έλλη εβυθίσθη παρά ιταλικών τορπιλών βληθεισών υπο ιταλικού υποβρυχίου”.Το θράσος των Ιταλών ήταν απύθμενο. Παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε η κυβέρνηση για την άγνωστη εθνικότητα του υποβρυχίου για να μην οξύνει την κατάσταση, οι Ιταλοί εγίνοντο περισσότερο επιθετικοί. Σύμφωνα με το υπ. Αριθ. 121/16-8-1940 τηλεγράφημα του πρεσβευτή μας στη Ρώμη Ιωάννη Πολίτη,  η Ιταλία επιδιώκει να αναγάγη την Ελλάδα δια τρομοκρατήσεως απο τούδε εις την διαδικασίαν των εδαφικών συζητήσεων και παραχωρήσεων εν Ηπείρω ή να επιτύχη ορισμένα στρατηγικά πλεονεκτήματα εν τω θαλασσίω αγώνι ή και αμφότερα.
Ταυτόχρονα στη Ρώμη ο εκπρόσωπος Τύπου της ιταλικής κυβερνήσεως σε δηλώσεις του προς τους ξένους ανταποκριτές τόνιζε ανερυθρίαστα οτι η βύθιση του Έλλη είναι τέχνασμα των Άγγλων για να αναστατώσουν τα Βαλκάνια και να δηλητηριάσουν τις ελληνοϊταλικές σχέσεις ! Και έφερε σαν απόδειξη το ότι αμέσως μετά το συμβάν έσπευσαν πρώτοι οι Άγγλοι, πριν παρέλθει ο αναγκαίος χρόνος για την εξακρίβωση, και δια του ραδιοφώνου ανακοίνωσαν οτι στην περιοχή της Τήνου δεν βρισκόταν την ημέρα εκείνη δικό τους υποβρύχιο! Και υπογράμμιζε επίσης οτι “ η Ιταλία πιστή εις τας γνωστάς ιταλικάς παραδόσεις τιμιότητος εχρειάσθη τρείς ημέρας δια να εξακριβώση και να βεβαιώση σήμερον οτι το Επιτελείον ουδεμίαν ενέργειαν τορπιλισμού αναφέρει και οτι ουδέν ιταλικόν υποβρύχιον ευρίσκετο εκεί.”
Η Τορπίλη που βύθισε το ΕΛΛΗ
Η αιτία τορπιλισμού του Έλλη
Ο τότε πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα κόμης Εμμανουέλε Γκράτσι στα απομνημονεύματά του αλλά και σε ενυπόγραφο άρθρο του που δημοσίευσε η ιταλική εφημερίδα «Τζιορνάλε ντελ Ματτίνο» (φ. 19-8-1945) αποκαλύπτει ότι αν και η Ιταλία ουδέποτε ομολόγησε επίσημα την άνανδρη και «πειρατική» εκείνη πράξη υποβρυχίου της, εν τούτοις το υποβρύχιο ήταν ιταλικό που διατάχθηκε να κινηθεί επί τούτου από την ιταλική βάση υποβρυχίων Λέρου κατά διαταγή του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου Ντε Βέκι, που ήταν μέλος της φασιστικής τριανδρίας, που γνώριζε ότι εθιμικά στην Τήνο την ημέρα αυτή θα υφίστατο ελληνικό πολεμικό πλοίο. Έτσι απέπλευσε το υποβρύχιο στο οποίο μετά και από μια αεροπορική αναγνώριση δόθηκε η εντολή του τορπιλισμού. Βέβαια ο Ντε Βέκι ενήργησε κατ” εντολή του ίδιου του Μπενίτο Μουσολίνι.
Στο σημείο αυτό ο κόμης Γκράτσι δίνει ακόμη μια εξήγηση της αψυχολόγητης εκείνης ενέργειας του Μουσολίνι που πολύ πιθανόν να οφειλόταν σε δική του τηλεγραφική του αναφορά που είχε υποβάλει από την Αθήνα, στο ιταλικό υπουργείο εξωτερικών, δύο ημέρες πριν, στις 13 Αυγούστου, κατά την οποία ο Γκράτσι βεβαίωνε ότι η ελληνική κυβέρνηση (σύμφωνα με άποψη του Ι. Μεταξά) δεν μπορεί να λάβει θέση ενάντια της Αγγλίας που ήδη κυριαρχεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Το τηλεγράφημα αυτό, πάντα κατά τον Γκράτσι, πιθανόν να το διάβασε ο Μουσολίνι στο Παλάτσο Βενέτσια την ίδια ημέρα το βράδυ ή το πολύ την επομένη το πρωί και του προκάλεσε έκρηξη παραφοράς δίνοντας αμέσως εντολή στον Ντε Βέκι να αποδείξει αμέσως στον Μεταξά «ποιος είχε πράγματι την κυριαρχία της Ανατολικής Μεσογείου».